ΑΠΟΨΕΙΣ
Το peak του γάμου της Βαγγελιώς
Ο βίος ανθόσπαρτος που της ευχήθηκαν κάποτε έχει γίνει τώρα βίος αβίωτος. Και δε διακρίνει ακόμα καμία αχτίδα φωτός. Κοινή γάρ η τύχη και το μέλλον αόρατο
της Μαρίας Λιονάκη
Έχει χάσει το μέτρημα, της Μποφίλιου μα και το δικό της. Των ημερών, από τότε που επιβλήθηκε εκτάκτως με νόμο της Πολιτείας ο κατ’ οίκον περιορισμός. Που ήρθε στη ζωή της, μα και του πλανήτη ολόκληρου, ο χειρότερος εξ όλων των αρσενικών ο κορωνοϊός. Πάντοτε θεωρούσε έκτακτο, επικίνδυνο είδος η Βαγγελιώ το αρσενικό. Είδος από το οποίο θα μπορούσαν να προκύψουν πολλά δεινά για την ανθρωπότητα. Αυτά συζητούσε καθημερινά με τη γειτόνισσά της την Τασία τότε που αντάμωναν οι άνθρωποι. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Στα δικά τους υπουργικά συμβούλια, όπου συζητούσαν ενδελεχώς, εντός και εκτός της οικίας τους, εντός, εκτός και επί τα αυτά ημερήσιας διάταξης, τα χαΐρια των δικών τους αντρών. Όπου πάντοτε κατέληγαν συμφωνούντες πως για το προσφυγικό, την εξάντληση των φυσικών πόρων της γης, την απειλή πυρηνικού ολέθρου, τις άθλιες συνθήκες των υποανάπτυκτων χωρών ευθύνονταν εξάπαντος, εξ αδιαιρέτου το γένος το αρσενικό. Φυσικά. Αυτά συζητούσαν λίγο πριν πάρει το χαρτοφυλάκιο της η καθεμιά κι αναχωρήσει για το δικό της κράτος. Όπου διατελούσαν καγκελάριοι.
Στο κράτος της Βαγγελιώς, με εκλογικό νόμο δικής της επινοήσεως, με απλή αναλογική και συλλογιστική, κυβέρνηση είχε σχηματίσει η Βαγγελιώ. Η οποία είχε νυμφευτεί με προξενιό το Χαράλαμπο, Μπάμπη για τους φίλους του, αιώνες πριν, μια αλήστου μνήμης χρονιά, που έβρεχε. Είχε παλιόκαιρο. Αυτός ήταν το τυχερό της, το άτυχο; Οι πατεράδες εκείνη την εποχή επέβαλαν στις κόρες τους άλλου είδους αποκλεισμό. Τα μυαλά τους είχαν άλλο ιό. Ο Χαράλαμπος λοιπόν είναι τώρα η αντιπολίτευση στον οίκο τους, στην οδό Αντιοχείας, στον οίκο των Σελευκιδών. Ο καψερός.
Χρόνια λοιπόν δεν τα πάνε καλά. Η σχέση τους έχει δείξει σημάδια αποτέφρωσης, έχει πιάσει πάτο, έχει οδηγηθεί σε τέλμα επιστημονικώς. Το εναρκτήριο σάλπισμα είχε δοθεί, όταν ήταν να βαφτιστεί ο μικρός τους γιος. Θεμιστοκλή ήθελε να τον βγάλει ο Μπάμπης, για να βγάλει τα σπασμένα του δικού του άδοξου ονόματος. Σαν το γενναίο στρατηγό της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Καθώς εκείνη την περίοδο είχε ένα οίστρο πατριωτικό, αρχαιοελληνικό. Όπως ο Άδωνις. Είδε κι έπαθε να τον πείσει η Βαγγελιώ να τον βγάλουν Γιάννη. Αφού χωρίς αυτόν το σπίτι προκοπή δεν κάνει. Από τότε ακολούθησαν κι άλλες ναυμαχίες. Που περιστρέφονταν συνήθως γύρω από τις μανάδες τους, θέμα πολέμου ζευγαριών πανάρχαιο, επικό. Η λέξη μάνα πηγαινοέρχονταν σαν το μπαλάκι σε πινγκ πονγκ. « Να πεις της μάνας σου να μη χώνει τη μύτη της στο δικό μας νοικοκυριό! » « Αν δε σου αρέσει το δικό μου φαγητό να πας στη μάνα σου!» ήταν τα γνωστά βέλη, οι συνηθισμένες τους ατάκες. Μα κάθε φορά, σε κάθε ναυμαχία, λίγο πριν ηττηθεί ολοκληρωτικά ο εχθρός και υψώσει πανί, πει πάσο, έπαιρνε το καράβι του ο ένας ή ο άλλος και κωπηλατούσε σε άλλη θάλασσα…
