ΑΠΟΨΕΙΣ
Θανάση μας
Στα ξαφνικά μας φεύγουμε. Κι εκείνο μας που μένει, δεν είναι ό,τι απέμεινε. Μα αυτό που περιμένει.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Όταν ζει κάποιος που τον έχουμε ξεχωρίσει, είναι ο άλλος. Όταν πεθαίνει, είναι ο εαυτός μας.
Σιώπησα πολύ καιρό, γιατί ακόμα δεν πιστεύω ότι χάθηκε τόσο ξαφνικά και ιδίως τόσο αναίτια. Δεν μ’ ενδιαφέρει πόσος καιρός πέρασε από τότε που έφυγε ο Θανάσης Γραμμέλης. Τα σαραντάμερα, οι μήνες και τα χρόνια, είναι για μας που μετράμε ακόμα, εκείνος δεν τα σκέφτεται πιά. Ακίνητος, μέσα εκεί που τον έχουν βάλει, μετράνε γι’ αυτόν τα σύννεφα που περνάνε από πάνω του, οι μέρες και οι νύχτες με τους ήλιους που τον καίνε και τα φεγγάρια που τον παγώνουνε. Κι όμως είναι ο φίλος μου ο Θανάσης. Όχι τόσο ο συνονόματός μου, όσο ο φίλος μου. Που μου έδινε μια μοναδική χαρά και τιμή να βρισκόμασταν, όποτε κατέβαινα από την Αθήνα στην Κρήτη. Τώρα δεν θα την έχω πιά. Γιατί μου είπαν ότι ο Θανάσης Γραμμέλης δεν μένει πιά εδώ. Δεν κατοικεί πλέον στην οδό Ίδης, ούτε παρουσιάζεται στην «Ανατολή» με τα γραψίματά του, ούτε τον βλέπουνε στην αίθουσα του σκακιού (εκεί που, ήθελε δεν ήθελε, σκεφτόταν - και ο δήθεν αντίπαλος τον υποχρέωνε να το απολαμβάνει) ούτε στους χώρους των εκθέσεων όπου παρουσίαζε, με τη συμμετοχή του, τη σπουδαία τέχνη του σαν ζωγράφος αλλά κυρίως σαν
γραφίστας, ούτε στις καφετέριες που πήγαινε για να πιεί τον καφέ του. Δεν θα είναι πουθενά πιά ο φίλος μου. Και το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρει ο ίδιος πού είναι. Από τον ύπνο πέρασε στον θάνατό του χωρίς να το μάθει ποτέ, γιατί συνηθίζουμε να λέμε ότι αυτός είναι ο τρόπος που πεθαίνουν οι δίκαιοι. Να μην υποφέρουν πριν χάσουν την τελευταία τους πνοή. Μα εγώ αντιτάσσω αυτό που είχε πει ο Λόρδος Βύρων: «Και ο πόνος είναι δεκτός, αν μου θυμίζει ότι ζω ακόμα». Η ζωή, αυτή η εμπειρία τέλος πάντων, η μοναδικότητα της μοναδικότητάς μας, δεν ξεμπερδεύει με ψαλμωδίες δικιές μας και με λόγια παρηγοριάς δικά μας. Ούτε με αυτήν εδώ την αναφορά μου σ’ αυτόν. Ο Θανάσης μας έφυγε. Ένα κομμάτι του εαυτού μας έφυγε μαζί του. Ή μάλλον εμείς φύγαμε με αυτόν και δεν το ξέρουμε. Βολευόμαστε στα υπόλοιπα κομμάτια μας, συνεχίζουμε, ξεχνάμε, αλλά η ζωή μας δεν είναι ίδια, γιατί λείπουν άνθρωποι σαν αυτόν που μας κάνανε να την νομίζουμε αλλιώτικη, και γι’ αυτό σπουδαία. Αλλά και μόνο που μας κάνανε να την νομίζουμε, ήτανε σπουδαίοι.
Ε, ο Θανάσης Γραμμέλης ήταν ένας απ’ αυτούς. Ναι, αυτός που έβαζε κι έβγαζε τα γυαλιά του, ο σχεδόν φαλακρός αφού τα άσπρα μαλλιά του ήταν τόσο κοντά, που πλήρωνε τον κουρέα του λέγοντάς του με το έμφυτο χιούμορ του «Κάνε πως κόβεις!» κι εκείνος, μην έχοντας κάτι να κόψει, ψαλίδιζε στον αέρα. Ναι, αυτός που φαινόταν ένα δειλό αποτραβηγμένο ανθρωπάκι και ήταν ο στυλοβάτης τόσων και τόσων πραγμάτων στη ζωή των άλλων. Είχα σκοπό τον τίτλο στην αναφορά μου για τον φίλο μου, να τον πω όπως μου βγήκε αυθόρμητα «Θανάση μου». Αλλά μετά, σκέφτηκα σε πόσους άλλους ανήκε, κι έτσι άλλαξα τον τίτλο σε «Θανάση μας».
