ΑΠΟΨΕΙΣ

Τι να ψηφίσουμε;

Τα sos των εξετάσεων που σε λίγο καιρό όλοι θα δώσουμε...

Τι να ψηφίσουμε;

Η πολιτική στάση πηγάζει από την ιδεολογία.  Τον τρόπο δηλαδή που βλέπουμε τα πράγματα και πως θα πρέπει να εξελιχθούν. Σε πιο απλοϊκή προσέγγιση, η ιδεολογία αντικαθίσταται από το αφήγημα. Μια ιστορία δηλαδή για το πως φτάσαμε εδώ και που πρέπει να στραφούμε. Με την εμπειρία αρκετών δεκαετιών, βλέπει κανείς την πολιτική (και) ως μια εξελικτική διαδικασία. 

Μια διαδικασία δηλαδή με την οποία, από τις πολλές, μεγάλες και μικρές αποφάσεις οι κοινωνίες αλλάζουν. Η ένταξη στην (τότε) ΕΟΚ, αργότερα στην ευρωζώνη, το οικογενειακό δίκαιο σε μια άλλη περιοχή της κοινωνικής ζωής, η εκτεταμένη μετανάστευση από γειτονικές χώρες, οι ολυμπιακοί αγώνες, χρηματιστήριο, αγορά του αιώνα, πως διαχειριστήκαμε ως χώρα τα ευρωπαϊκά κονδύλια, πόσες επιλογές έχουν δημιουργήσει το περιβάλλον που τώρα ζούμε.  Σπάνια κοιτάμε πίσω να κρίνουμε τις επιλογές μας και να εντοπίσουμε λάθη στο σχέδιο ή την εκτέλεση. 

Η ιδεολογία κινείται πάνω σε μια βασική αντίληψη: είναι τα υλικά πράγματα πάνω στα οποία δομείται η πραγματικότητα ή είναι οι ιδέες, ο ηθικός (ή θρησκευτικός) κώδικας που παράγει τις κοινωνίες; Με ένα περίεργο τρόπο και οι δύο απόψεις έχουν βάση. Όταν στο Τέξας, προσπάθησαν να βγάλουν νερό από πηγάδια, ο τόπος αποδείχτηκε καταραμένος, γιατί το νερό ήταν βρώμικο και το χώμα ακατάλληλο. Όταν όμως αυτό το μαύρο υγρό έγινε καύσιμο και πηγή ενέργειας, ο τόπος πλούτισε. Συνεπώς τα ουσιαστικά δεδομένα βρίσκονται στις υλικές σταθερές, το κλίμα, την παραγωγικότητα του εδάφους. Από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι αποφασίζουμε πάνω σε αυτό που πιστεύουμε ως πραγματικό, δημιουργούμε με αυτό τον τρόπο, την υλική πραγματικότητα.

Εξ’ άλλου, ακόμα σήμερα, κράτη – τώρα τα λέμε θεοκρατικά – λειτουργούν πάνω σε θρησκείες. Να μην ξεχνάμε φυσικά, πόσο πρόσφατα είχαμε, στα πιο εξελιγμένα κράτη, ελέω θεού μοναρχίες, πολέμους θρησκευτικούς. Σε αντιστοιχία με αυτό το διαχωρισμό, μπορούμε να παρατηρούμε τις κοινωνίες σε δύο ροές εξελίξεων: την υλική πραγματικότητα (αριθμητικά και ποιοτικά δεδομένα) και την ροή των ιδεών, τις κοινωνικές αντιλήψεις. (πολιτισμικά χαρακτηριστικά, νοοτροπίες, αξιακό σύστημα των πολιτών).

