ΑΠΟΨΕΙΣ
Τράπεζες και «πολιτικό σύστημα»
Το «πολιτικό σύστημα» κατά κανόνα προστατεύει τον τραπεζίτη απέναντι στον καταναλωτή, όπως επίσης προστατεύει τον τραπεζίτη απέναντι στον εργαζόμενο
Του Πέτρου Μηλιαράκη*
Στον παρόντα χρόνο εγείρονται κρίσιμα ζητήματα γύρω από την ευρωστία των ελληνικών τραπεζών και ειδικότερα των λεγομένων «συστημικών τραπεζών» .
Το «πολιτικό σύστημα» κατά κανόνα προστατεύει τον τραπεζίτη απέναντι στον καταναλωτή, όπως επίσης προστατεύει τον τραπεζίτη απέναντι στον εργαζόμενο. Ένα από τα κρίσιμα ζητήματα είναι και εκείνο των συνταξιούχων της Εθνικής Τράπεζας , αναφορικά,με τον γνωστό πλέον στην κοινή γνώμη, ειδικό λογαριασμό, που αφορά στον ΛΕΠΕΤΕ. Για να διαπιστώσουμε δε τη σχέση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με το εν γένει «πολιτικό σύστημα», χρήσιμα είναι τα παρακάτω:
Ασφαλώς μια δημοσιονομική κρίση ή μια κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δημιουργεί άμεσα αντανακλάσεις τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία. Επειδή δε, το χρηματοπιστωτικό σύστημα προϋποθέτει τα Πιστωτικά Ιδρύματα να λειτουργούν στο πλαίσιο της αποστολής τους τόσο α) για την πίστη, όσο και β) για την ανάπτυξη της οικονομίας και συνεπώς της γ) κοινωνίας, το παρόν κείμενο επιδιώκει να συμβάλει στο δημόσιο λόγο με τα παρακάτω, αφού προταχθεί μια σύντομη ιστορική καταγραφή της αποστολής της τράπεζας ως κοινωνικοοικονομικού αλλά (δεν είναι υπερβολικός ο όρος) και «πολιτιστικού» φαινομένου.
Και τούτο γιατί, από τότε που ο «πολιτισμός του ανθρώπου», πέρασε από την «εμπράγματη οικονομία» (δηλαδή από την ανταλλαγή πράγματος με άλλο πράγμα), στην «οικονομία του χρήματος» και μετέπειτα του «νομίσματος» (αναγκαστική κυκλοφορία), οι τράπεζες ήταν το σημείο αναφοράς και ο μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας. Με τούτη την προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής:
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Ο όρος «τράπεζα» ιστορικώς προέρχεται από το έπιπλο «τράπεζα-τραπέζι-πάγκο» όπου πίσω του στέκονταν οι «νομισματαλλάκτες», οι «αργυραμοιβοί».
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες η τράπεζα εκφράζεται με τον ίδιο όρο «τράπεζα-τραπέζι»: «Bank», «Banque», «Banca». Ωστόσο:
Οι πρώτες τράπεζες δημιουργήθηκαν κατά τον 8ο και 7ο π.Χ.(!) αιώνα από τους Ασσύριους, Βαβυλώνιους και Αιγύπτιους. Οι τράπεζες αυτές εξέδιδαν συναλλαγματικές και αποδείξεις σε μικρούς δίσκους πάνω στους οποίους ήταν «χαραγμένα» δάνεια με ενέχυρο ή (και) υποθήκη και ο τόκος που είχε «συμφωνηθεί».
Στην αρχαία Ελλάδα, ως πρώτες τράπεζες χρησίμευσαν οι Ναοί τους οποίους σέβονταν και οι κατακτητές ακόμη! Περίφημοι υπήρξαν οι Ναοί των Δελφών, της Ολυμπίας και της Δήλου, στους οποίους εναπόθεταν τεράστια ποσά όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και οι παρεπιδημούντες στην Ελλάδα. Στις Ιωνικές πόλεις Μίλητο, Σμύρνη, Έφεσο, οι αργυραμοιβοί διεξήγαγαν τραπεζικές εργασίες, ενώ η τραπεζική τέχνη μετά τους Μηδικούς Πολέμους μεταφέρθηκε από την Κόρινθο στην Αθήνα. Οι πρώτοι τραπεζίτες των Αθηνών ήσαν νομισματαλλάκτες. Αργότερα οι νομισματαλλάκτες δέχονταν καταθέσεις ιδιωτών, προς τους οποίους δεν έδιναν καν αποδείξεις, γιατί έχαιραν τέτοιας φήμης και εκτίμησης για την εντιμότητά τους, ώστε οι πελάτες τους αρκούνταν στο λόγο τους και μόνον! Αντιθέτως οι τραπεζίτες έπαιρναν έγγραφη απόδειξη ή γραμμάτια για τις χορηγούμενες πιστώσεις προς τους πελάτες τους, που πολλές φορές τις πωλούσαν σε άλλους ή διενεργούσαν μεταφορές από λογαριασμό σε λογαριασμό, μεταξύ των πελατών τους.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι τραπεζίτες διενεργούσαν τις ίδιες εργασίες και απολάμβαναν μεγάλων τιμών -ενώ ιστορικώς είναι βέβαιον ότι η τραπεζική τέχνη «μεταδόθηκε» από την Αθήνα στην Ρώμη.
Όταν επήλθε το βαρβαρικό κύμα μετά τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, επακολούθησε περίοδος πολέμων και οι τράπεζες περιέπεσαν σε παρακμή, (γιατί η πίστη αναπτύσσεται μόνο σε ειρήνη), για να εμφανισθούν και πάλι κατά τον μεσαίωνα. Στον προκαπιταλιστικό πολιτισμό η πρώτη τράπεζα που ιδρύθηκε ήταν η τράπεζα της Βενετίας το 1157 (που επανιδρύθηκε το 1756). Επακολούθησε η τράπεζα του Αμβούργου το 1719. Όμως η «σύγχρονη» τραπεζική τέχνη έχει τη «βάση της» στις τράπεζες της Αγγλίας και στους πρώτους Άγγλους τραπεζίτες, τους χρυσοχόους, με πρωταίτιους τους Λομβάρδους -εξού και η Lombard Street.
Στην Ελλάδα η πρώτη τράπεζα, που ιδρύθηκε είναι η Ιονική με έδρα το Λονδίνο το 1839 και δυο έτη αργότερα η Εθνική και η Εμπορική. Στην Εθνική παραχωρήθηκε από το Κράτος κατά το ίδιο έτος της ίδρυσης της (1841) και το προνόμιο της έκδοσης των τραπεζογραμματίων. Τούτο ίσχυε μέχρι το 1928, οπότε το προνόμιο έκδοσης των τραπεζογραμματίων μεταβιβάσθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, που ιδρύθηκε ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό. Το 1927 ιδρύθηκε η Κτηματική Τράπεζα και το 1929 η Αγροτική Τράπεζα.
Περιττό δε να γίνει αναφορά ότι στον παρόντα χρόνο η Τράπεζα της Ελλάδος, είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η ελληνική οικονομία και συνεπώς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα υπόκειται στο ευρωσύστημα και γενικότερα η εθνική οικονομία υπόκειται στους κανόνες των ενωσιακών νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Αυτή είδε η υπαγωγή του «ελληνικού τραπεζικού συστήματος» στους κανόνες της ευρωπαΐκής έννομης τάξης, αποτελεί το ένα μέρος της όλης αντιμετώπισης του ΛΕΠΕΤΕ.
Ας επισημειωθούν και τα παρακάτω:
ΟΙ ΠΑΓΙΕΣ ΑΡΧΕΣ
Οι τράπεζες και το εν γένει πιστωτικό σύστημα που ενδιαφέρει την κοινωνία (φυσικά πρόσωπα και μικρομεσαίες επιχειρήσεις) αφορά κυρίως στη λεγόμενη «λιανική πολιτική» (retail banking). Σε σχέση με τα προαναφερόμενα και ανεξαρτήτως του ιστορικού βάθους της λειτουργίας των τραπεζών και της δημιουργίας διαρκώς «νέων προϊόντων» , η έννοια της τραπεζικής πολιτικής διέπεται από τρεις αδιαπραγμάτευτες αρχές: α) από την αρχή της ρευστότητας, β) από την αρχή της ασφάλειας και γ) από την αρχή της αποδοτικότητας. Συνεπώς η τραπεζική επιχείρηση: α) με βάση την αρχή της ρευστότητας πρέπει να ανταποκρίνεται στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της σε κάθε δεδομένη στιγμή, β) με βάση την αρχή της ασφάλειας θα πρέπει να διαθέτει τις εγγυήσεις για την εξασφάλιση του ποσού της πίστωσης και γ) με βάση την αρχή της αποδοτικότητας θα πρέπει να λειτουργεί με το κριτήριο της θεμελιώδους οικονομικής αρχής, της επίτευξης δηλαδή του μεγαλύτερου οικονομικού αποτελέσματος , με τις μικρότερες οικονομικές θυσίες.
Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑΠΑΖΙΤΗ ΑΠΟ ΤΟ «ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ»
Όταν όμως, κατά τα προεκτεθέντα, το «μεγαλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα» υπέρ της τράπεζας καταλήγει στην άρνηση συγκεκριμένων υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί απο αυτήν έναντι των εργαζομένων της, με ειδικότερη μάλιστα αναφορά σε «ειδικούς λογαριασμούς» στους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν προσφέρει σημαντικά ποσά καθόλο τον εργασιακό τους βίο ως εγγύηση εξασφαλισμένης μετεργασιακής παροχής, . τότε, ουδείς δικαιούται,και ασφαλώς ουδείς δύναται να υπονομεύει, να φαλκιδεύει και στη συνέχεια να μεταθέτει τις υποχρεώσεις αυτές της τράπεζας σε άλλο φορέα, ας είναι και Δημόσιος. Ειδικότερα δε ούτε ο δημόσιος τομέας δικαιούται να αναλάβει τις συμπεφωνημένες υποχρεώσεις της τράπεζας με τους εργαζόμενους της-νυν συνταξιούχους.
Αυτή είναι μια γενική τοποθέτηση, χωρίς να γίνεται αναφορά στα «ειδικά νομικά» που διέπουν την όλη αυτή διαδικασία που αποδεικνύει ότι το «εκάστοτε πολιτικό σύστημα» ως πρόκριμα των επιλογών του έχει την υπεράσπιση των συμφερόντων της τράπεζας, ας είναι άδικα, έναντι των συμφερόντων των εργαζομένων της, ας είναι δίκαια!
Το ζήτημα που αφορά στο παρόν κείμενο είναι προδήλως «έξωνομικό» και ευθέως πολιτικού σχολιασμού, γιατί γίνεται ευθεία αναφορά ότι το «πολιτικό σύστημα» δεν μπορεί να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του τραπεζίτη σε βάρος των εργαζομένων του, που με έργο ετών έχει συμβάλει τα μέγιστα για την πρόοδο του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος και την αδιαμφισβήτητη ανάπτυξη του! Το κυριότερο είναι δε ,ότι οι θυσίες του εργαζόμενου αφορούν και τις χρηματικές παροχές του!
Για την αντισυνταγματικότητα, την αδικοπρακτική συμπεριφορά της Εθνικής Τράπεζας σε βάρος των εργαζομένων της και νυν συνταξιούχων και την εκτός των κανόνων του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου αντιμετώπιση του ΛΕΠΕΤΕ απο το «πολιτικό σύστημα», και το Κράτος, προφανώς θα επιληφθούν ,μετά από τις αντίστοιχες αιτήσεις παροχής δικαστικής προστασίας , τα ελληνικά δικαστήρια και κατ´επέκταδη και τα δικαιοδοτικά Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης , μετά την επεξεργασία και υποβολή των σχετικών «προδικαστικών ερωτημάτων».
Το κείμενο αυτό γράφεται για να επισημάνει ότι η αδικία σε βάρος των εργαζομένων και νυν συνταξιούχων της Εθνικής Τράπεζας αναφορικά με τον ΛΕΠΕΤΕ, εκπορεύεται από την «πολιτική σκοπιμότητα» , με βάση την οποία το «πολιτικό σύστημα» υπερασπίζεται τα συμφέροντα του τραπεζίτη ,σε βάρος του εργαζόμενου του.
Αυτό όμως είναι άλλης τάξης ζήτημα, είναι «πολιτικό ζήτημα»!.. Υπάρχει όμως και η παρέμβαση της δικαιοσύνης, μετά την πρωτοβουλία προσφυγής σ´αυτήν εκείνων και όσων διεκδικούν και υπερασπίζονται τα έννομα κοινωνικά και οικονομικά αγαθά τους και σε τελευταία ανάλυση τα ατομικά δικαιώματα τους! Συνεπώς η δικαιοσύνη θα σηκώσει το βάρος της δικαίωσης των συνταξιούχων, δικαιούχων του ΛΕΠΕΤΕ.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).