ΑΠΟΨΕΙΣ
Την άνοιξη αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις!
Απέκτησαν κι οι μήνες το τελευταίο έτος μια ομοιομορφία. Τι Γενάρης, τι Φλεβάρης, τι Μάρτης.
Πάνε λίγες μέρες που έχει αφιχθεί ο Μάρτιος κι όμως καμιά υποδοχή δεν του έγινε. Ήταν βέβαια ψυχολογικά προετοιμασμένος από την ομήγυρη των μηνών πως δε θα τον περίμενε κανείς στο συρμό, καθώς και για την κατήφεια που θα συναντούσε, όμως δεν την περίμενε σε τέτοιο βαθμό. «Για ποιαν ανέλπιστη χαρά, για ποιες αγάπες, για ποιο ταξίδι ονειρευτό» του λέμε, απαγγέλλοντας στίχους του Κώστα Καρυωτάκη κι ετοιμάζοντας με τη συμπλήρωση εννέα ημερών, όσα ορίζει το τελετουργικό.
Απέκτησαν κι οι μήνες το τελευταίο έτος μια ομοιομορφία. Τι Γενάρης, τι Φλεβάρης, τι Μάρτης. Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα. Απέκτησε η ζωή μας μια ομοιομορφία. Μια αντιπαθητική ομοιομορφία που όσο κι αν είναι εύλογα αναγκαστική διαγράφει από το λεξικό της ζωή μας τη λέξη «ελευθερία.» Μαζί με τη χαρά και την καλή διάθεση που τη συνοδεύει. Καθώς, ως παράγωγη από το ρήμα «ελεύθω» προϋπόθετε να πηγαίνουμε όπου θέλουμε, όταν θέλουμε. Προϋπόθετε όλα αυτά που ο Ευρωπαϊκός κι ο Νεοελληνικός διαφωτισμός πρέσβευαν και που τώρα είναι η χίμαιρα του Καραγάτση, η δική μας. Όλων εμάς που την ίδια ώρα μπορούμε να σαλπάρουμε, με τα ίδια μηνύματα μπορούμε να βγούμε έξω, για τους ίδιους λόγους, που την ίδια ώρα ρίχνουμε άγκυρα στο λιμάνι του σπιτιού μας. Στην ίδια ακτίνα γύρω από το σπίτι μας κινούμαστε, την ίδια καλούμπα μπορεί να ξετυλίγει ο χαρταετός της ύπαρξής μας. Φορώντας τις ίδιες μάσκες σε ένα τοπίο που δεν έχει όμως καθόλου σχέση με αποκριάτικη γιορτή, με χαρά, με ξεφάντωση. Με το θεό Διόνυσο, το γιο του Δία και της Σεμέλης, τον από τη Φρυγία ορμώμενο. Έτσι το μόνο που μένει πια είναι να συγχρονιστούμε και στα υπόλοιπα, τα διατροφικά, τα σχετικά με την Αφροδίτη και το γιο της, ώστε να γίνει εντελώς τραγελαφική η ζωή. Γιατί μας έρχονται άραγε τούτες οι Απόκριες, γιατί μας ήρθε η Τσικνοπέμπτη αυτή;
Πάνε λίγες μέρες που έχει μπει η Άνοιξη. Η Περσεφόνη άφησε τον Πλούτωνα κι ανέβηκε στον Απάνω κόσμο, με τη μητέρα της τη Δήμητρα να συναντηθεί. Αν δεν είχε φάει ρόδι θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Δε θα ξαναγύριζε στα σκοτάδια του Πλούτωνα αργότερα κι εμείς θα πορευόμασταν αλλιώς. Συνέπεια του ερχομού της, της χαράς της μητέρας της, που γιορταζόταν από κοινού με την κόρη στα Ελευσίνια μυστήρια, είναι η φύση να αναγεννηθεί. Η ίδια φύση που λατρευόταν και στη μινωική θρησκεία. Ανεπηρέαστη από τα ανθρώπινα προβλήματα, τους κάθε λογής περιορισμούς, σε μια δική της νομοτέλεια υπακούοντας, φτιάχνει τα δικά της κοσμήματα, φύλλα και άνθη και στολίζει τη γη. Παίρνει τα πινέλα της και βάφει πράσινο τον πίνακα του κόσμου , παίρνει χρώματα και αρώματα και σκορπίζει σε κάμπους, αυλές, παρτέρια, κήπους. Παίρνει φως από τον ήλιο και τις κόρες του τις Ηλιάδες , πριν θρηνήσουν το Φαέθοντα και γίνουν ιτιές και φωτίζει μεροληπτικά παιδικά χαμογελαστά προσωπάκια, όποιον διατηρεί ένα ψήγμα αισιοδοξίας στο καμίνι της ζωής, όποιον ζωγραφίζει ουράνια τόξα σε συννεφιασμένους ουρανούς. Με άσπρα και ροζ φορέματα ντυμένες, οι νυφούλες αμυγδαλιές κάνουν στην θεά του γάμου, την Ήρα, σπονδή. Άνθισαν και φέτος οι αμυγδαλιές στη Λογοτεχνία της φύσης, της ζωής. Μα και στον πίνακα του βαν Γκογκ. Σαν τις κερασιές του Μενέλαου Λουντέμη. Προσδοκώντας να σαγηνεύσουν τα δικά μας μάτια, να ξεκουράσουν τις ψυχές μας, να ντύσουν ρομαντικά αισθήματα, όμορφους περιπάτους, όνειρα. Κρατάνε τις Θερμοπύλες του Καβάφη, της φύσης, μπας και βγούμε από τον πόλεμο τον ιατρικό, το ναρκοπέδιο των ροζ σκανδάλων. Που ακόμα και τον όμορφο πίνακα της Αφροδίτης λέρωσαν. Το νιώθουν οι αμυγδαλιές πως έχουμε την ανάγκη τους. Όπως έχουμε την ανάγκη της ποίησης, της ανθοφορίας του λόγου.