Τις δεκαετίες ’60 & ’70, η Ελλάδα ήταν μια φτωχή αγροτική χώρα. Αγωνιζόταν να αναπτύξει βιομηχανία, πάνω στις πληγές πολέμου και εμφύλιου, με την αιμορραγία της μετανάστευσης – στα ξένα ή εσωτερικά – να αυξήσει την ευημερία, πληρώνοντας συνεχώς φόρο υποτέλειας στις γεωπολιτικές πραγματικότητες της εποχής. Στις ιδέες, εκτός από την αυταρχική, αντικομμουνιστική, συνθήκη (με ενεργό το πιστοποιητικό φρονημάτων), η χώρα ήταν ομογενής θρησκευτικά, οι λέξεις φιλότιμο, μεράκι, ντομπροσύνη, ήταν ψηλά στο αξιακό σύστημα, θέλαμε να είναι ο «λόγος συμβόλαιο», έστω και αν η φτώχεια οδηγούσε σε τρόπους επιβίωσης που βλέπουμε στις ταινίες της εποχής ή τα «παλιόπαιδα τα ατίθασα» του Τσιφόρου. Τι έγινε, από πολιτική άποψη, αυτές τις δεκαετίες; Η δολοφονία Λαμπράκη, η πολιτική εκτροπή του 65, ο «ανένδοτος αγώνας» για τη δημοκρατία, του Γεωργίου Παπανδρέου και η Χούντα. 

Η μεταπολίτευση, το 1974, αλλάζει σελίδα και οι εξελίξεις επιταχύνονται. Ο ευρωπαϊκός δρόμος συγκινεί, με την βοήθεια και των σχετικών κονδυλίων. Η χώρα προσδοκά για το καλύτερο, χωρίς να αντιλαμβάνεται τη σημασία, - πως θα μπορούσε άλλωστε; - αυτής της ένταξης. Είδαμε το τυρί, την ευρωπαϊκή βοήθεια (πολύ σημαντική, μεγάλη, με ευρωπαϊκά – όχι ελληνικά μέτρα) αλλά όχι την επακόλουθη (απαραίτητη;) προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας σε συμπληρωματική των ευρωπαϊκών οικονομιών. Το 1981 αλλάζουμε πάλι ταχύτητα. Με τον Ευρωπαϊκό αέρα, ξεκινά μια αποσυμπίεση των κοινωνικών αιτημάτων: η χώρα ξεπερνά ουσιαστικά τον εμφύλιο, δημοκρατικές αρχές και, ναι, ο «Σοσιαλισμός» δεν είναι πια μια λέξη που πρέπει να λες ψιθυριστά. Το οικονομικό μοντέλο γίνεται Κευνσιανό, αυξάνει απότομα η εισοδηματική τάξη των Ελλήνων. Αναζητούμε τον πολιτισμό, μια δημιουργία αξίας, όνειρα γενεών. Η εισοδηματική άνοδος όμως είναι ετερόρρυθμη. Κάποιοι προχωρούν με τη δουλειά τους, κάποιοι άλλοι μέσα από το κομματικό ασανσέρ, κάποιοι μέσω φίλων και κάποιοι μέσα στα κενά της κοινωνικής μετάβασης.

Η περίοδος από το 1984 («Τσοβόλα δώστα όλα») μέχρι το 1999 (χρηματιστηριακή αναδιανομή πλούτου), συμπυκνώνει ανακατατάξεις – άλλες χώρες χρειάστηκαν πολύ περισσότερο χρόνο για αυτές. Στο υλικό πεδίο, οι εισροές από την ΕΕ, ο δανεισμός, η γενναία και απότομη αύξηση του εισοδήματος των εργαζόμενων, οδήγησαν στο σχηματισμό μιας νέας μεσαίας τάξης που ανακύκλωνε αυτούς τους πόρους μέσω επενδύσεων στην επιχείρηση τους ή την κτηματαγορά και τα ακίνητα. Το επεισόδιο του χρηματιστηρίου ήρθε να διδάξει απότομα πως ο καπιταλισμός δεν είναι για όλους. Όλος αυτός ο αέρας που διαχύθηκε σε ευρύτερα στρώματα δημιουργώντας τόσες ψευδαισθήσεις, εξανεμίσθηκε σε λίγους μήνες. Στο πεδίο των ιδεών, υποχώρησαν οι παραδοσιακές αξίες. Όχι μόνο η θρησκεία αλλά και η εργατικότητα, η συνέπεια, η προσοχή, υποχώρησαν δίνοντας τη θέση τους στο καιροσκοπισμό, την εύνοια της τύχης (ή καλύτερα των ισχυρών φίλων). Κάποιοι από τους προπαγανδιστές της αλλαγής αυτής ισχυρίζονται (ακόμα!) πως μας «ξεβλάχεψαν», μας έμαθαν το αφτερ σειβ, τα λουλούδια στα μπουζούκια. Το όλο νεωτερικό αυτής της εποχής συμπυκνώθηκε στο σλογκαν «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάρτης». Οχετοί ξεχύνονταν από τα κανάλια για να αφήσουμε πίσω τον καλύτερο μας εαυτό. «χαμογέλα ρε ! τι σου ζητάνε». Φυσικά το εγχείρημα πέτυχε. Είχε συμβεί και σε άλλους λαούς πιο πριν, συνέβαινε και σε άλλες κοινωνίες, οι εξελίξεις είχαν την δική τους «αλληλουχία των κρυφών νοημάτων». 

