ΑΠΟΨΕΙΣ
«Την είχα άχτι, την είχα άχτι, τώρα την έχω μόνο σε στάχτη»!
2.458 χρόνια δρόμος. Χάθηκε η «μάχα» με τη λεπτότητα και την ευαισθησία, κερδήθηκε η άλλη με τον χρόνο, οι διαδικασίες επισπεύδονται εκβιαστικά, με ενδιάμεσους σταθμούς γεμάτους λυρισμό, ρομαντισμό, σουρεαλισμό, που δεν είναι της παρούσης.
της Γεωργίας Καρβουνάκη
Μου έλεγε ένας φίλος ότι τη φύση την αντιλαμβάνεται καλύτερα στο ταψί. Έτσι κι εγώ, τον έρωτα τον αντιλαμβάνομαι καλύτερα στην οθόνη, στο χαρτί ή στον δίσκο, τουτέστιν έμμετρο και, ει δυνατόν, μελοποιημένο.
Δεν πρωτοτυπώ, μάλλον, αφού από την εποχή που εφευρέθηκαν οι λάσπες -κυριολεκτικά, όπως φαίνεται και παρακάτω- ο άνθρωπος, αφού αναγνώρισε την αξία του ευγενούς αυτού συναισθήματος, επιστράτευσε όση ευαισθησία μπορούσε αυτό να του γεννήσει και το έκανε ποίηση και, αργότερα, μουσική.
Πλην, όμως, υπάρχουν κάποιες ποιοτικές διαφορές, τις οποίες θα αναλύσουμε εν συντομία στο παρόν δοκίμιο με ασκήσεις και παραδείγματα.
Το φερόμενο, λοιπόν, ως το αρχαιότερο ερωτικό ποίημα του κόσμου δεν γράφτηκε στην Ελλάδα αλλά προέρχεται από την αρχαία Σουμερία, το σημερινό Ιράκ. Βρέθηκε χαραγμένο πάνω σε πήλινη πινακίδα, σαν αυτές που αποτέλεσαν πάντοτε θησαυρό για την αρχαιολογική σκαπάνη, αφού έδωσαν πολλές πληροφορίες για την οικονομική και κοινωνική ζωή της πολύ πρώιμης αρχαιότητας, σε εποχές που η γραφή δεν είχε ακόμη διαδοθεί -ή εφευρεθεί καν- και δεν υπήρχε «χαρτί και μολύβι» ή, έστω, qwerty.
Οι πινακίδες των Σουμερίων, μάλιστα, λέγεται ότι είναι εκείνες που κατέγραψαν ιστορίες όπως ο Κήπος της Εδέμ, η ιστορία του Αδάμ και της Εύας, ο Κατακλυσμός του Νώε, ο Πύργος της Βαβέλ, οπότε είναι λογικό το ότι μας έδωσαν και ερωτική ποίηση, εφόσον υπάρχει συνάφεια με τις παραπάνω συμφορές.
Έγραψε, λοιπόν, πριν από 4.054 χρόνια, με σφηνοειδή σύμβολα πάνω στον -άψητο ακόμα- πηλό (να οι λάσπες που λέγαμε παραπάνω), η ερωτευμένη Ενζίλ στον Σουσίν της:
[...]
Λιοντάρι, αγαπημένο της καρδιάς μου με μάγεψες.
Άσε με να σταθώ τρέμοντας, μπροστά σου,
να σε αγγίξω με το χάδι μου.
[...]
Τη ψυχή σου να ζωντανέψω, ξέρω.
Γαμπρέ κοιμήσου στο σπίτι μας ως την αυγή,
τη καρδιά σου ξέρω πως να ευχαριστήσω.
Λιοντάρι κοιμήσου στο σπίτι μας ως την αυγή.
[...]
Όμορφα, τρυφερά λόγια, γεμάτα κομψούς υπαινιγμούς για το ποθούμενο, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υπόδειγμα για τις επόμενες γενεές.
Να φταίει που σήμερα τα σουμεριακά δεν είναι δημοφιλής γλώσσα και άρα αδυνατεί να τα διαβάσει ο σύγχρονος ποιητής και να μιμηθεί το ύφος; Πάντως, η ερωτευμένη αοιδός του 21ου αιώνα μ. Χ. λέει στον καλό της, μεταξύ άλλων που ντρέπομαι να μεταφέρω, σε μεικτή ελληνοαγγλική γλώσσα:
Από κορμί είμαι η best
Κι από προσόντα είμαι first
Μ' αυτό στους άντρες κάνω test
Για να διαλέξω.
Μπες όπως όλοι στη γραμμή
Άσε τα μα, τα μου, τα μη
Πέρνα λοιπόν τη δοκιμή
Και ίσως σε επιλέξω
Αχ, κοπελιά! Καλύτερα να μάθαινες σουμεριακά παρά αγγλικά!
Γράφει ο Ανακρέων το 550 π. Χ.
Πάλι ο ξανθός ο Έρωτας
τη κόκκινή του μπάλα
μου πετά και με κεντρίζει
με τη νια παιγνίδι ν’ αρχινήσω,
που ’χει σαντάλια πλουμιστά.
[...]
και ανακράζει ο επίδοξος εραστής του 21ου μ. Χ. αιώνα
Έλα να κάνουμε σεξ
έλα να κάνουμε σεξ
η αγάπη μας είναι άθραυστη
σαν γυάλινο πυρέξ
(που η μάνα του το σκούπισε με κίτρινο βετέξ, ίσως;)
Κι αν ο κομψός στους τρόπους και τα αισθήματα Αιγύπτιος ποιητής του 1.000 π. Χ. γράφει:
Ω, η καρδιά μου θα ήταν σκλάβα αν με αγκάλιαζε.
Κάθε κεφάλι γυρίζει -μοναδικό της σφάλμα-
να την κοιτάξει.
Ευτυχισμένος αυτός που στο τέλος θα τη σφίξει
στην αγκαλιά του,
πρώτος θα σταθεί ανάμεσα σ’ όλους τους νέους εραστές.
...η απάντηση της σημερινής δέσποινας της καρδιάς του αφήνει άφωνο το σύμπαν:
Σε βρίσκω πολύ κύριο, αλλά περνάω κλιμακτήριο!
Πάει η Σαπφώ να πει δυο τρυφερές κουβέντες τον 7ο π. Χ. αιώνα:
Κι από το γάλα πιο λευκή,
απ’ το νερό πιο δροσερή,
κι από το πέπλο το λεπτό πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή,
απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή,
κι από τη λύρα πιο γλυκειά, πιο μουσική.
..κι ο ερωτευμένος της σήμερον της το χαλάει ανεπανόρθωτα:
Είσαι της ζωής μου γούρι
μέσ’ τον καύσωνα παγούρι
Κάθε βράδυ κόβω φλέβες
ξενυχτάω με φραπέδες
και ξηλώνω καναπέδες
Από το «έρως ανίκατε μάχαν…» στο
«την είχα άχτι, την είχα άχτι,
τώρα την έχω μόνο σε στάχτη,
μέσα στο τσίγκινο κουτί,
που φύλαγε τα μπικουτί»
2.458 χρόνια δρόμος. Χάθηκε η «μάχα» με τη λεπτότητα και την ευαισθησία, κερδήθηκε η άλλη με τον χρόνο, οι διαδικασίες επισπεύδονται εκβιαστικά, με ενδιάμεσους σταθμούς γεμάτους λυρισμό, ρομαντισμό, σουρεαλισμό, που δεν είναι της παρούσης.