ΑΠΟΨΕΙΣ
Τρεις Ιεράρχες - πρότυπα ζωής
"Τα σχολεία μας πρέπει να κάνουν το παν, ώστε οι Τρεις Ιεράρχες να βρουν τη θέση τους στις ψυχές των παιδιών, αν θέλουμε νέους ανθρώπους υγιείς πνευματικά και κοινωνικά"
Γράφει ο Γ. Τσερεβελάκης
Τούτες τις πονηρές μέρες, που τα μηνύματα από την κοινωνική ζωή στην πατρίδα μας δεν είναι και τα πιο αισιόδοξα, πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι εκείνο που εξέλιπε είναι τα πρότυπα ζωής, αυτά δηλαδή που ενσαρκώνουν και συμπυκνώνουν τα ιδανικά μιας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη εποχή.
Στην αρχαία ελληνική κοινωνία, για παράδειγμα, πρότυπο ήταν ο «καλός κἀγαθός» πολίτης, στο Βυζάντιο ο άγιος, στην Αναγέννηση ο homo universalis (ο καθολικός άνθρωπος, αυτός με την γενική, την καθολική μόρφωση) κ.ο.κ. Και σήμερα, βέβαια, υπάρχουν πρότυπα, διότι, όπως προείπαμε, κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή έχει τα πρότυπά της. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ποιότητα των προτύπων που προβάλλει η σημερινή κοινωνία, πρότυπα που προέρχονται από τον χώρο της πολιτικής, του θεάματος (ποδόσφαιρο, κινηματογράφος, τηλεόραση), του πλούτου, της μόδας κ.ά. Έτσι, πρόσωπα, όπως ο Τραμπ, ο Μέσσι, ο Ρονάλντο, διάφοροι αστέρες του κινηματογράφου, μανεκέν κλπ., αποτελούν τα πρότυπα πολλών νέων ανθρώπων, οι οποίοι τους θαυμάζουν, τους ακολουθούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επηρεάζονται από τον τρόπο που συμπεριφέρονται, που ντύνονται, που κουρεύονται. Το βασικό κίνητρο πίσω από όλα αυτά είναι το χρήμα και η δημοσιότητα και η δύναμη που απορρέει από αυτά. Αυτά έχουν υπερκεράσει κάθε άλλη αξία, κάθε άλλο ιδανικό, κάθε άλλο στόχο για πολλούς νέους και όχι μόνο.
Κάποιος θα πει ίσως ότι, αφού κάθε κοινωνία έχει τα ιδανικά της και τα πρότυπά της, είναι εύλογο και η κοινωνία στην οποία ζούμε να έχει τα δικά της πρότυπα, όπως τα παρουσιάσαμε. Τα πρότυπα, επομένως, δεν είναι σταθερά και αναλλοίωτα, όπως δεν είναι σταθερές και αναλλοίωτες οι κοινωνίες.
Ωστόσο, η ιστορία μάς δείχνει πως υπάρχουν κάποια πρότυπα που μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι ενσαρκώνουν υψηλές, πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά, χωρίς τα οποία οι κοινωνίες μεταβάλλονται σε ζούγκλα. Διότι, όταν οι μοναδικές αξίες είναι το χρήμα, η δημοσιότητα και η δύναμη, τότε ο μοναδικός νόμος που επικρατεί είναι ο νόμος του ισχυροτέρου, του πιο δυνατού, του πιο πλούσιου, του πιο επιφανούς.
Οι υπόλοιποι είναι αναλώσιμοι, είναι ο ανώνυμος όχλος, είναι οι άνθρωποι δίχως πρόσωπο, απλοί αριθμοί κα άτομα μέσα σε ένα απρόσωπο σύνολο. Ποιες είναι όμως οι υψηλές αξίες και τα ιδανικά, των οποίων ενσαρκωτές είναι τα πρότυπα στα οποία αναφερόμαστε; Είναι ο σεβασμός προς τον άνθρωπο, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η εντιμότητα, ο ηρωισμός, ο πατριωτισμός, η αλληλεγγύη, η καλαισθησία, το δημοκρατικό ήθος κ.ά. Κοινωνίες από τις οποίες λείπουν αυτές οι αξίες κινδυνεύουν να υποχωρήσουν ανθρωπιστικά και στο πλαίσιό τους να εμφανιστούν διαλυτικές τάσεις.
