Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Κίνησα μόλις είδα ότι κοντεύει η μέρα του χαμού του στις 26 Αυγούστου 2021, έχοντας περάσει κιόλας ένας χρόνος από τότε, να πάω - έστω κοντά του - στον φίλο μου τον Θανάση Γραμμέλη. Τον γιο της Ελένης. Και αναφέρω τη μητέρα του, γιατί με έπαιρνε μαζί του και πηγαίναμε στον τάφο της εκεί προς τα Λακώνια, στον άλλο χώρο των ανθρώπων που έχουνε φύγει από τη ζωή στον Άγιο Νικόλαο. Πήγαινα, έχοντας στον νου μου να του συμπαρασταθώ, με τις αναμνήσεις που είχαμε κοινές οι δυό μας.
Και με το που ξεπρόβαλα εκεί, τον είδα! Ήταν αυτός ο ίδιος! Ήταν ώρα μεσημεριού, δεν υπήρχε καμιά σκιά που να παίζει ολόγυρα - κι όμως αυτός ήτανε μπροστά στα μάτια μου! Κοίταξα για μια στιγμή στο πλάι και ξανακοίταξα μπροστά μου, μήπως ήταν μια εικόνα του, που μου την πρόβαλαν η φαντασία μου και η συναισθηματική μου φόρτιση. Ο Θανάσης ήταν εκεί. Όχι εξαϋλωμένος. Κανονικός - εν ζωή. Καθότανε πάνω στον τάφο και κοίταζε μπροστά πέρα. Τον πλησίασα. Και δεν έφευγε, σαν φευγαλέα εικόνα. Όταν έφτασα κοντά του, γύρισε και με κοίταξε ήρεμα. Το βλέμμα του ήταν αφηρημένο, σαν να σκεφτότανε, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Μου μίλησε κιόλας: «Α, γειά σου Θανάση!» Ο πόνος μου είχε μετατραπεί ξαφνικά σε ανείπωτη χαρά που τον έβλεπα. Χαρά και έκπληξη μαζί, που δεν με βοηθούσαν να σκεφτώ αν είναι ψέμα ή αλήθεια αυτό που έβλεπα. «Τί κάνεις εδώ;» του είπα. Αυτός γύρισε πάλι μπροστά το κεφάλι: «Περιμένω».
Κοίταξα για μια στιγμή στο πλάι, να δω τί κοιτούσε. Όταν ξανάφερα το βλέμμα μου σ’ αυτόν, αυτός δεν ήταν πιά εκεί! Ανατρίχιασα σύγκορμος. Σε ένα ήσυχο, νεκρικό στην κυριολεξία τοπίο, ντάλα μεσημέρι, ο φίλος μου ο Θανάσης είχε βρει τρόπο να επικοινωνήσει μαζί μου. Όμως εγώ είχα μείνει με την απορία: Πώς είχε έρθει μπρος στα μάτια μου; Και γιατί, ενώ μιλάγαμε, τόσο ξαφνικά χάθηκε από κοντά μου;
Όταν κάθισα κι εγώ στην άκρη του τάφου - στο πλάι εκεί που καθότανε ο Θανάσης σαν να υπήρχε ακόμα δίπλα μου, και ο δυνατός ήλιος, που έκαιγε, μ’ έκανε να συνέλθω σιγά-σιγά απ’ τη σαστιμάρα για το αλλόκοτο γεγονός, μού ήρθε στο μυαλό ξανά, σαν κωδικός της αναπάντεχης συνάντησής μας, η λέξη.
«Περιμένω». Τί περιμένει; Ακόμα και στην άλλη ζωή που είναι, περιμένει. Περιμένει και τώρα, αυτό που περίμενε για πολύ καιρό όσο ζούσε: Να του βγάλουν τα βιβλία.
Ποιά βιβλία; Ποιοί να του τα βγάλουν; Το ξέρω - από τότε που ο Θανάσης ήταν ανάμεσά μας σ’ αυτή τη ζωή: Τα δυό βιβλία του, να του τα βγάλουν η Περιφέρεια Κρήτης και ο Δήμος Αγίου Νικολάου. Όχι μόνο για την τιμή των όπλων – «τιμής ένεκεν» που λέμε. Αλλά κυρίως για τα θέματά τους
Με το ένα του βιβλίο, καλώ την Περιφέρεια Κρήτης να φροντίσει την έκδοση του πονήματος του Θανάση Γραμμέλη - φόρου τιμής σε άγνωστους σε μας δημιουργούς, όχι όμως και αφανείς, χάρη στα ηρώα τους και στις προτομές τους που ανήκουν στο έδαφος της Ανατολικής Κρήτης. Στο βιβλίο του αυτό των αγαλμάτων, αλλά κι εκείνων με τα ηρώα του Νομού Λασιθίου, έκανε τον εξής συνδυασμό: Φωτογράφισή τους με τη δικιά του μηχανή απ’ όλες τις μεριές για να διαλέγει την καλύτερη, συνοδευμένη με στίχους - εμπνευσμένους απ’ αυτά τα γλυπτά, καθώς και πληροφορίες για τους δημιουργούς τους, που αποδείχτηκε το πιο δύσκολο, γιατί πολλοί από τους γλύπτες έχουνε πεθάνει ή γιατί δεν υπήρχε κάποιο βιογραφικό τους. Αρκετές ήταν οι φορές που πήγαμε μαζί να συναντήσουμε κάποιους απ’ αυτούς τους δημιουργούς των μαρμάρινων ή των μεταλλικών μορφών. Ή ξέθαβε ένα βιβλίο, ξεχασμένο στα πιο απίθανα μέρη, για να βρει ή για να συγκρίνει μια βιογραφική λεπτομέρεια που ήταν ήδη στα υπ’ όψη του.
