ΑΠΟΨΕΙΣ

Πώς να χωρέσει στο μυαλό μας Maurice;

Το ταξίδι από τη Νεάπολη του Μεραμπέλου, τη μόνιμη κατοικία του εδώ και μια δεκαετία, προς στην Τουλούζη πριν από σχεδόν ένα μήνα, ήταν το τελευταίο.

No profile pic

Του Κωστή Ε. Μαυρικάκη

Ήταν η πρώτη φορά που τα μηνύματα που έστελνα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο δεν απαντιόντουσαν. Είχα κάτι αρχίσει να υποψιάζομαι. Ο ευγενικός του επίλογος στις συχνές μας επικοινωνίες, σταθερός πάντοτε από τότε που τον γνώρισα - πάνε δέκα χρόνια- μου έλειψε και θα μου λείψει για πάντα: «Με Ειρηνικούς χαιρετισμούς/ Maurice». Έτσι έκλεινε πάντα την κάθε μας επικοινωνία τηλεφωνική ή ηλεκτρονική. Κάθε του αναζήτηση και μια αναψηλάφηση στην Ιστορία και το Χρόνο, που ‘μοιάζε γι κείνον, τον αειθαλή Οδυσσέα της Γνώσης, ένα ταξίδι συναρπαστικό που έδινε νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του.

Αυτό το ταξίδι του όμως, από τη Νεάπολη του Μεραμπέλου, τη μόνιμη κατοικία του εδώ και μια δεκαετία, προς στην Τουλούζη πριν από σχεδόν ένα μήνα για λόγους υγείας, ήταν το τελευταίο. Δεν ξέρω αν είχε υποψιαστεί ότι δεν θα γύριζε ποτέ ξανά πίσω. Ήταν αρκετά αισιόδοξος για την πορεία του χρόνιου προβλήματός του. «Μόλις γυρίσω να πάμε στη βενετσιάνικη βίγλα του Σκινιά»  μου είπε με το νεανικό πάθος που τον διέκρινε πάντα, πριν ταξιδέψει στη Γαλλία. Πάλευε το πρόβλημά του με απίστευτη γενναιότητα, πείσμα και αισιοδοξία. Άλλωστε, δεν ήταν ο φόβος της αρρώστιας που τον έκανε να ακυρώσει στην αρχή της πανδημίας τα εισιτήρια προς την Πόλη, όπου είχε εντοπίσει άγνωστες αρχειακές Οθωμανικές πηγές για την Κρήτη, αλλά η πολιτική κατάσταση της γείτονας. Αλλά και η ίδια η πανδημία που δεν του επέτρεψε να μιλήσει για τις Ελληνικές μνήμες της 7ης τέχνης στην πόλη του φωτός στα πλαίσια εκδηλώσεων του Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου τον περασμένο Μάρτιο. Αγιάτρευτο πάθος του η ιστορική έρευνα από πρωτογενείς πηγές. Ατέλειωτα ταξίδια και ατέλειωτες ώρες στα δαιδαλώδη Γαλλικά αρχεία του Βενσέν ή του καντονιού της Νεσατέλ στην Ελβετία για να αναζητεί ό,τι σχετίζονταν με την Κρήτη και την άγνωστη Ιστορία της. Αδαπάνητος ανασκαφέας της ιστορικής μνήμης, μόνιμος συνομιλητής με το παρελθόν ο Maurice Born ταξίδεψε από χτες για την Αιωνιότητα. Θα αναπαύεται για πάντα από αύριο Σάββατο 11 Ιουλίου 2020 στη σκιά των Πυρηναίων, στην πόλη Ως κοντά στην Τουλούζη. Δύσκολο να πιστέψεις κάτι για το οποίο ήσουν περίπου προετοιμασμένος. Κάτι που υποψιαζόσουν στα όρια της βεβαιότητας σχεδόν και που μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να αναστρέψει. Έτσι είναι στην ανθρώπινη φύση. Ένας κόμπος στο λαιμό, μια γροθιά στο στομάχι κι λίγα καυτά δάκρυα που διαφεύγουν με τη ματαιότητα της βαρύτητας 