Η επόμενη μεγάλη ιδέα ήταν οι αγώνες. Νέα δάνεια, εργολάβοι σε οίστρο. Και …το ευρώ! Σούπερ ουάου! Η Ελλάδα στο κλαμπ των ισχυρών! Δώστου δάνεια, δώστου νέο αέρα. Οι κασσάνδρες που φώναζαν προσέξτε, κάτι δεν πάει καλά (ισοζύγιο συναλλαγών νομίζω το λένε) χαρακτηριζόταν ‘γκρινιάρηδες’, συντηρητικοί, απαισιόδοξοι. Και πάλι δεν είδαμε τη φάκα. Και ήταν σκληρή αυτή τη φορά. Ο Σιμίτης, πέρασε ένα μέρος του δημόσιου χρέους σε ένα χρεώγραφο της Goldman Sachs με λήξη το 2010. Έτσι μπήκαμε – με νόθα στοιχεία χρέους – στο Ευρώ, έτσι υπογράψαμε την προγραμματισμένη χρεοκοπία. 

Στο υλικό πεδίο, οι νέες δυνατότητες ιδιωτικού και δημόσιου δανεισμού φέρνουν χρήματα στην οικονομία, χρήματα που όμως δεν έγιναν παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα που ήταν πια γυμνή από κάθε αμυντικό οικονομικό όπλο: ούτε δασμοί, ούτε υποτίμηση του νομίσματος μπορούσαν να φέρουν σε ισορροπία την χαμηλή παραγωγικότητα της ντόπιας παραγωγής στις συνθήκες άγριου ανταγωνισμού. Το μέγεθος μετράει και η Ελλάδα είναι χώρα των μικρών μεγεθών. (αυτό την κάνει ανθρώπινη και σημαντική). Οι Έλληνες κινούνται σε ένα μανιοκαταθλιπτικό ρυθμό: μεγαλεία με τους αγώνες (πόσο αλήθεια περήφανοι νοιώσαμε ακόμα και οι επικριτές), με τον γρήγορο πλουτισμό των δανείων, φτωχές και δυσοίωνες προοπτικές των στοιχείων: χρέος, ισοζύγιο συναλλαγών, ανταγωνιστικότητα, απασχόληση. 

Το 2010 ήταν η χρονιά της πτώσης. Ο επίγονος των Παπανδρέου ανέλαβε το θλιβερό έργο. ΔΝΤ, μνημόνια, η χώρα σε επιτροπεία. Τα είχε πει και ο Καβάφης. Συρρίκνωση του εισοδήματος αντίστοιχη με πόλεμο. Και ήταν πράγματι ένας πόλεμος: το μνημόνιο, που ο κόσμος βίωσε κυρίως μέσω των περικοπών ήταν η βίαιη επιβολή του οικονομικού μοντέλου που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. Αυτό το ίδιο μοντέλο, με τις τοπικές ιδιομορφίες εφαρμόστηκε από την Χιλή του Πινοτσέτ μέχρι τη Βρετανία της Θάτσερ. Οι κοινωνίες της δύσης «οφείλουν» να προσαρμοστούν σε συγκεκριμένη δομή οικονομικών συμφερόντων. Η μία όψη αυτών των μετασχηματισμών είναι η απαλλαγή των φραγμών της οικονομίας από δεσμεύσεις, η αποθέωση της λεγόμενης αγοράς. Η άλλη όψη αυτής της απελευθέρωσης των αγορών είναι η υποταγή των πολιτών, η λιτότητα. 