Τελικά έφυγε «ιστορικά» όπως ήθελε, σαν τον Ηλία Κοζύρη, σαν τον Μίκη Θεοδωράκη, στην επέτειο των διακοσίων χρόνων από το 21, όσο κι αν λένε ότι αυτό δεν είναι τίποτα. Αυτός, μελετώντας Ιστορία, ήξερε ότι είναι. Και βάζω το παράδειγμα «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η Δόξα μονάχη, μελετάει τα λαμπρά παλικάρια» έλεγε ο Σολωμός. Κανείς δεν αναρωτήθηκε τί σχέση έχει η Δόξα με τον θάνατο και με την καταστροφή. Ο Θανάσης ήξερε, χωρίς να αναλύει ποιήματα. Ήξερε, γιατί διάβαζε Ιστορία. Αυτήν που πιο πολύ δεν έχει κατορθώματα και ηρωικές πράξεις, αλλά έχει καταγραφή γεγονότων. Αυτή είναι η δόξα της. Κάτι, που να μένει καταγεγραμμένο στην Ιστορία. Κι η ταπεινή του παρουσία έγραψε κι αυτή Ιστορία. Γιατί ξεχώρισε, σε διάφορες στιγμές της, από τις δικές μας ζωές.
Όπως τραγουδούσε κι εκείνος που έφυγε χρονικά κοντά του «Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός», «ήταν καλός και ευγενικός» μου είπε για τον Θανάση ο αδελφός μου Χρήστος, που τον γνώρισε μονάχα σε μια εκδήλωση, που την κάνανε από κοινού για τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Επίκουρο..
Πήγαινε κι έβρισκε λεπτομέρειες και αφανή πρόσωπα της Ιστορίας και τα έβαζε, σαν τίτλους, σε τουρνουά σκάκι, για να τα μάθουν οι πολλοί. Είπα αφανή πρόσωπα. Κι ένας πραγματικά αφανής - φάντασμα ή ταξιδευτής του χρόνου όπως τον έλεγε ο ίδιος ο Θανάσης - που ο Ηρόδοτος τον ονόμασε Εχετλαίο, παρουσιάστηκε ξαφνικά στη Μάχη του Μαραθώνα και σκότωνε Πέρσες με μια απλή λαβή αρότρου που κρατούσε στο χέρι - που στα αρχαία ελληνικά λέγεται εχέτλη. Προφανώς, κατά τον Θανάση Γραμμέλη, ήταν ακτινοπίστολο και αυτή η ξαφνική παρουσία είχε έρθει από άλλη χρονοδιάσταση. Τον Εχετλαίο της Μάχης του Μαραθώνα τον είχε παρουσιάσει στη Λίμνη του Αγίου Νικολάου το 2010 με τον Φιλιστορικό Σύλλογό του ο Θανάσης (490 π.Χ. + 2010 μ.Χ.=2.500 χρόνια μετά) και τον συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Περί Φασμάτων» που περιμένουμε να βγει, τώρα, που και ο ίδιος έχει περάσει σ’ αυτό το μέρος.
Κι εδώ, στην αναφορά μου «Θανάση μας» την πρώτη θέση έχει η οικογένειά του. Σκέφτομαι τη γυναίκα του την Τίνα, τον γιο του τον Δημήτρη, την κόρη του την Λαμπρινή και τον γαμπρό του τον Χαράλαμπο που του χάρισαν τη χαρά του παππού, δίνοντάς του για φροντίδα δυο εγγονάκια. Σκέφτομαι τις αδελφές του, που μαζί με τους γονείς τους ο Θανάσης Γραμμέλης άφησε πίσω την ζωή τους στην Αφρική - αλλά ποτέ την ίδια, γιατί συχνά έστελνε βιβλία εκεί για τα ελληνικά της σχολεία.
Ο Δροσίνης κάπου έγραφε: «Ω χαρά μας! Τον Χειμώνα θα προσμένουμε, | δίχως πάγους και χιονιές να φοβηθούμε. | Της ζωής μας το στερνό ταξίδι κάναμε και την Άνοιξη άλλων τόπων δεν ποθούμε». Ο Θανάσης έφερε τον χειμώνα της ζωής μου νωρίτερα, μέσα στο καλοκαίρι. Ήταν ο φίλος - τί λέω! ο αδελφός! - που είχαμε κάτι να πούμε και πάνω σ’ αυτό να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε, αλλά στο μεταξύ να έχουμε επικοινωνήσει. Κι αυτό το χαιρόμασταν.
