ΑΠΟΨΕΙΣ
Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης συνάντησε τον Κωστή Παλαμά
Καταξιωμένοι από τον Λαό, είχαν και οι δυο τους, και κάτι άλλο κοινό.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Η μεγαλοσύνη των εθνών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Φανταστείτε εσείς - γιατί άλλοι είναι σίγουροι - ότι ένα πνεύμα ρωμαλέο σαν του Μίκη Θεοδωράκη (και δεν λέω ψυχή) ανταμώνει στο επέκεινα, τώρα που έφυγε από τη ζωή, με ένα άλλο γιγάντιο πνεύμα που ήταν κάποτε φυλακισμένο στο ταπεινό μικρόσωμο κορμί του Κωστή Παλαμά. Και το λέω επίτηδες φυλακισμένο κι όχι κλεισμένο - για να θυμίσω, επ’ ευκαιρία, τις δυσκολίες και των δυό τους, όταν ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα - την Νέα Ελλάδα, σ’ αυτή τη γλώσσα - την ελληνική, σ’ αυτή τη λυσσαλέα αντίδραση - μέχρι πρόσφατα ο Θεοδωράκης γιατί είχε τις πολιτικές απόψεις του και ο Παλαμάς, παλαιότερα, γιατί από το πνευματικό του μετερίζι υπερασπιζότανε τη Δημοτική ενάντια στην Καθαρεύουσα.
Επ’ ευκαιρία είπα. Και την ευκαιρία μου την δίνει η 27η Φεβρουαρίου, η μέρα θανάτου του Κωστή Παλαμά το 1943, μέσα στη σκοτεινή εκείνη χρονιά της Γερμανικής Κατοχής. Τότε, που στην ιστορική κηδεία του, της επόμενης μέρας 28ης Φεβρουαρίου, παρά τις ρητές απαγορεύσεις των Γερμανών, λαοθάλασσα πλημμύρισε το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας για τρεις λόγους: Ο πρώτος, ο ευτελής, γιατί ήταν Κυριακή και όχι μέρα εργάσιμη, ο δεύτερος, ο εθνικός, γιατί ήταν ο κορυφαίος μας ποιητής, και ο τρίτος, ο σημαντικός εκείνης της εποχής, γιατί προγραμματιζότανε πολιτική επιστράτευση από τους κατακτητές για να μεταφέρουν κόσμο στα γερμανικά πολεμικά εργοστάσια και οι Αθηναίοι θέλησαν, με αυτόν τον τρόπο, να διαδηλώσουν την άρνησή τους (και πράγματι τα κατάφεραν, αφού οι Γερμανοί μπροστά στη μεγαλειώδη αυτή παρουσία το ξανασκέφτηκαν και ακύρωσαν την επιστράτευση - έτσι ο Παλαμάς, αν και νεκρός, πρόσφερε μια ακόμα υπηρεσία στο έθνος των Ελλήνων).
Και τότε ήταν που ακούστηκαν βροντώδη τα λόγια του Άγγελου Σικελιανού, που τα είχε γράψει το ίδιο εκείνο πρωί: «Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα - Ένα βουνό | με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα, | κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό, | ποιόν κλείνει μέσα του, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα; | Μα εσύ, Λαέ, που τη φτωχή σου τη λαλιά (την Δημοτική) | ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια, | μοιράσου τώρα την θεϊκή φεγγοβολιά | της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια | γιγάντιο φλάμπουρο. Κι απάνω κι από μας, | που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη, | πες, μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!» | ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη! | Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, | δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... | Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές | της Λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»
Πράγματι, ο Παλαμάς στην τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα αγωνίστηκε για την καθιέρωση της γλώσσας του Λαού, πρώτα στην ποίηση και στη συνέχεια στον πεζό λόγο και σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του τότε αγώνα του, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η γενίκευση της χρήσης της Δημοτικής Γλώσσας επισημοποιήθηκε μόλις το 1976, ΦΕΚ 30 Απριλίου 1976!