Στην ιστορική πορεία του έθνους μας είχαμε την τύχη να βρεθούν άνθρωποι που είτε προέβαλαν με τον φιλοσοφικό τους νου αυτές τις μεγάλες αξίες (π.χ. Πλάτων, Ηράκλειτος, Αριστοτέλης, Στωικοί κ.ά), είτε τις ενσάρκωσαν κι έγιναν πρότυπα ζωής (π.χ. Σωκράτης). Ειδικά κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν ο χριστιανισμός αγωνιζόταν να επικρατήσει και συγκρουόταν με τους ειδωλολάτρες εθνικούς και τις αιρέσεις, εμφανίστηκαν οι Τρεις Ιεράρχες, τρεις μεγάλοι άνδρες, τρεις μοναδικές φυσιογνωμίες και προσωπικότητες, που ζώντας στους μεταβατικούς αυτούς καιρούς, κατόρθωσαν τη μεγαλύτερη ίσως σύνθεση στην ιστορία των ιδεών: συνένωσαν δυο κόσμους, τον παλιό, τον αρχαίο ελληνικό κόσμο με τον νέο, τον χριστιανικό, που είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται. Και έκαμαν αυτή την πρωτότυπη σύνδεση και τον σοφό συγκερασμό χωρίς κανείς από τους δυο αυτούς κόσμους να χάσει κάτι από αυτό που ήταν, αφού από τον αρχαίο κόσμο κράτησαν ό, τι σημαντικότερο για τη ζωή και την πνευματική προαγωγή του ανθρώπου, συνδέοντάς το με την ευαγγελική διδασκαλία και το μήνυμα της αγάπης και της δικαιοσύνης που έφερε ο Χριστός στη γη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο ελληνισμός έμεινε ζωντανός στη ζωή των χριστιανών από την άποψη της γλώσσας αλλά και της διδασκαλίας των μεγάλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων για την αρετή, η οποία έγινε κεντρικός όρος και του χριστιανικού κηρύγματος, ταυτόχρονα όμως ο χριστιανισμός έδωσε το δικό του περιεχόμενο, αλλάζοντας όλη τη μέχρι τότε αντίληψη για τον άνθρωπο, ο οποίος τώρα αντιμετωπίζεται ως θείο δημιούργημα, που η ζωή του έχει πρωταρχική αξία.
Δεν θα αναφερθώ σε λεπτομέρειες για τη ζωή τους, που εξάλλου είναι γνωστές και τις βρίσκει κανείς εύκολα. Θα προσπαθήσω, όμως, να δείξω γιατί οι Τρεις Ιεράρχες, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εξακολουθούν να είναι πρότυπα ζωής. Διότι πρέπει να τονίσουμε ότι εκείνο που ενδιέφερε τους «τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», όπως αποκαλούνται στο απολυτίκιο της εορτής τους, δεν ήταν η γνώση αλλά η ζωή, ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, η σχέση τους με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τον κόσμο, που όλα συμπυκνώνονται σ’ αυτό που ονομάζουμε με τη λ. αρετή. Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό ότι και οι αρχαία φιλοσοφία κεντρικό της στόχο είχε όχι τόσο να δώσει γνώση στους ανθρώπους, όσο πώς θα τους κάμει ενάρετους. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν αρνήθηκαν τη γνώση. Το αντίθετο μάλιστα. Σπούδασαν και οι τρεις στις σπουδαίες νεοπλατωνικές και ρητορικές σχολές της εποχής τους ρητορική, νομικά, φιλοσοφία, μαθηματικά, αστρονομία κ.ά. Όμως, ως γνήσιοι χριστιανοί άνθρωποι και δη ιεράρχες, γνώριζαν μαζί με τον Πλάτωνα ότι «πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία ου σοφία φαίνεται». Δηλαδή: κάθε γνώση, όταν διαχωριστεί από τη δικαιοσύνη και τις υπόλοιπες μορφές της αρετής, αποκαλύπτεται πως είναι πανουργία και όχι σοφία. Έτσι συνέδεσαν τη θεωρητική γνώση με την πράξη, έκαναν την πράξη «θεωρίας επίβασιν». Ακολούθησαν, με άλλα λόγια, το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, τον οποίο αγάπησαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους και του δόθηκαν με απόλυτη εμπιστοσύνη. Γιατί ο Χριστός δεν ήταν θεωρητικός διδάσκαλος, ήταν ο Θεάνθρωπος που δίδαξε αλλά και σταυρώθηκε από αγάπη προς τους ανθρώπους. Αυτό το θυσιαστικό και αγαπητικό πνεύμα ακολούθησαν στη ζωή τους και οι Τρεις Ιεράρχες. Ήταν άνθρωποι όχι της γνώσης απλώς, αλλά της παιδείας. Σύνέθεσαν τη θεωρία με την πράξη, τη γνώση με το ήθος, την προσευχή με την αγάπη.
Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο ένα σπουδαιότατο συγγραφικό έργο, που βρίσκεται στη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά και ένα κοινωνικό έργο μοναδικό. Είναι οι πρώτο που υποστήριξαν εμπράκτως την ισότητα των ανθρώπων, ως θείων δημιουργημάτων, βοηθώντας τους τόσο πνευματικά όσο και υλικά, με έργα που ανακούφιζαν τον πόνο και τις βιοτικές ανάγκες των φτωχών και ανυπεράσπιστων. Είναι γνωστή η περίφημη «Βασιλειάδα» που συγκρότησε στην Καισάρεια ο Μ. Βασίλειος, ένα έργο κοινωνικής πολιτικής, όπως θα λέγαμε σήμερα. Στη «Βασιλειάδα» η προσφορά της αγάπης ήταν αμέριστη για κάθε εμπερίστατο άνθρωπο, χωρίς διακρίσεις. Ήταν ένα συγκρότημα όπου εύρισκαν καταφυγή, αγάπη και στοργή ηλικιωμένοι, άρρωστοι, ορφανά και ταξιδιώτες, ήταν δηλαδή ταυτόχρονα νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενοδοχείο. Κοινωνικό έργο ανέπτυξε και ο Χρυσόστομος ως ιερέας, όταν διακονούσε στην Αντιόχεια. Πολύ σπουδαίο, όμως, ήταν και το πνευματικό τους έργο, όπως το γνωρίζουμε από τον πλούτο των συγγραμμάτων τους. Οι λόγοι τους, οι επιστολές τους, οι πραγματείες τους, τα ερμηνευτικά τους κείμενα, όλα αποπνέουν τη μοναδική χάρη της ελληνικής γλώσσας, της οποίας ήταν άριστοι χειριστές. Αποπνέουν όμως και μια πρωτόγνωρη πνευματικότητα, μια πνευματικότητα που ήταν απόρροια θερμής προσευχής, άσκησης, ζωντανής σχέσης με τον Θεό και αγάπης προς τον άνθρωπο. Αυτός ο συνδυασμός του κάλλους της μορφής με το βάθος του περιεχομένου κάνει τα έργα τους μοναδικά και τους αναδεικνύει γίγαντες του πνεύματος. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν έμειναν σε μια επιφανειακή γνώση. Εμβάθυναν, ερεύνησαν, μελέτησαν, ξεχώρισαν την αλήθεια της πίστης από το ψεύδος της αίρεσης και μας έδωσαν καθαρό και άπεφθο το μήυμα του Χριστού.
Πώς όμως έφθασαν οι Τρεις Ιεράρχες σ’ αυτά τα πνευματικά ύψη και σ’ αυτή την αγάπη προς τον άνθρωπο; Πρώτο ρόλο είχε η οικογένειά τους και προπάντων οι άγιες μητέρες τους: η Εμμέλεια του Βασιλείου, η Νόννα του Γρηγορίου και η Ανθούσα του Ιωάννου, οι οποίες ανέθρεψαν τα παιδιά τους με τις αρχές και τις αξίες της χριστιανικής πίστης και ζωής. Πρόκειται για τρία παραδείγματα που δείχνουν τον ρόλο της μάνας στην ανατροφή του παιδιού και μάλιστα σε μια εποχή που οι ρόλοι του πατέρα και της μητέρας αμφισβητούνται (βλέπε «γάμους» ομοφυλοφίλων). Σημαντικός ήταν και ο ρόλος της παιδείας και προπάντων ο τρόπος με τον οποίο την αντιμετώπισαν. Γνωρίζουμε από κείμενο του αγίου Γρηγορίου ότι, όταν σπούδαζαν στην Αθήνα οι δυο φίλοι Βασίλειος και Γρηγόριος, δεν ήξεραν άλλο δρόμο εκτός από αυτόν που οδηγούσε στην εκκλησία και στους δασκάλους τους. Η παιδεία δεν είναι εύκολη συσσώρευση γνώσεων. Απαιτεί κόπο, προσήλωση, θέληση, αγάπη. Αυτά όλα τα είχαν συνειδητοποιήσει οι Τρεις Ιεράρχες και τα έκαναν πράξη. Κι ένα τρίτο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ο ασκητικός τους βίος, που δεν άφηνε να τους παρασύρουν οι πειρασμοί της ζωής. Υπεράνω, όμως, όλων ήταν η βαθιά πίστη τους στον Θεό, που τους όπλιζε με θάρρος, με παρρησία, με θυσιαστικό πνεύμα, γιατί πρότυπό τος ήταν ο Χριστός.
Για όλους αυτούς τους λόγους μπορεί κανείς αβίαστα να υποστηρίξει ότι οι Τρεις Ιεράρχες, ως ενσαρκωτές των πιο υψηλών αξιών, αποτελούν αξεπέραστα πρότυπα για κάθε εποχή και προπάντων για σήμερα, αφού, όπως δείξαμε στην αρχή του άρθρου, τέτοια πρότυπα έχουμε ανάγκη, αν δεν θέλουμε την ολοκληρωτική εκβαρβάρωση της κοινωνίας. Τα σχολεία μας πρέπει να κάνουν το παν, ώστε οι Τρεις Ιεράρχες να βρουν τη θέση τους στις ψυχές των παιδιών, αν θέλουμε νέους ανθρώπους υγιείς πνευματικά και κοινωνικά. Γιατί οι Τρεις Ιεράρχες δεν είναι στενά εκκλησιαστικοί άνθρωποι. Είναι οικουμενικοί διδάσκαλοι και γι’ αυτό μας αφορούν άμεσα όλους και προπάντων εμάς τους Έλληνες.