Για προμετωπίδα, πιο πάνω όπως είδατε, έχω βάλει ένα τετράστιχο παλιό δικό μου, που, μάλιστα, του το είχα πει. Το ξαναλέω εδώ επίτηδες γιατί δεν θέλω να του ψάλλω δυό θρηνητικά μου λόγια και μετά να πάω για άλλα. Δεν ήταν για τέτοια ο Θανάσης - και δεν είμαι έτσι κι εγώ. Ο καλύτερος τρόπος για να προλάβουμε τη ζωή, που τώρα μόλις αυτός την έχασε, είναι να του κάνουμε αυτά που ο ίδιος περίμενε να γίνουν. Το ξαναλέω, λοιπόν, το τετράστιχό μου: «Στα ξαφνικά μας φεύγουμε. | Κι εκείνο μας που μένει, | δεν είναι ό,τι απέμεινε. | Μα αυτό που περιμένει».
Εσύ, Δήμε Αγίου Νικολάου, που τόσα χρόνια (μια ολόκληρη ζωή) ήτανε υπάλληλός σου στο Λογιστήριο και ιδίως στον τομέα των εκδηλώσεών σου και στο πρακτικό κομμάτι τους της έγκρισης της πληρωμής - τοποθετημένος όμως σε έναν χώρο που αγαπούσε, μέσα στην Κουνδούρεια Βιβλιοθήκη, τριγυρισμένος από όλα εκείνα, τα μαγικά γι’ αυτόν, που λέγονταν βιβλία, επαναλαμβάνω, εσύ Δήμε του Αγίου Νικολάου, μέσω του Πολιτιστικού σου Οργανισμού (ΠΑΟΔΑΝ) μπες τώρα στον οικονομικό κόπο και σε αυτό που λέμε «τιμής ένεκεν» και βγάλε του «Τα Οδωνύμια του Αγίου Νικολάου», ένα πόνημα Ιστορίας, με αφορμή τα ονόματα των δρόμων της πρωτεύουσας του Νομού Λασιθίου. Υπάρχουν στο έργο του Θανάση Γραμμέλη για κάθε ονοματοδοσία μια ολόκληρη σελίδα με άγνωστες λεπτομέρειες - που του άρεσε να τις αναφέρει για να αιφνιδιάζουν. Η Οδός Ρούσου Καπετανάκη εκεί μέσα, συνδυάζεται με την Οδό Γεωργίου Πάγκαλου και την Οδό Ιωάννου Σακκά. Ποιοί είναι αυτοί κι άλλοι παρόμοιοι από την Ιστορία του Τόπου μας, τα λέει αυτό το βιβλίο.
Σ’ ένα άλλο βιβλίο του, αυτό των αγαλμάτων αλλά κι εκείνων με τα ηρώα του Νομού Λασιθίου, έκανε τον εξής συνδυασμό: Φωτογράφισή τους με τη δικιά του μηχανή απ’ όλες τις μεριές για να διαλέγει την καλύτερη, συνοδευμένη με στίχους εμπνευσμένους απ’ αυτά τα γλυπτά, καθώς και πληροφορίες για τους δημιουργούς τους, που αποδείχτηκε το πιο δύσκολο, γιατί πολλοί από τους γλύπτες έχουν πεθάνει ή δεν υπήρχε κάποιο βιογραφικό τους. Αρκετές ήταν οι φορές που πήγαμε μαζί να συναντήσουμε κάποιους δημιουργούς των μαρμάρινων ή των μεταλλικών μορφών. Ή ξέθαβε ένα βιβλίο, ξεχασμένο στα πιο απίθανα μέρη, για να βρει ή για να συγκρίνει κάποια βιογραφική λεπτομέρεια που ήταν ήδη στα υπ’ όψη του.
Καλώ την Περιφέρεια Κρήτης να φροντίσει την έκδοση αυτού του πονήματος του Θανάση Γραμμέλη, για να αποτίσει φόρο τιμής όχι τόσο στον ίδιο, όσο στους άγνωστους σε μας - αλλά όχι αφανείς χάρη στα ηρώα τους και στις προτομές τους που ανήκουν στο έδαφος της Ανατολικής Κρήτης.