Στην εκπομπή «Στάσεις Ζωής» της Ρένας Παπαδάκη, τον Μάρτιο του 2016

για κάποιον αληθινό φίλο που δεν θέλεις να πιστέψεις ότι πέρασε στο επέκεινα, ή έγινε αστρική σκόνη μαζί με τα μεταφυσικά αινίγματα της ζωής  όταν εκείνη επιστρέφει στο χώμα. Και σου ‘ρχονται αυθόρμητα στο νου είτε οι νεκρικοί διάλογοι του Λουκιανού, είτε η Ομηρική Νέκυια. Αλλά δίχως τη, μυθολογική αδεία, επιστροφή. Αυτή είναι και η διαφορά του θανάτου: Η τελεσιδικία του. Ή έτσι όπως τη φαντάζεσαι στους στίχους παρηγοριάς σε ρυθμούς παραμυθίας της νεκρώσιμης ακολουθίας του Ιωάννη Δαμασκηνού…

Ο Maurice πριν από μια δεκαετία άφησε το Μπορντώ στη χώρα του, για να ξαναγυρίσει στον τόπο που σημάδεψε το μεγαλύτερο, το συντριπτικό μέρος της βιωτής του. Στον τόπο που αφιερώθηκε να μελετά τον κοινωνικό αποκλεισμό της λέπρας, για να γινόταν ένας από τους ελάχιστους γνώστες της Ιστορίας της βιβλικής ασθένειας στην Ευρώπη και τον Κόσμο. Ξαναγύρισε στη Νεάπολη, την παλιά αρχόντισσα του Μεραμπέλου, για να μείνει παντοτινά για τα υπόλοιπα χρόνια του και να αφιερωθεί με το αδαπάνητο εφηβικό σφρίγος του στην Έρευνα. Και την Ιστορία της Κρήτης, που αγάπησε με πάθος περίσσιο σαν δεύτερη πατρίδα του. Και έφερνε στο φως από τις ανασκαφές  της λήθης εκατοντάδες άγνωστες πτυχές της. Ήδη από τα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΔ μέχρι και τα θυελλώδη νεότερα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας. 

Ο μεγάλος φιλέλληνας διανοητής, εκδότης, συγγραφέας, αρχιτέκτονας και εθνολόγος Maurice Born, ήταν μια μεγάλη πνευματική εφεδρεία κεκοσμημένη με όλα αυτά που συγκροτούν την υψηλή και ευγενική έννοια του Ανθρώπου, που παραδόθηκε κατάφορτος ενός ανεκτίμητου πνευματικού έργου στην κοινή μοίρα των θνητών: Στην αναπόδραστη φορολογία του θανάτου. Πέρασε από το φθαρτό, στο αιώνιο με το έργο του. Γιατί το έργο είναι τελικά αυτό που καταρρίπτει τις μεταφυσικές αβεβαιότητες και τη φθορά. Εκείνο που τελεσιδικεί και συνοικεί με την Αιωνιότητα. «Ζωή σου, είναι ό,τι έδωσες», έγραψε ο κάλαμος του ποιητή. Και ο Maurice έδωσε μια ζωή αφθονοπάροχα αφιερωμένη στην Έρευνα και την Επιστήμη. Συνέδεσε το όνομά του με το ισχυρό, ενιαίο και αδιάσπαστο νήμα συνέχειας του Γαλλοελβετικού φιλελληνικού ρεύματος. Σε μια εποχή βαρβαρότητας και απερήμωσης του πνεύματος, η ζωή και το έργο του Maurice Born αποτελούν μια πολύτιμη παρακαταθήκη και κιβωτό αξιών που διδάσκει όλες εκείνες τις ακατάλυτες αξίες και τις διαχρονικές αρχές. Θα εξακολουθεί να είναι «ωσεί παρών» για να ιερουργεί στα σκοτάδια των καιρών.

