ΑΠΟΨΕΙΣ
Τα ακατανόητα του Γιάννη Μαρκόπουλου
Tο περίφημο Ζάβαρακάτρανέμια,ακούστηκε για πρώτη φορά στην ταινία «Επιχείρησις Απόλλων» το 1968. Όλα σχεδόν τα λόγια του τραγουδιού είναι σαν να προέρχονται από άλλη γλώσσα
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Αλλοιωμένος από τον καρκίνο που τον κατέβαλε τελικά στα ογδοντατέσσερά του χρόνια και αλλιώτικος από την επιβλητική μορφή που τον ξέραμε όλα αυτά τα χρόνια της μουσικής πανδαισίας του - που μέχρι πρόσφατα έδεναν διαφορετικές ακουστικές μορφές και οράματα - μπήκε σε ένα απλό φέρετρο και σε έναν απλό τάφο ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Σ’ έναν τάφο πέρα, στην πλαγιά του Παπάγου στην Αθήνα, όπως το θέλησαν η γυναίκα του, η πρώην τραγουδίστριά του Βασιλική Λαβίνα και η κόρη τους η Ελένη. Μακρυά από τη νησιώτικη γη που τον γέννησε, και φυσικά και μουσικά. Από την δικιά του Βηθλεέμ που γεννήθηκε - που ήταν το Ηράκλειο και από τη δικιά του Ναζαρέτ που μεγάλωσε - που ήταν η Ιεράπετρα. Εκεί αλλού, μακρυά από τη νησιώτικη γη που θέλησε να τον τιμήσει ξαναφέρνοντάς τον κοντά της. Γεγονός που μας θύμισε την πρόσφατη περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη, που και η δικιά του οικογένεια θέλησε να τον κρατήσει στο Βραχάτι Κορινθίας, αλλά η ευρύτερη οικογένειά του κατάφερε να κάνει το δικό της αυτονόητο, φέρνοντάς τον στη Μεγαλόνησο – όπως κάποτε ταξίδεψε νεκρός ο Νίκος Καζαντζάκης κι έφτασε έως στα λόγια του «Κρήτη, καλώς σε βρήκα!»
«Εδώ δεν έχει σύνορα δεν έχει καλοσύνη,| μπροστά πηγαίνει ο αρχηγός και πίσω του οι σκύλοι. | Τραπέζι πεντακάθαρο, λεφτά, χαρτιά και τσόχα, | κρατάς τη μύτη σου μακρυά να μη σε πάρει η μπόχα. | Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά!...| Τούμπου τούμπου ζα, τούμπου μάγοι, | θα μας ψήσουν οι ανθρωποφάγοι, | τούμπου τούμπου ζα, τούμπου ζίτσου, | στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου! | Τούμπου τούμπου και τα μπου, | φάγαν τη γριά, ντου ντου! | Ντούμπου ντούμπου και μπα μπου, | πέσαν όλα τα ταμπού. | Εγύριζα όλη τη γη με ένα αεροπλάνο, | μοντέλο απ' την Κατοχή που `χε φωνή σοπράνο. | Σ' ένα σταθμό μου είπανε όλη την ιστορία, | στη ζούγκλα πως χαθήκατε, | σας φάγαν τα θηρία. | Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά!...| Εκείνο που δεν μάθατε κι οι μαύροι εγελάγαν | είναι ότι ψοφήσανε τα ζώα που σας φάγαν. Δηλητηριαστήκανε από τα δυό κορμιά σας, | το λέει το ραδιόφωνο | κρίμα στην ανθρωπιά σας! | Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά!... | Στο δέντρο αναπαυτήκανε τα δυο καημένα ζώα, | «ενθάδε κείται», έγραψαν, ο λέων με τον βόα. | Γι' αυτό ν' ακούς τις συμβουλές του γέρου, προς του τράγου, | που φάγαμε, εψές αργά, στη στάνη του Πανάγου. | «Μη με αφήνεις μοναχή μου, | μη με αφήνεις μόνη τη φτωχή, | μη με αφήνεις μοναχή μου, | μη με αφήνεις, σε παρακαλώ!» | Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά!...| Τούμπου τούμπου ζα, τούμπου μάγοι,| θα μας ψήσουν οι ανθρωποφάγοι, | τούμπου τούμπου ζα, τούμπου ζίτσου, | στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου! | Τούμπου τούμπου και τα μπου, | φάγαν τη γριά, ντου ντου! | Ντούμπου ντούμπου και μπα μπου, | πέσαν όλα τα ταμπού».