Πρέπει εδώ να αναφέρω ότι υπάρχει κι ένα τρίτο βιβλίο «Περί Φασμάτων» της αρχαιότητας και των μεταγενεστέρων χρόνων (Βυζάντιο κλπ) που θα βγει, όπου να ’ναι, με έξοδα του ίδιου του Θανάση, που αγωνιούσε στο τηλέφωνο και ζητούσε τη συνδρομή μου για μη τον αιφνιδιάσουν οι ερωτήσεις και να δώσει τις σωστές απαντήσεις στην παρουσίαση του βιβλίου του από τους εκδότες. Θα είμαι εκεί μαζί με τους δικούς του. Εδώ καλώ τον γιο του τον Δημήτρη, που του θυμίζω ότι τώρα αυτός έχει το όνομα Γραμμέλης που το έκανε γνωστό ο Θανάσης και το τίμησε κάνοντάς το όνομα ποιότητας, ιδιαιτερότητας και αξίας - σε μια εποχή που παρατηρείται ισοπέδωση αξιών και ιδεωδών του παλιού καιρού. Καλώ λοιπόν τον Δημήτρη, που έχει τις νέες αξίες και αντιλήψεις της δικιάς του γενιάς, να σταθεί στο πλάι του πατέρα του, που υπάρχει ακόμα και πέρα από το μνήμα. «Μιλώ για τους νεκρούς που είναι θαμμένοι όρθιοι» έγραφα στα δικά μου κιτάπια. «Αυτοί που είναι οριζόντιοι, δεν ξεχωρίζουν πιά».
Πρέπει να είμαστε όλοι περήφανοι όσοι γνωρίσαμε τον Θανάση Γραμμέλη. Κι αυτό που λέω δεν είναι συναισθηματική υπερβολή ή σχήμα λόγου. Η παρουσία του στη δικιά μας εξίσου μικρή ζωή, θα μας θυμίζει ένα παράδειγμα απλού ανθρώπου που ανακάλυψε κάποιο μέρος του σύνθετου ορίζοντά μας. Όσο για μένα, θα είναι ο φίλος μου, ο αδελφός μου, αυτός που πέρα από τη βιτρίνα του ίδιου ονόματος, λέγαμε ο ένας στον άλλον ελεύθερα τον πόνο μας, τους προβληματισμούς μας, τις επιδιώξεις που γεννούσαν οι διάφορες ιδέες μας και τις χαρές που μας έδιναν οι κοινές στιγμές μας, που ο Άγιος Νικόλαος που θα έρχομαι δεν θα είναι πιά ο ίδιος, όπως ήταν λίγο πιο πριν φύγει από τη ζωή του και από τη ζωή μας αναπάντεχα.
Ήταν για χρόνια πρόεδρος του σκακιστικού συλλόγου «Λατώ» και δάσκαλος πολλών παιδιών - στο παιχνίδι αυτό της ευστροφίας του νου. Καλώ τους σκακιστές που σίγουρα θα αφιερώσουν ένα τουρνουά τους σ’ αυτόν, να κάνουν μια έκθεση ζωγραφικής του, φέρνοντας όλοι από τα σπίτια τους τις επιτυχημένες (σαν φωτογραφίες) απεικονίσεις τους, που τους είχε κάνει όταν σκεπτικοί σκύβανε πάνω από τη σκακιέρα απέναντι από τον εξίσου σκεπτικό αντίπαλό τους.
Δεν αποκλείεται ενώ αργολειώνει, μέσα στη μαύρη του σιωπή, να συναντάει την αγαπημένη του μητέρα και τον παλαιότερα χαμένο του πατέρα, καθώς (γιατί όχι;) και τον Αχιλλέα - που θα του λέει ότι καλύτερη είναι η ζωή στον Απάνω Κόσμο παρά που βρίσκεται βασιλιάς στον Άδη.
Το σίγουρο είναι ότι μέχρι να φύγω κι εγώ από τη ζωή, θα επανέρχομαι πολλές φορές να συναντάω τον Θανάση. Θα βρίσκω πάντα τις αφορμές και θα του λέω για πλάκα «Τώρα φεύγω. Γιατί, για να έρθω, πρέπει να φύγω πρώτα!» Και θα λέμε και μια από τις πολλές ατάκες του συνονόματού μας Θανάση Βέγγου, που την λέγαμε εμείς οι δυό όταν μας πίκραινε η ζωή, όπως τώρα με τον βίαιο αποχωρισμό μας. Ο Θανάσης Βέγγος έκανε τον φωτογράφο. Και σ’ έναν, που είχε φέρει την οικογένειά του για να βγουν αναμνηστική φωτογραφία, του έλεγε: «Να σας δώσω μια από αυτές τις έτοιμες;» «Μα, αυτή δεν είμεθα εμείς!» «Γιατί νομίζεις ότι αυτή που θα σας βγάλω θα είσαστε εσείς;»