Ο ιστορικός κόμβος αυτής της περιόδου είναι το 2015. Γιατί τα πρώτα μνημόνια υπογράφτηκαν από πολιτικούς που συμφωνούσαν με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις – ήθελαν μόνο να αποφύγουν το πολιτικό κόστος. Το 2015 όμως, ένας νέος πολιτικός αναλαμβάνει τα αντιταχθεί. Συνασπίζεται τότε όλο το σύμπαν των οικονομικών δολοφόνων: από την ντόπια διαπλοκή (ακόμα και ο νεότερος Καραμανλής την είχε κατονομάσει έτσι, μαζί με τον αρχιερέα της), μέχρι τον οικονομικό χωροφύλακα, το ΔΝΤ και τα ευρωπαϊκά αντίστοιχα. Σε μια ύστατη κίνηση, της de facto αδύναμης αριστεράς, οι πολίτες – με κλειστές τράπεζες εκφράζουν την αντίθεση τους στην οικονομική υποδούλωση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά, δεν έχουν όμως συζητηθεί σωστά. Ούτε είναι ο χώρος και χρόνος κατάλληλος για αυτή τη συζήτηση. Μόνο τούτο: καμιά συζήτηση δεν έχει νόημα χωρίς αναφορά σε αυτό που λέγεται «συσχετισμός δύναμης». Παρτίδα δεν κερδίζεται με πιόνια απέναντι σε βασίλισσες και πύργους. Υπογράφεται λοιπόν το 3ο μνημόνιο και μια κυβέρνηση αντιπαλεύει με τον εαυτό της για «να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται». Υλοποιεί τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που υπαγορεύονται από τους δανειστές, προσπαθώντας να γλυτώσει τα χειρότερα. Κάπου τα καταφέρνει (διατηρεί το ΕΣΥ, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης), κάπου όχι. Απομυζά πόρους (δηλαδή φόρους) απ’ όπου μπορεί, για να στηρίξει αυτούς που δεν έχουν καθόλου πόρους. 

Φτάνουμε λοιπόν στην πρόσφατη τετραετία του Κ. Μητσοτάκη. Οι οικονομικές διεργασίες αυτής της τετραετίας χαρακτηρίστηκαν από την σχεδιασμένη και ταχεία εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων συνταγών σε μια κοινωνία κατεστραμμένη από μια δεκαετία λιτότητας. Η περίοδος του covid-19 επέτρεψε την διακυβέρνηση με διατάγματα σε μια κοινωνία κλεισμένη σπίτι της. Εκεί άνθισαν οι απ’ ευθείας αναθέσεις, ο εγκλεισμός και η απομόνωση, η διασπορά των ευθυνών στα θύματα. Το ΕΣΥ απαξιώνεται συστηματικά (με χειροκροτήματα δεν έρχονται οι γιατροί), γιατί πρέπει να δημιουργηθεί χώρος για την ιδιωτική υγεία. Αντίστοιχα δημιουργείται χώρος για την ιδιωτική παιδεία, τα ιδιωτικά μουσεία, το ιδιωτικό νερό. Οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι πλουτίζουν με ουρανοκατέβατα κέρδη. Είναι αλήθεια ότι το δυστύχημα στα Τέμπη είναι προϊόν χρόνιας παθογένειας. Η παθογένεια αυτή έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: από το ρουσφέτι διορισμού, την εσκεμμένη άγνοια, υπήρξαν δεκάδες θεσμικές προειδοποιήσεις (από την παραίτηση του υπεύθυνου ασφάλειας, μέχρι τα εξώδικα των συνδικαλιστών), την οργανωμένη υποβάθμιση του σιδηροδρόμου, την ιδιωτικοποίηση, τα δώρα των συμβάσεων…