Γεννημένος στην πόλη Bienne της Ελβετίας, στις όχθες της ομώνυμης λίμνης κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο καντόνι της Βέρνης με τις δύο γλώσσες έκανε σπουδές αρχιτεκτονικής στη Λωζάννη και το Αννόβερο. Στη δεκαετία του ‘70 είχε μια σύντομη πανεπιστημιακή καριέρα στην αρχιτεκτονική σχολή της Λωζάννης όπου δίδασκε το (πρωτότυπο) μάθημα «Αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα». Αμέσως μετά το τέλος των σπουδών του, ένιωσε να τον καλεί μέσα του αυτή η αδιόρατη παρόρμηση του ταξιδευτή Οδυσσέα. Κάτι σαν από τη δίψα του Ηροδότου για ταξίδια, που έφτανε από τη Μεσόγειο μέχρι τις Άλπεις. Η επιστήμη και η έρευνα, ήταν το δίδυμο που πάντα τον ξεσήκωνε όταν αποφάσισε να ξεκινήσει μια έρευνα για κάποιο μεγάλο γηροκομείο στο Παρίσι. Τον θυμάμαι στην πρώτη μας συνάντηση, να αφηγείται ξεδιπλώνοντας πίσω το χρόνο τη συναρπαστική ιστορία ανακάλυψης της Κρήτης και μιας ζωής αφιερωμένης στη μελέτη του αποκλεισμού μέσα από τη λέπρα.

Όντας το 1968 νεαρός ερευνητής στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος του Παρισιού είχε ξεκινήσει μια μελέτη με θέμα τον αποκλεισμό. Είχε ακούσει για τη Σπιναλόγκα, που του είχαν πει ότι θα ήταν ιδανικό πεδίο για την έρευνά του. Τα χρόνια εκείνα κανείς δεν μιλούσε για το λεπροκομείο, αφού ήταν ένα δυσάρεστο επεισόδιο της Ιστορίας που όλοι ήθελαν να ξεχάσουν. Η προσπέλαση στη νησίδα απαγορευόταν με τη δικαιολογία της μόλυνσης, αλλά κυρίως για το φόβο λεηλασιών, που όμως δεν αποφεύχθηκαν. Του έλεγαν λοιπόν ένα μικρό καθώς πρέπει παραμύθι για να τον ξεφορτωθούν. Εκείνος αποφάσισε να μείνει. Μετά από εβδομάδων τρεχάματα στην Αθήνα κατάφερε να αποσπάσει την άδεια εισόδου από τις χουντικές αρχές στη νησίδα. Νοίκιασε ένα σπίτι στην Πλάκα, όπου τότε έμεναν μόλις 19 κάτοικοι, κι εγκαταστάθηκε. Με τον καιρό άρχισε να τους γνωρίζει: ο παλιός φούρναρης του λεπροκομείου, ένας φύλακας που έγινε ψαράς, η χήρα ενός εμπόρου και άλλοι, που συναντούσε στο Βρουχά, το Σκινιά και τα άλλα κοντινά χωριά. Όταν οι άνθρωποι τον αποδέχθηκαν, άρχισε να τριγυρίζει με το μαγνητόφωνό του και να καταγράφει τις μαρτυρίες τους.

Με μια φουσκωτή βάρκα έμπαινε κάθε μέρα στη Σπιναλόγκα. Όλα ήταν έρημα εκεί, αλλά όλα ήταν ακόμη στη θέση τους. Η επίπλωση στα σπίτια, τα φιαλίδια των φαρμάκων στο παλιό νοσηλευτήριο, παράξενα σκουριασμένα εργαλεία. Στο τεράστιο κουφάρι της μισοτελειωμένης αποθήκης που έφραζε τον κεντρικό δρόμο έβλεπε κιβώτια με επιγραφές Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων. Στο απολυμαντήριο δέσποζε ακόμη ο μεγάλος λέβητας. 