Ο καλύτερος τρόπος για να προλάβουμε τη ζωή, που τώρα μόλις αυτός την έχασε, είναι να του κάνουμε αυτά που ο ίδιος περίμενε να γίνουν. Το λέω σ’ ένα τετράστιχό μου: «Στα ξαφνικά μας φεύγουμε. | Κι εκείνο μας που μένει, | δεν είναι ό,τι απέμεινε. | Μα αυτό που περιμένει».
Κι εσύ, Δήμε Αγίου Νικολάου, μέσω του Πολιτιστικού σου Οργανισμού μπες τώρα στον οικονομικό κόπο και σε αυτό που λέμε «τιμής ένεκεν» και βγάλε του «Τα Οδωνύμια του Αγίου Νικολάου», ένα πόνημα Ιστορίας, με αφορμή τα ονόματα των δρόμων της πρωτεύουσας πόλης του Νομού Λασιθίου. Υπάρχουν στο έργο του Θανάση Γραμμέλη για κάθε ονοματοδοσία μια ολόκληρη σελίδα με άγνωστες λεπτομέρειες - που του άρεσε να τις αναφέρει για να αιφνιδιάζουν. Εκεί μέσα, η Οδός Ρούσσου Καπετανάκη συνδυάζεται με την Οδό Γεωργίου Πάγκαλου και την Οδό Ιωάννου Σακκά. Ποιοί είναι αυτοί κι άλλοι παρόμοιοι από την Ιστορία του Τόπου μας, τα λέει αυτό το βιβλίο.
Με αυτή την προώθησή τους στον Κόσμο των Εκδόσεων, καλούνται οι δύο μεγάλοι φορείς να σταθούν στο πλάι του Γραμμέλη - που έτσι κι αλλιώς, θα υπάρχει ακόμα και πέρα από το μνήμα. «Μιλώ για τους νεκρούς που είναι θαμμένοι όρθιοι» έγραφα στα δικά μου κιτάπια. «Αυτοί που είναι οριζόντιοι, δεν ξεχωρίζουν πιά».
Όσο για όσους πούνε ότι ήταν σχήμα λόγου ή σκέτη φαντασία μου αυτά που έγραψα στην αρχή, ας παραθέσω εδώ τα αλλοτινά σχόλια του ίδιου του Θανάση, παρμένα από το μοναδικό βιβλίο που πρόλαβε να βγάλει στη ζωή του - που είναι ιστορικό ντοκουμέντο και που λέγεται «Φασματικές Ιστορίες»: «Η ύπαρξη ή όχι των φαντασμάτων είναι ένα ζήτημα που απασχολούσε τους ανθρώπους ανέκαθεν. Γενικά θα λέγαμε ότι ο κόσμος πιστεύει στην ύπαρξή τους και είναι κοινή η πεποίθηση (στους περισσότερους τουλάχιστον) πως η ζωή συνεχίζεται και μετά τον θάνατο του σώματος. Σε άλλες περιπτώσεις τα φαντάσματα (οι ψυχές που συνεχίζουν να ζουν) εμφανίζονται ως σκιές. Άλλες φορές σαν πραγματικές μορφές των ανθρώπων που έχουν φύγει. Σύμφωνα με μια άποψη, τα φαντάσματα μπορεί να είναι οι ψυχές εκείνων των ανθρώπων που δεν έχουν περάσει ακόμη στην «απέναντι όχθη» και είναι εγκλωβισμένες σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Πολλοί που δεν παραδέχονται την ύπαρξη των φαντασμάτων, αλλά και του κάθε παράξενου, ισχυρίζονται πως αυτά τα περίεργα θεάματα είναι δημιουργήματα του μυαλού και ότι οι άνθρωποι τα βλέπουν διότι θέλουν να τα βλέπουν. Εδώ, βεβαίως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι και εκείνοι δεν τα βλέπουν γιατί δεν θέλουν να τα δουν ή δεν μπορούν να τα δουν» (Σελ.42)
Όσο για το παράπονο του Θανάση - το ακούς Δήμε, το ακούς Περιφέρεια; - το υπερτονίζω ότι δεν είναι φανταστικό.
Και ενώ εμείς οι δυό Θανάσηδες μιλάμε για βιβλία, ο συναισθηματικός μας ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, αυτός που έγραφε και στιχουργήματα για μουσική «Μικρά κι ανήλιαγα στενά | και σπίτια χαμηλά μου, | βρέχει στη φτωχογειτονιά, | βρέχει και στην καρδιά μου» και το άλλο «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, | τη λάμπα κρατώ ψηλά, | να δούνε της Γης οι θλιμμένοι, | να ’ρθούνε να βρουν συντροφιά», μίλησε με συμβολισμούς γι’ αυτά που νιώθουμε εγώ και ο φίλος μου, ο αδελφός μου ο Θανάσης: «... εμείς δεν θα πεθάνουμε. Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε. Αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε. Αφού θα ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο που εγώ κι εσύ τον ονειρευτήκαμε. Ε, τότε, θα ’μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά. Αφού σε κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν. Στο ήρεμο ψωμί. Στα δίκαια χέρια. Στην αιώνια ελπίδα. Πώς θα μπορούσαμε να ’χουμε πεθάνει;»
Κεντρική φωτογραφία: Θανάσης Γραμμέλης και Θανάσης Γιαπιτζάκης στη Λίμνη του Αγίου Νικολάου