Τραγούδι ολοφάνερης σάτιρας το παραπάνω. Και οι μόνες κατανοητές δήθεν ακατανόητες λέξεις είναι «κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά!» Σημαίνουν και οι τρεις το ίδιο, τα αρχικά «κ.λ.π.» δηλαδή «και τα λοιπά και τα λοιπά». Τα υπόλοιπα λόγια του τραγουδιού «ευκόλως κατανοητά» παραλείπονται, προσπερνάνε χωρίς σχολιασμό, «άνευ σχολίου».
«Εν δυο αριστερά, δεξιά! Παρουσιάστε, Αρμ! Παπαντόπ ντοπ ντοπ...(Σίγουρα εννοεί τον Παπαδόπουλο στα χρόνια της δικτατορίας του) Κράτα την γραμμή ανοιχτή... Παπαντόπ ντοπ ντοπ… Κι εκείνος κι εκείνος κι εκείνος που σωπαίνει,, θα χαθεί, θα χαθεί..» λέει το ρεφρέν του τραγουδιού, που αφιερώνεται σε όσους δεν σώπασαν. Το τραγούδι, σε στίχους του Μήτσου Κασόλα, γράφτηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη διάρκεια της Χούντας και ακούστηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον συνθέτη στη «Δοκιμή» του Ζυλ Ντασσέν (1974), ένα δραματοποιημένο ντοκουμέντο - μια καλλιτεχνική μορφή αντίστασης στη δικτατορία, που παρουσίαζε τάχα μου τις πρόβες και τα γυρίσματα μιας ταινίας με θέμα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973 και τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι αντιχουντικοί αγωνιστές.
Αυτοεξόριστος τότε στο Λονδίνο, στην εποχή που η πατρίδα μας ήταν παγιδευμένη από την προδοσία κάποιων στρατιωτικών στον όρκο τους, αλλά κι ο ίδιος εκεί στην εποχή των χίπηδων και της ψυχεδελικής ελευθερίας, ολοκλήρωσε τη μουσική τελετή «Ιδού ο Νυμφίος», έργο που το κρατούσε μέχρι το τέλος της ζωής του ανέκδοτο, εκτός από ένα τμήμα του, το περίφημο Ζάβαρα-κάτρα-νέμια, που αποτέλεσε ένα από τα πιο διάσημα κομμάτια του: «Ζαβαρακατρανέμια! Ζαβαρακατρανέμια! | Αλληλούια Αλληλούια. | Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως, | λάμα λάμα, νάμα νάμα, νέμια. | Αλληλούια Αλληλούια. | Ίλεως ίλεως ίλεως. | Ίλεως ίλεως νέμια. | Ίλεως ίλεως ίλεως ίλεως | λάμα λάμα νάμα νάμα, νέμια».
Ακούστηκε για πρώτη φορά στην ταινία «Επιχείρησις Απόλλων» το 1968, που είχε για πρωταγωνιστές της τον Τόμας Φριτς και την Έλενα Ναθαναήλ. Όλα σχεδόν τα λόγια του τραγουδιού είναι σαν να προέρχονται από άλλη γλώσσα. Κι όμως, το νόημά τους είναι πολύ απλό. Κατ' αρχάς θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο κάθε τραγουδοποιός της εποχής εκείνης - στα χρόνια της Χούντας των Συνταγματαρχών - δεν μπορούσε ούτε να εκφράζεται ελεύθερα ούτε και να βάζει «επαναστατικά λόγια»( για την ακρίβεια «αντιεπαναστατικά» αφού υπήρχε η…Επανάσταση της 21ης Απριλίου!) μέσα σ’ ένα μουσικό κομμάτι. Οπότε, η μόνη λύση για να μεταφέρει, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, το μήνυμα που ήθελε, ήταν οι συνθηματικοί στίχοι. Έτσι λοιπόν έχουμε: Ζαβαρακατρανέμια: Η λέξη δεν σημαίνει απολύτως τίποτα μόνη της. Αποτελείται από τρία συνθετικά: Ζάβαρα, δηλαδή Λάβαρα, Κάτρα, δηλαδή Μαύρα (π.χ κατράμι) και Νέμια, δηλαδή Ανέμισαν. Οπότε έχουμε τον στίχο «Λάβαρα Μαύρα Ανέμισαν» παραφρασμένο και συμπτυγμένο σε μία μόνο λέξη. Ίλεος: Έλεος. Λάμα: Το μαχαίρι. Να μα, το αντίστροφο: Μάνα. Η λέξη νέμια σημαίνει ηρεμία.