Άρχισε να αποτυπώνει και να σχεδιάζει το χωριό, μήνες ολόκληρους. Ήθελε ακριβή σχέδια όλων των σπιτιών, με σκοπό να φτιάξει μια μακέτα. Όλο αυτό το διάστημα, ποτέ δεν συνάντησε κανένα. Μόνο ένα καΐκι με Καλυμνιώτες σφουγγαράδες έπιασε μια μέρα στο νότιο μόλο και συζήτησε ώρες με το πλήρωμα. Αργότερα άρχισε να ψάχνει στα σπίτια για κατάλοιπα. Επίσης, από την αρχή είχε εντοπίσει ένα ογκώδες αρχείο από έγγραφα πεταμένα στο πάτωμα του φαρμακείου. Καθημερινά κρατούσε σημειώσεις, αντέγραφε νόμους και στοιχεία για τη ζωή στο νησί. Ποτέ δεν πήρε κάτι μαζί του. «Έπρεπε να το είχα κάνει, θα τα είχα διασώσει. Τώρα όλα έχουν χαθεί» εξομολογούνταν τα τελευταία χρόνια στις ομιλίες και τις συνεντεύξεις του.

Στη Σπιναλόγκα το 1972 κατά τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ L’Ordre με τον Jean Daniel Pollet

 

Επί δυο χρόνια κατέγραφε τις ιστορίες των χανσενικών στην Αγία Βαρβάρα. Απέκτησε φιλία με  το Ρεμουντάκη, που έκανε 20 χρόνια στη νησίδα, και τον Παυλάκη που δίδασκε τα παιδιά εκεί. Ήταν προσωπικότητες ξεχωριστές και η μακρόχρονη απομόνωση τους, είχε δημιουργήσει μια εντελώς διαφορετική οπτική για τον κόσμο. 

Να όμως που το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος, που χρηματοδοτούσε την έρευνά του, άρχισε να ρωτά τί έκανε ο χαμένος ερευνητής του στην Κρήτη. Από την προβλεπόμενη διάρκεια του ενός χρόνου περίπου, η έρευνά του άρχιζε να παίρνει διαστάσεις που τον ξεπερνούσαν εντελώς. Στην πραγματικότητα, μόλις άρχιζε να ανακαλύπτει ότι θα περνούσε όλη την υπόλοιπη  ζωή του μελετώντας την επιδημία και τον κοινωνικό αποκλεισμό! Το Ινστιτούτο δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει τη χρηματοδότηση κι έπρεπε να αναζητήσει άλλες πηγές για να μπορέσει να συνεχίσει. Η εταιρεία Sandoz δέχθηκε να τον επιχορηγήσει, με τον όρο να γυρίσει, με το φίλο του Jean Daniel Pollet, ένα φιλμ που να εικονογραφεί τις προθέσεις του. Έτσι γεννήθηκε το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Η Τάξη» (L’Ordre).

Σε τούτο το ατέρμονο και συναρπαστικό ταξίδι της ζωής του η γνωριμία του με τον Ρεμουντάκη τον έκανε να δημιουργήσει και το μνημειώδες πρόσφατο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το τέλος του 2015 από τον εκδοτικό οίκο ANACHARSIS στη Γαλλία, με τίτλο «Vies et morts d’un Crétois lépreux» (Ζωές  και θάνατοι ενός κρητικού λεπρού). 

 

Ο Maurice από τα νιάτα του στάθηκε ένας ιδαλγός του υψηλού, του ωραίου, του ευγενικού του ακατάλυτου από το χρόνο˙ εκείνου που σμιλεύει τη ζωή και την κάνει να ξεχωρίζει από τη βαρβαρότητα. «Έλαμπε μέσα του κείνο που αγνοούσε, μα ωστόσο έλαμπε» κατά πως έγραψε κι ο ποιητής. Φωτίζονταν μέσα του συνέχεια το πολύτιμο άγνωστο πετράδι της χίμαιρας, σε μια εποχή που οι περιπλανώμενοι ιππότες, που επιχειρούσαν να υπερασπίσουν τα ιδανικά της Ιστορίας και της Μνημοσύνης λοιδορήθηκαν. Ο Maurice είχε διαλέξει ήδη από τα νιάτα του το δύσκολο δρόμο του ανύστακτου μελωδού της Μνημοσύνης και της Εθνογραφίας. Έθεσε τον εαυτό του, στο δύσκολο δρόμο του εθελοντισμού, ως συνεχιστής του μακραίωνου ρεύματος του Γαλλοελβετικού φιλελληνισμού που μεγαλούργησε από το 18ο αι. και μετά, και μας διέσωσε από την αμείλικτη λήθη και τη σκόνη του χρόνου πολύτιμα πετράδια της τοπικής μας ιστορίας και εθνογραφίας. Το πλούσιο έργο του, η προσφορά του στην τοπική μας ιστορία και εθνογραφία, είναι αναντικατάστατης αξίας και βαρύτητας. 

Αδιαπραγμάτευτος και ασυνθηκολόγητος με τις αρχές και το ήθος του, πολλές φορές αιρετικός για κάποιους,  μέχρι και πρόσφατα με δημόσιες παρεμβάσεις του δεν δίσταζε να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς εκπτώσεις. Απεχθανόταν και δεν του άρεσε να τα βλέπει μέσα από τους παραμορφωμένους φακούς των σκοπιμοτήτων. Τον θυμάμαι πριν λίγα χρόνια που τον «έχασα» ξαφνικά από έναν εσπερινό του Αγ. Παντελεήμονα πάνω στο νησί. Απηυδισμένος από την «εικόνα του ταπεινού εορτασμού του παρελθόντος έναντι ενός τσίρκου που επικράτησε και που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του» τον έκαναν αυθόρμητα να αποχωρήσει. «Οι διηγήσεις των λεπρών, οι προσωπικές του αναμνήσεις είχαν πλημμυρίσει τον χώρο. Δεν ήταν καθόλου θυμωμένος γι’ αυτό που επικρατούσε, δεν υπήρχε λόγος να κάνει τον παρελθοντολάγνο,  ούτε να λυπάται για τις περασμένες καλές εποχές, απλώς ο κόσμος αυτός δεν τον αφορούσε ούτε στο ελάχιστο. Σε μια στιγμή μέσα του κατάλαβε πως δεν είχε καμία θέση εκεί. Εγκατέλειψε τον χώρο και επέστρεψε στον προβλήτα για να φύγει από το νησί το συντομότερο δυνατό. Η Σπιναλόγκα αυτή δεν ήταν πια η δική του, δεν είχε τίποτα να κάνει εκεί πάνω» έγραψε την μεθεπομένη σε δημόσια παρέμβασή του σε τοπική εφημερίδα.

 

Αγαπητέ Maurice, ακριβέ φίλε της Κρήτης και της Ελλάδας, εκεί στη σκιά των Πυρηναίων που θα αναπαύεσαι ας ξέρεις ότι ο θάνατος δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Το έργο σου παραμένει ένας φωτεινός σηματορός και η λήθη δεν θα σε αγγίξει. Γιατί κατάφερες να κάνεις ένα άλμα προς την Αιωνιότητα πέρα από τη φθορά. Γιατί θα είσαι ο παντοτινός αποστολέας των υψηλών ιδανικών του ακάματου μόχθου της Ζωής και του Έργου σου. Η χρυσόσκονη που απομένει από τη φωτεινή ζωή σου μοιάζει αρκετή για να μην επισφραγίσει την τελεσιδικία του θανάτου, και τον φθαρτό κόσμο μας. Γιατί στα ακρότατα σημεία που κατάφερες να φτάσεις με την προσφορά σου μπόρεσες να ανιχνεύσεις τα κοντινά σύνορα των αντιθέτων: Εκεί που ο Άδης και ο Ήλιος αγγίζονται. Ακριβέ φίλε Καλή Αιωνιότητα, Ειρηνικούς Χαιρετισμούς και Καλό Παράδεισο απ’ όλους τους φίλους Σου από την Κρήτη. Θα είμαστε όλοι αύριο με την καρδιά μας εκεί για το τελευταίο Αντίο…

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση