ΑΠΟΨΕΙΣ
Όταν τα χρυσάνθεμα μιλούν...
Με τον ίδιο τρόπο που τα άχρωμα, θαμπά, πολυκαιρισμένα, χωρίς άνθη τώρα πια , φυτά του μπαλκονιού μου μάχονται το φανταχτερό, ζωντανό, ολόδροσο, ολοκίτρινο, επίκαιρο χρυσάνθεμό μου!
της Μαρίας Λιονάκη
Απόγευμα Σαββάτου στο μπαλκόνι μου, στο και δέκα του καλοκαιριού και στο παρά δέκα του χειμώνα… Με ενδυμασία φολκλόρ καλοκαιριού, μπαλκονιού, ενδυμασία που αρνείται να σοβαρευτεί, με το πράσινο λάστιχο στο χέρι ρίχνω διάφανο δροσερό νερό στο χώρο, και σέρνω με χάρη και διάθεση χορευτική, πέρα δώθε ,τη φούξια σκούπα στο άσπρο πλακάκι…Την ίδια ώρα που οι τελευταίες ρόδινες αχτίδες χορεύουν ακόμα στον ουρανό…
Έχω βγει να ποτίσω τις πικροδάφνες μου… που μουτρωμένες με κοιτούν μετά τα τελευταία συμφωνηθέντα… Το μέρα παρά μέρα πότισμα του καλοκαιριού έχει γίνει με την αλλαγή της σεζόν , με τις αυξημένες χειμερινές υποχρεώσεις, ασχολίες μου , με τη νέα εργασιακή σύμβαση που υπογράψαμε… κάθε τρεις μέρες! Και σε όποιον αρέσει! Καθώς δύσκολος καιρός για πρίγκιπες και πριγκίπισσες κάθε είδους σκέφτομαι, ενώ τις κοιτώ … Αυτή η αλλαγή στάσης ζωής σε συνδυασμό με το νέο κάτοικο του μπαλκονιού μου, ένα ολοκίτρινο, ολάνθιστο, ολοζώντανο χρυσάνθεμο, τελευταίο καμαρωτό απόκτημα παρελθούσης λαϊκής, έχει οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, στο αρνητικό ήδη κλίμα που επικρατεί στο μπαλκόνι μου, σε όξυνση που κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί…
Σε όξυνση όμως είναι το κλίμα, τα πράγματα και στην απέναντι αυλή, την πλακόστρωτη, τη γεμάτη μεγάλες γλάστρες με ανεπτυγμένες πρασινάδες αυλή, καθώς ο γείτονας, ο Δημήτρης φωνάζει εδώ και ώρα, μάταια, χωρίς ανταπόκριση στην κόρη του, την Κατερινούλα, την ξεχασμένη στο παιχνίδι … να ανεβεί! Να ανεβεί επιτέλους , να πλυθεί, να φάει και να διαβάσει κατιτί …Η Κατερινούλα όμως κάνει πως δεν ακούει και συνεχίζει να τρέχει πάνω κάτω, να παίζει, να κυνηγάει, να αγκαλιάζει και να χαϊδεύει τα γατάκια της γειτονιάς...έχοντας εντελώς ξεχάσει το διάβασμα που αμελεί… Τα σχολεία άνοιξαν, μα ποιος τη ρώτησε αυτή; Μάρτυρες της όμορφης σκηνής ένα άσπρο κουνέλι, αχώριστος φίλος του παιδιού της διπλανής αυλής, δυο σκυλάκια επισκέπτες κι εγώ… Με τη φούξια σκούπα να ξεκουράζεται στο δεξί και το βλέμμα αγκυροβολημένο στην όμορφη εικόνα, στιγμή, το μυαλό μου ταξιδεύει σε άλλη πόλη κι άλλη εποχή…
Στη μικρή Μαρία, στα Χανιά, σε μια όμορφη πλατεία με χώμα ακόμα, σε μια όμορφη γειτονιά… Το παιχνίδι ξεκινούσε αμέσως μετά το σχολείο και κρατούσε ως να φέγγει ο ήλιος τον κόσμο, ως αργά το απόγευμα … κυνηγητό, κρυφτό, κουτσό, μαμάδες και παιδιά, αγαλματάκια ακούνητα, αγέλαστα, αμπάριζα, φτου ξελευτερία και άλλα παιχνίδια γέμιζαν ατελείωτες ώρες, μέρες… Όταν το διάβασμα στριμωχνόταν το βράδυ αργά, όταν βιβλία, τετράδια και άλλα παραγκωνισμένα σχολικά, ξεθάβονταν από το πουθενά… Όταν η γομολάστιχα ήταν άφαντη γι’ άλλη μια φορά , μα η παιδική φαντασία κι επινόηση επιστράτευε άσπρο ψωμί, το έκανε σβώλο και το έσερνε πάνω στο μολυβένιο λάθος ρυθμικά... Η φαντασία και η επινόηση που είχε τόσο καλά στο παιχνίδι εξασκηθεί. ..στο παιχνίδι πρωταγωνιστή παιδικής ηλικίας και ζωής…
Η Ευγενία Φακίνου στο έργο της «Αστραδενή» περιγράφει τη ζωή της ηρωίδας στη Σύμη ως εξής:
«Στη Σύμη, τ’ απογεύματα πότε ερχότανε η Αλεμίνα στο δικό μας, πότε πηγαίναμε εμείς στης Ελένης, πότε όλες πηγαίναμε στο Ζωπιάκι. Oι μανάδες κάνανε τις δουλειές τους τις απογευματινές. Άλλη έπλεκε, άλλες κόβανε κουρέλια για κουρελούδες, άλλη έπλεκε νταντέλα. Εκτός κι αν είχανε δουλειά συντροφική. Της εποχής. Κι έπρεπε να δουλέψουν όλες μαζί. Να, να καθαρίσουν τ' αμύγδαλα, να ξεσποριάσουν τη φακή ή τα φασόλια, να ετοιμάσουν κουλουράκια ή ν' ανοίξουν χυλοπίτες. Εμείς, τα παιδιά, παίζαμε στην αυλή, αν ήταν καλοσύνη . Αλλιώς, καθόμαστε πάνω στον αποκρέβατο, στην κουζίνα που 'χει ζέστη, δίπλα τους. Και τα δυο μ' αρέσανε….Στις αυλές παίζαμε το κουτσό ή τ' αγάλματα ή τις κυρίες. Στην κουζίνα παίζαμε μαμά και παιδιά ή σχολείο...»
Η εποχή που περιγράφει η Ευγενία Φακίνου στο έργο της, η εποχή που ήμουν εγώ παιδί, η εποχή που η Κατερινούλα είναι τώρα μαθήτρια και παιδί… Οι διαφορετικές και ίδιες στο θέμα αυτό εποχές . οι διαχρονικοί μονομάχοι, αντίπαλοι. Το σχολείο και το παιχνίδι ! μάχονται, πολεμούν, παλεύουν το ένα το άλλο κάθε εποχή, στον ίδιο χώρο, στην παιδική ψυχή… Με τον ίδιο τρόπο που τα άχρωμα, θαμπά, πολυκαιρισμένα, χωρίς άνθη τώρα πια , φυτά του μπαλκονιού μου μάχονται το φανταχτερό, ζωντανό, ολόδροσο, ολοκίτρινο, επίκαιρο χρυσάνθεμό μου!