Ο Μαρκόπουλος έβαλε τον Παύλο Σιδηρόπουλο το 1987 σε συναυλίες να τραγουδήσει «Παπαντόπ» και «Ντουμπουζά»
Ο ίδιος ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναφέρει, σε συνέντευξή του στην τότε τηλεόραση της ΕΤ1, και δυό άλλες εκδοχές: «Η λέξη «αλληλούια» δεν είναι η γνωστή εβραϊκή λέξη - αλλά η ελληνική λέξη αλληλουχία. Η λέξη «Ζάβαρα» προέρχεται από τη λέξη Ζά, Ζευς δηλαδή, που πολύ συχνά χρησιμοποιούν οι Κρητικοί. Αλλά ακόμη και τα λόγια στη μουσική του τέλους της ταινίας εκείνης ήταν απλά: «Λαλά Λαλά, Λαλά Λαλά, Λαλά Λαλά Λαλάααα! Λαλαλά, Λαλαλά, Λαλαλαλά!».Τί πιο κατανοητό!
Σε στίχους του Γιώργου Χρονά ο Γιάννης Μαρκόπουλος έβαλε τον γνωστό «πρίγκιπα του ελληνικού ροκ» Παύλο Σιδηρόπουλο να λέει: «Θέλεις να γίνεις οπαδός; Μάθε το ζήτω κι έλα μαζί μας! Μάθε το ζήτω κι έλα μαζί μας!» για να καταλήγει σε ξέσπασμα διαμαρτυρίας «Θέλω να ζήσω». Δηλαδή, δεν θέλω τα ζήτω σας. Και μετατρέπει το «ζήτω» σε «ζήσω».
Ένα άλλο ακατανόητο, αλλά εξίσου αληθινό, είναι ότι η μεγάλη του φήμη ήλθε τελικά όχι από την έντονη παρουσία του στην Ελλάδα, αλλά από τα λίγα χρόνια του στη Μεγάλη Βρετανία. Στην αγγλική του περίοδο το 1968 βάζει την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου να παίξει τους τρεις πρώτους Πυρρίχιους Χορούς του (από τους εικοσιτέσσερεις που θα ολοκληρώσει το 2001) στο Queen Elizabeth Hall. Τότε γράφει και τη μουσική για την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones. Σαν επιστέγασμα της παρουσίας του εκεί, το 1976 συνθέτει τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του BBC «Who pays the Ferryman?» Η επιτυχία του μουσικού θέματος παρέμεινε στην κορυφή του βρετανικού Hit-Parade για μήνες, κάνοντας τον συνθέτη παγκόσμια γνωστό - και τον κάλεσαν παντού για συναυλίες.
Αλλά το πιο ακατανόητο σε όλη τη μουσική πορεία του Γιάννη Μαρκόπουλου ήταν ότι ενώ έφτασε στο τέλος της να επενδύσει μουσικά και τα ύψη του Σολωμού (μελοποιώντας τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» που αρχίζουν με τους γνωστούς στίχους «Το χάραμα πήρα του ήλιου τον δρόμο, | κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο»), ωστόσο το πρώτο του τραγούδι - όταν μικρός ξεκινούσε την παρουσία του στον Κόσμο, που ο Γιάννης Μαρκόπουλος τώρα μόλις τον άφησε - ήταν τα αξέχαστα σε όλους εμάς λόγια «Τον ήλιο είχες αγκαλιά, | βασιλικό στο χέρι, | και μπρος στο μέρος της καρδιάς | κάτασπρο περιστέρι… | Πέρα από την θάλασσα,| πέρα από τα δάση, | βρήκα την αγάπη μου | που την είχα χάσει. | Πέρασαν τα όνειρα, | πέρασαν τα πάθη, | κι έλαμψε σαν Άνοιξη | η δική σου αγάπη. |Τον Μάη είχες στα μαλλιά, | γαρίφαλο στα χείλη, | στα μάτια και στο μέτωπο | την ομορφιά τ' Απρίλη». Μιλάμε για τέτοια υπέρβασή του από την αρχή, από το πρώτο του εκείνο τραγούδι.
Το πώς τα συνδύασε λοιπόν όλα τα διαφορετικά - αυτό κι αν ήταν ακατανόητο!
,