Τώρα όμως που αναγκαστικά πλέουν στην ίδια θάλασσα «κρούονται» καθημερινά τα νεύρα της Βαγγελιώς. Οι μάσκες έχουν πέσει, η τάξη έχει διασαλευτεί και ο ένας για τον άλλο λειτουργεί όπως το κόκκινο πανί στις ταυρομαχίες. Όπως το λάδι στη φωτιά. Άσπρο λέει αυτή, μαύρο αυτός. Σαλάτα του Καίσαρα θέλει αυτή, χωριάτικη αυτός. Βάζει το παιδί να διαβάσει αυτή, το σηκώνει αυτός. Ανοίγει το δωμάτιο να αερίσει αυτή, το κλείνει γιατί κρυώνει αυτός. Μπαίνει να κάνει μπάνιο αυτή, την προλαβαίνει αυτός. Καθαρίζει, γυαλίζει, απολυμαίνει υποχόνδρια αυτή, όπως ορίζουν οι οδηγίες των Υγειονομικών υπηρεσιών, ρίχνει κάτω ψίχουλα αυτός. Άσε που δεν πλένει καλά τα χέρια του. Δεν νίπτει τας χείρας του όπως τον Παπαδόπουλο. Καλά σε τίποτα δεν του φέρνει, αλλά τέλος πάντων. Τουλάχιστον να έκανε μια προσπάθεια. Να μην παρακολουθούσε ποδοσφαιρικούς αγώνες σε επανάληψη στη διαπασών. Ξαπλωμένος συνέχεια σαν τον ξεχυμένο λουκουμά. Να μην έβλεπε βίντεο στο κινητό και να γελάει τόσο τρανταχτά, ο αναίσθητος! Εδώ η γούνα τους καίγεται το χαβά του αυτός. Να μην της ζητούσε τα ακατανόμαστα τα βράδια. Ανταρκτική τόσα χρόνια το κρεβάτι τους, τώρα που ο κόσμος πεθαίνει το θυμήθηκε κι αυτός. Να έκανε μια προσπάθεια να συνυπάρξουν ειρηνικά...ως τον απόπλου.
Στα άκρα, στο ζενίθ, στο peak έχει φτάσει η σχέση της Βαγγελιώς με τον Χαράλαμπο αυτό τον καιρό. Εναγωνίως ψάχνει να βρει μια λύση. Θέλω να βγω απ’ το αδιέξοδο αυτό, θέλω να βγω… τραγουδάει. Σαν έσχατη λύση τον στέλνει καθημερινά για ψώνια. Χωρίς γάντια και μάσκα. Του κρύβει ακόμα οινόπνευμα και αντισηπτικά. Έχει καταλάβει την προτίμηση που έχει στους άντρες αυτός ο ιός.
Ο βίος ανθόσπαρτος που της ευχήθηκαν κάποτε έχει γίνει τώρα βίος αβίωτος. Και δε διακρίνει ακόμα καμία αχτίδα φωτός. Κοινή γάρ η τύχη και το μέλλον αόρατο. Από τα χείλη του κυρίου Τσιόδρα κρέμεται καθημερινά. Από τις πέντε μίση τον περιμένει. Όπως δικό της άνθρωπο. Αυτόν και τον Χαρδαλιά. Δεν τη νοιάζει τόσο ο αποκλεισμός. Όσο που δεν υπάρχει μια πρόβλεψη εξόδου για την περίπτωσή της, τόσων γυναικών, ζευγαριών. Χρόνια παντρεμένων. Αχ να μπορούσε να κάνει μια παρέμβαση, μια επερώτηση κι αυτή. Να εκφράσει ένα αίτημα. Να εντοπίσει μια παράλειψη στα ισχύοντα μέτρα. Στις φόρμες των δηλώσεων εξόδου. Στη φόρμα Β να προσθέσει ένα νούμερο το 7. Ένα ακόμα SMS. « Καβγάς SOS”
(Η ζωγραφιά είναι της Μελίνας Κ.)