Έτσι λοιπόν, φτάνουμε στο ερώτημα του τίτλου. Πως θα μετασχηματιστεί η κοινωνία σε ενδεχόμενη διακυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη και πως σε ενδεχόμενη διακυβέρνηση Τσίπρα. Ο τωρινός πρωθυπουργός δεν έχει κρύψει την ατζέντα του. Ποτέ δεν έκρυψε την συμπάθεια του για τους μεγάλους ομίλους, την αντίληψη για φτηνό εργατικό δυναμικό, την πλήρη υποτέλεια στο διεθνή παράγοντα. Ούτε ακόμα την σκέψη για μοίρασμα του Αιγαίου – η Ντόρα το είπε πολύ πρόσφατα. Οι «εξαγωγές πάνε τραίνο» μας είπε χωρίς να βλέπει ότι το έλλειμα στο ισοζύγιο πληρωμών έχει πιάσει ταβάνι. Μια νέα τετραετία της δεξιάς θα επεκτείνει σε καθημερινότητα αυτό που γίνεται στα δάνεια: οι πολίτες θα βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα μηχανισμό servicers. Ήδη αυτό έχει ξεκινήσει, δεν αγοράζετε σύνδεση τηλεφώνου σε μαγαζί με υπάλληλο, παρεμβαίνει η εταιρεία από το τηλέφωνο. Το ίδιο στις τράπεζες, πρέπει να κλείσετε ραντεβού. Ακόμα και τα μεγάλα μαγαζιά έχουν το τηλεφωνικό κέντρο στην Αθήνα και δεν έχεις επαφή τοπικά. Για τα εθνικά θέματα ας μην το συζητάμε. Σε ένα κόσμο που αλλάζει δεν είναι σοφή επιλογή η απομάκρυνση από ιστορικούς εθνικούς φίλους.  Έτσι θα κινηθούμε σε μια ενδεχόμενη νέα διακυβέρνηση Μητσοτάκη.

Έχουμε άραγε πολλά να περιμένουμε από μια διακυβέρνηση Τσίπρα; Πραγματιστικά μιλώντας ο πολίτης πρέπει να δει πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα μικρό κόμμα. Δεν έχει (τουλάχιστον ακόμα) δεσμούς με μεγάλα συμφέροντα. Ακόμα, απέναντί του βρίσκεται ένα τεράστιο σώμα διαπλοκής των ΜΜΕ που κριτικάρει την κάθε κίνηση, την κάθε θέση και πράξη του. Θα είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να κινηθεί αντιθεσμικά, θα είναι λοιπόν μονόδρομος η θεσμική πορεία, ο εξορθολογισμός στις διοικητικές αποφάσεις, η ισχυροποίηση του κρατικού μηχανισμού. Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαίο να υπάρχει κράτος (προγραμματισμός – έλεγχος), γιατί δεν έχει στην πραγματικότητα κομματικό μηχανισμό (πρασινοφρουρούς τους έλεγαν κάποτε, τέως Δαπίτες τώρα). Στην οικονομία, μια αριστερόστροφη κυβέρνηση (αριστερόστροφη σημαίνει ότι κοιτάει προς τα εκεί, όχι ότι βρίσκεται εκεί), θα κινηθεί προσπαθώντας να δημιουργήσει ενεργό ζήτηση (δηλαδή λεφτά στους πολλούς που θα ξαναγυρίζουν σε δαπάνες ζωής), να στηρίξει την μικρή επιχειρηματικότητα (που είναι στην πραγματικότητα ο κορμός των επιχειρήσεων της μικρής μας πατρίδας, και, «γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε» είναι ο ελληνικός τρόπος αύξησης της παραγωγικότητας. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις εξαγοράζουν την ατομική τους ελευθερία από την εξαρτημένη εργασία με πολύ περισσότερη εργασία από ένα μισθωτό. Προσαρμόζονται, παίρνουν ρίσκα, αντέχουν, σε ένα περιβάλλον καθόλου φιλικό τόσα πολλά χρόνια.)

Είναι αρκετή μια διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να ανασυνταχθούμε ως κράτος; Όχι. Χρειάζονται να γίνουν πολλά και από τους πολίτες. Χρειάζεται και η σωστή εργασία σε κάθε πόστο και η απαίτηση για σωστή εργασία όλων των άλλων. Χρειάζεται η επιστροφή της πολιτικής σκέψης στην καθημερινότητα, η ενεργοποίηση των πολιτών. Πριν από αυτό χρειάζεται να κατανοήσουν οι πολίτες τις πραγματικότητες, ανάγκες και κινδύνους της σημερινής ζωής από την τεχνολογία μέχρι την γεωπολιτική. Occupy Science.

 

*Δημήτρης Πουλής

Συνταξιούχος εκπαιδευτικός ΤΕΙ μηχανικός.


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση