ΑΠΟΨΕΙΣ
Τίνος είναι η κούπα…
Και ακούς από όλους αυτούς εκείνα τα λόγια, αχ εκείνα τα λόγια, τα έρμα ψιθυριστά λόγια.
Του Κώστα Γκαντάτσιου
Δεν φταίει ο καλλιτέχνης, ούτε το τραγούδι…
Το χω δει το έργο…. ουυυυυ πολλές φορές.
Κούπα σου λέει είναι, πρέπει να γυρίσει, από στόμα σε στόμα. Δρωμένοι, φρεσκοξυρισμένοι, μουσάτοι, με ανοιχτά πουκάμισα να στάζει πάνω τους στα μαύρα, στα πολύχρωμα, στα πουκάμισα της κάθε χαράς και στα κιτρινισμένα μουστάκια, να γυρνά από στόμα σε στόμα να φέρνει ηλίθια χαμόγελα και μια αίσθηση ότι θα αντέξω, ότι είμαι σκληρός, είμαι αντράκι….. να λερώσει γαμπριάτικα πουκάμισα, κουμπάρων φίλων, συντέκνων, να ακουμπήσει διαφορετικά χείλη, νέου, γέρου, νέας.
Ξέρεις όμως, της κούπας της αρέσουν τα νεαρά χείλια.
Αυτά διαλέγει που είναι φρέσκα, γεμάτα ζωή, Αυτά βάζει στο μάτι.
Σε κάθε γλέντι, σε κάθε γάμο, σε κάθε πανηγύρι.
Έρχεται και σιγοψιθυρίζει:
---Πιες! Ρούφα με! Φέρσου σαν άντρας!
Και κατεβάζεις την πρώτη, διάφανη η πρώτη.
--- Τότε ξανάρχεται και σου λέει:
Έλα, σίμωσε κοντά, ξανάρθε η σειρά σου.
Δείξε τι μπορείς να κάνεις, η μουσική παίζει για πάρτη σου. Και δώστου κάτω να πάει.
---Ακούς για σένα μιλάνε και τρίτη φορά. Τα παλαμάκια για σένα τα παίζουν, και δωστου τρείς τέσσερις, πέντε…και πάμε για διψήφιο…
---Σαν να μην αρχίζω να βλέπω καθαρά τον πάτο της κούπας, ξέρεις δεν νοιώθω καλά λέω να σταματήσω.
---Τώρα θα σταματήσεις; Τώρα που μιλάνε όλοι για σένα, τώρα είσαι νέος, τώρα πρέπει, τώρα ακόμη μπορείς. Όλη η νύχτα είναι δικιά σου.
Και να τα χαμόγελα. Και να τα αγκαλιάσματα. Και να να αρχίζει να μη γυρνάει η γλώσσα, αρχίζεις να τραυλίζεις, παραπατάς, χαζογελάς με οτιδήποτε, αργομιλάς για να μην σε καταλάβουν πως ήπιες πολύ. Για να μην πουν γαμωτο ότι δεν αντέχεις το ποτό.
Έλα δεν πειράζει μωρέ σου λέει: Τώρα είσαι νέος, γλέντι είναι η ζωή.
Μη φοβάσαι, και εσύ συνεχίζεις…
Ώσπου όλα… μα όλα αλλάζουν.
Και ακούς γέλια και κλάματα μαζί, και βλέπεις ποτό και δάκρυα να τρέχουν πάνω σου, και ακούς κόρνες και φρένα, και βλέπεις τα φώτα άσπρα και κρύα σαν να σαι σε θάλαμο νεκροτομείου.
Σαν να είσαι παρέα με αέρινες γνωστές σου υπάρξεις που εσύ κάποτε τους έκλαψες.
Δίπλα στον αγαπημένο παππού σου. Τον βλέπεις να αλέθει με το χειρόμυλο, να καβαλάει το γαϊδουράκι, να σκουντάει τα κάρβουνα στο τζάκι, να φέρνει νερό η θειά σου από τη βρύση. Τον εικοσάχρονο φίλο με τη μηχανή να κατεβάζει μονορούφι τη μια ρακί πίσω από την άλλη.
Δεν είναι δυνατόν, όλοι νεκροί, φίλοι παλιοί, ποθαμένοι, γείτονες αντάμα σαν να ΄μαι δίπλα και εγώ ένα μαζί τους.
Και ακούς από όλους αυτούς εκείνα τα λόγια, αχ εκείνα τα λόγια, τα έρμα ψιθυριστά λόγια.
Τινός η κούπα;
Σίγουρα δεν θα είναι ξανά με το όνομά μου…
Ήταν καλό παλληκάρι θα πουν…
Ήταν θα πω και γω…
Τινός η (επόμενη) κούπα;
Ξαναρωτώ…