Αυτή την ανάγκη είχε αντιληφθεί ο Γεώργιος Σεφέρης σε μια άλλη εποχή και θέλησε να την διατρανώσει ως τα πέρατα της γης με την ομιλία του στη Στοκχόλμη, το Δεκέμβριο του 1963. Όταν ευχαριστούσε απολογούμενος στην αγγλική για την τιμή που του απέδωσαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για την ποίηση του την ελληνική. Είπε: «Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία , τη χρειάζεται την ποίηση . Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα-και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε;» Ήταν και τότε ο κόσμος τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία… Η Ελλάδα έβγαινε από τη λαίλαπα δυο πολέμων, ενός δεύτερου Παγκόσμιου κι ενός εμφυλίου παγκοσμίας αιδούς. Κομπολόι ολόκληρο αποτελούσαν οι πολεμικές συρράξεις του προηγούμενου αιώνα, μα και οι επαναστάσεις του προ-προηγούμενου, που μάταια περιμένουν φέτος να τιμηθούν επάξια, με την επέτειο των διακοσίων χρόνων εκκίνησης. Κι ο Τούρκος σήμερα, δεν είναι ο βίαιος κατακτητής της τουρκοκρατίας ή ο μέσα Τούρκος του Καζαντζάκη, μα ένας ιός. Που κήρυξε «ιερό» πόλεμο στις ζωές μας. Έναν ανόσιο κι επίμονο ιερό πόλεμο που δεν έχει τελειωμό, καθώς ο Τούρκος μεταμφιέζεται κάθε φορά, καθώς εμφανίζει συνεχώς μεταλλάξεις, νέα κεφάλια σαν τη Λερναία Ύδρα. Κι εμείς δυστυχώς δεν είμαστε Ηρακλήδες. Μπορούμε όμως να ανατρέξουμε στην ποίηση και να αντλήσουμε ψυχική ανάταση ως έθνος απ’ αυτή. Από την ποίηση που έδωσε το δεύτερο ελληνικό Νόμπελ το 1979 σε ένα άλλο Λογοτέχνη μας, αυτόν που ύμνησε τον ήλιο μας και το Αιγαίο, που μας έδωσε μια επίκαιρη όσο ποτέ, λόγω εποχής και μεγάλων δυσκολιών, προτροπή:
«Να την αγαπάς την Άνοιξη.
Όχι μόνο για τα όμορφα και τα ανάλαφρα ρούχα που φοράς.
Μήτε για τους καταγάλανους ουρανούς που σου δωρίζει.
Αλλά για την Αναγέννηση που σε κάνει να ζεις.
Εκείνον τον γλυκό αέρα που δροσίζει την ψυχή σου.
Και εκείνον τον ήλιο που σου χαρίζει ζεστασιά.
Και μην στεναχωριέσαι αν ξαφνικά χαθεί ή απλά δεν σου έρθει.
Διότι, την Άνοιξη αν δεν την βρεις, την φτιάχνεις.
Ναι την φτιάχνεις.
Με εκείνο το άρωμα της αθάνατης ελπίδας.
Και με εκείνη την πίστη που θα σε κάνει να μη φοβηθείς.»
Οδυσσέας Ελύτης
“Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.»
Κική Δημουλά
(Πίνακας Σάντρο Μποτιτσέλλι: Η Αλληγορία της Άνοιξης
Πίνακας Βίνσεντ Βαν Γκόγκ: Άνθη αμυγδαλιάς)