Ο Κωστής Παλαμάς πολλές φορές είχε να αντιμετωπίσει εχθρικές κινήσεις για την φήμη, αλλά και για την θέση του σαν Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κάπου είδα την παύση του τιμωρία για ένα μήνα. Αυτός που έγραψε τον Ύμνο που ακούγεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αγαπούσε και πρόβαλε το παρελθόν μας, την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο, όμως το διαχώριζε από τη γλώσσα. Η Καθαρεύουσα, που επικρατούσε από το 1830, δεν είχε καμία σχέση με τη διαχρονία και με τη συνέχεια του Ελληνισμού. Όμως, κυριαρχούσαν οι «γλωσσαμύντορες» καθηγητές του Πανεπιστημίου, που θεωρούσαν τους δημοτικιστές και τον Κωστή Παλαμά προδότες και εχθρούς του Λαού. Είχαμε μάλιστα συγκρούσεις, όπως τα «Ευαγγελιακά» του 1901, τότε που εκπονήθηκε μετάφραση των Ευαγγελίων στη Δημοτική. Οι φοιτητές της εποχής εκείνης, που τους είχαν κάνει όλους οπαδούς «της Καθαρευούσης», ξεκίνησαν εκστρατεία, με στόχο τη δυσφήμηση της μετάφρασης. Λίγο μετά, η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη - κουμπάρου του Κωστή Παλαμά - άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το Ευαγγέλιο, σε μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καθηγητές τότε κατέβασαν τους φοιτητές στους δρόμους, με αίτημα να σταματήσει η δημοσίευση. Φυσικά, η εφημερίδα δεν είχε τέτοιο σκοπό. Οι φοιτητές ξεσηκώθηκαν. Ταραχές και συγκρούσεις. Όταν όλα ηρέμησαν, μετρήθηκαν οχτώ νεκροί και ογδόντα τραυματίες. Είχε πέσει και η κυβέρνηση. Ακολούθησαν τα «Ορεστειακά». Στα 1903, ανέβηκε η «Ορέστεια» μεταφρασμένη στη Δημοτική Γλώσσα. Πριν από την παράσταση, διαβάστηκε το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Το χαίρε της Τραγωδίας». Οι γλωσσαμύντορες ξεσήκωσαν και πάλι τους φοιτητές - που έκαναν διαδηλώσεις και φώναζαν «Κάτω ο Παλαμάς». Φοιτητές και στρατός συγκρούστηκαν, έπεσαν έξι πυροβολισμοί και ακολούθησε ομοβροντία. Μιλούν για δύο νεκρούς και εφτά τραυματίες.
Ίσως κάτι τέτοιο να σημαίνει το «Αθάνατος». Η ανάγκη να συναντήσεις, στο ξόδι του, κάποιον που δεν είχες συναντήσει ποτέ στη ζωή σου, αλλά που πάντα ήταν «ωσεί παρών». Που είχες ξεχάσει ότι θα πεθάνει κι αυτός. Όπως είχε πει η Ιωάννα Τσάτσου «Πέθανε ο γερο-Παλαμάς. Είχαμε ξεχάσει ότι ήταν θνητός». Ακούστηκε πολλές φορές αυτό το «Αθάνατος» και στις περασμένες πρώτες φθινοπωρινές μέρες, τότε που ήταν εκτεθειμένη σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του Μίκη Θεοδωράκη - μαζί με τα τραγούδια του από τα χείλια χιλιάδων ανθρώπων, που θέλησαν έτσι να πουν ένα ύστατο αντίο στον άνθρωπο με το εντυπωσιακό παράστημα, με τη βαριά φωνή, με τη σπιρτάδα στα μάτια και με τα μεγάλα χέρια.
Παλαμάς λοιπόν τότε και Θεοδωράκης τώρα. Σήμαναν οι καμπάνες και για τους δυό τους. Οι καμπάνες, ναί. Αλλά οι σάλπιγγες δεν ήχησαν - ούτε γι’ αυτόν τον άνθρωπο που όλοι αγάπησαν, που αν και πολλοί ευτύχησαν να τον γνωρίσουν, αμέτρητοι ήταν οι άλλοι που δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί να τον αντικρίσουν από κοντά. Κι όμως, καταξιωμένοι από τον Λαό, είχαν και οι δυό τους, Θεοδωράκης και Παλαμάς, και κάτι άλλο κοινό. Όλοι θυμόμαστε, γιατί είναι πρόσφατο το γεγονός, τα ασφαλιστικά μέτρα της Μαργαρίτας Θεοδωράκη να εμποδίσει την ταφή του πατέρα της στην Κρήτη όπως άλλωστε ήταν η επιθυμία του. Το ίδιο μέτριος σε όλα του κι ανάξιος του πατέρα του ήταν και ο γιος του Παλαμά, ο Λέανδρος. Δείτε τι λέει σχετικά ο Μενέλαος Λουντέμης στο βιβλίο του «Ο Εξάγγελος»: « Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του «Αετού». Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά: « Κύριοι!» είπε στυφά. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τί θέλετε, επιτέλους, από τον νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο! Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά» (ήθελε να πει «μυστικά»). Άφρισα. «Ποιά οικογένειά του;» του λέω. «Μου φαίνεται, Λέανδρε, πως δεν κατάλαβες ποιόν είχες πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει». Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα. «Ξεκινάτε από «αλλότριους» σκοπούς» είπε με σφιγμένα τα δόντια. «Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο». «Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση». Έτσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του Πνευματικού μόνο Κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω από το οικογενειακό πένθος των Λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει τον μεγάλο της πατέρα. Πώς το ’μαθαν; Ποιά μυστική καμπάνα έκραξε μέσα στα μεσάνυχτα; Ποιός ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης; Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια… Ο Λαός! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για έναν τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη. Είναι αδύνατο - και τώρα - να περιγράψω αυτήν την θανή. Μου λύνονται οι αρμοί.»
Ο Μίκης Θεοδωράκης, δεκαοκτάχρονος τότε, δεν ξέρω αν ήταν στην Αθήνα και στην κηδεία. Ξέρω όμως ότι από τα πρώτα του μουσικά βήματα, στα δώδεκα και στα δεκατέσσερά του χρόνια, είχε ήδη συναντήσει τον Κωστή Παλαμά, όπως τώρα που μιλάμε γι’ αυτούς τους δυό: Στο Πνεύμα, στη δημιουργία. Στη διετία 1937-1939 ο μικρός Μίκης έπαιρνε μαθήματα βιολιού στο Ωδείο της Πάτρας και ήταν τότε που δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια: Συνθέσεις που είχαν βασιστεί σε στίχους του Σολωμού, του Δροσίνη, του Βαλαωρίτη, αλλά κυρίως του Παλαμά. Σε στίχους που τους έβρισκε άλλοτε στα σχολικά βιβλία και άλλοτε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του.
Έτσι, από τα αλφαβητάρια μελοποιούσε γνωστά παιδικά ποιήματα του Παλαμά, όπως π.χ. «Το Καλοκαίρι»: «Ο κόσμος λάμπει σαν ένα αστέρι, | βουνά και κάμποι, δένδρα, νερά, | γιορτάζουν πάλι, καθώς προβάλει | το καλοκαίρι. Θεού χαρά! | Φωνούλες γέλια φέρνει τ' αγέρι | μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια τα καρπερά. | Παιδιά αγγελούδια ψέλνουν τραγούδια | στο καλοκαίρι. Θεού χαρά! |Την ώρα τούτη σκορπά ένα χέρι | χάδια και πλούτη, κι η γη φορά,| σαν μια πορφύρα, ζωής πλημμύρα, | το καλοκαίρι. Θεού χαρά! | Η φύσις πέρα ω! νέοι και γέροι, | σα μια μητέρα μας καρτερά. | Η φύσις όλη σαν περιβόλι | το καλοκαίρι. Θεού χαρά!» Ή όπως το «Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι»: «Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι | στη μοναξιά και στη σιωπή. | Ξέρω μια πράσινη ραχούλα… | Δεν θα το χτίσω εκεί. | Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη | τον πλούσιο δρόμο τον πλατύ, | με τα παλάτια και τους κήπους… | Δεν θα το χτίσω εκεί. | Ξέρω το πρόσχαρο ακρογιάλι, | που όλο το κύμα το φιλεί. | Κρινόσπαρτη η αμμουδιά του… | Δεν θα το χτίσω εκεί». Θα τα βείτε στον δίσκο «Τα Παιδικά» του Μίκη Θεοδωράκη.
Από τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του, ξεσήκωνε άλλους στίχους του Παλαμά, άγνωστους σ’ εμάς, που με την αλλοτινή μελοποίησή τους μας ξεσηκώνουν και τώρα. Για παράδειγμα έκανε βαλς το: «Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια που κάνουν ναό το κλαρί, |που κάνουν απέραντη γλύκα | και σένα, διαβάτρα στιγμή. |Στην πλάση είναι κι άλλα πουλάκια, | γλυκόλαλα, πόσο απαλά, |σαν μάτι γιομάτο συμπόνια | που μόλις μας βλέπει, περνά. | Στην πλάση είναι κι άλλα πουλάκια, |τραγούδια, μα πόσο δειλά, | σαν πάθους φωνή ν’ ανεβαίνει στα χείλη χωρίς να μιλά». Ή το άλλο: «Όπου προς το βράδυ | πάτησες τη γη | βγήκε στο σκοτάδι | μια δροσοπηγή. | Κι όπου ήτανε ξέρα | και βουβή ερημιά | παίζει μια φλογέρα | στ’ άσπρα γιασεμιά. | Ρέει, τραγούδι η βρύση, | κλαίει σαν προσευχή, | Γύρω της η φύση | γίνεται ψυχή».
Όλα αυτά, λίγο πολύ για όσους ασχολούνται, είναι γνωστά. Νά όμως που ανάμεσα στις σελίδες του δίτομου αυτοβιογραφικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, τόμος Α, σελ. 127-129) βρήκα ένα σπάνιο ντοκουμέντο, που περιείχε την εξομολόγησή του Μίκη για την επιλογή της ζωής που είχε κάνει, χάρη στον Κωστή Παλαμά! Δείτε το:«Τα γεγονότα που σας αφηγήθηκα και όσα θα σας αφηγηθώ, τα έζησα σαν ένας ξένος, ένας τρίτος, ένας παρατηρητής, που είχε το θλιβερό προνόμιο να μάθει, πάνω στο πετσί του, τη μοίρα του Ανθρώπου. Και η εξωτερική όψη της ζωής μου ακολούθησε το δρόμο που ακολούθησε. Όμως, η εσωτερική πλευρά του εαυτού μου θα ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο - είτε είχαμε Πόλεμο και Κατοχή - είτε όχι. Γιατί το παιχνίδι είχε παιχτεί στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής μου. Είχα γνωρίσει τον Κόσμο και είχα αποστρέψει το πρόσωπό μου. Δεν βρήκα τον Θεό. Δεν βρήκα τον Άνθρωπο. Όμως τα ένστικτά μου με καλούσαν να ζήσω. Και τότε πιάστηκα από τη Μουσική. Όμως, ποιά μουσική; Την αρμονία, που ήταν μια ξένη κατάκτηση, ένα ξένο δώρο από μέρους κάποιων μεγάλων μουσικών, που είχαν ζήσει σε χώρες μακρινές, υγρές, με παραμυθένια σπίτια, ζεστά δωμάτια γεμάτα μουσικά όργανα και πρόσωπα ζωηρά και έξυπνα, ικανά να λάβουν το μήνυμα και να το εκτιμήσουν. Νομίζω ότι η επιλογή της συμφωνικής (κλασικής) μουσικής εκείνη την εποχή - στο μέσον της πολιτιστικής ερημιάς της ελληνικής επαρχίας - ήταν μια αυθόρμητη ενέργεια που περιέκλειε το στοιχείο της άρνησης στην ελληνική πραγματικότητα, με το αποκρουστικό της για μένα πρόσωπο. Ούτε λαϊκά ούτε δημοτικά ούτε ελαφρά: Κλασικά. Πού; Στον Πύργο του 1939 και στην Τρίπολη του 1940! Σ’ αυτή τη γραμμή της αποστασιοποίησης θα έμενα σταθερός έως τα 1960, παρ’ ότι στην εξωτερική μου ζωή θα ζούσα, όσο λίγοι Έλληνες, τα γεγονότα μέσα στην καρδιά των γεγονότων, μοιράζοντας το ψωμί και την αγωνία μου με ό,τι πιο πολύ μπορεί να ονομαστεί Λαός. Έχοντας στη μια τσέπη τον Καβάφη και στην άλλη τον Μπραμς, θα μοιραζόμουνα παρανομίες, μάχες, φυλακές και εξορίες, με τον μικροπωλητή, τον υδραυλικό, τον σκαφτιά, τον ψαρά, που δεν είχαν φανταστεί την ύπαρξή τους. Ζωή παρανοϊκή. Σίγουρα. Βρήκα όμως δυο δασκάλους. Δυο Έλληνες. Τα μεγαλύτερα μυαλά, για να με οδηγήσουν: Τον Κωστή Παλαμά και τον Διονύσιο Σολωμό. Έσπευσε η επίσημη Ελλάδα να τους ανακηρύξει «εθνικούς» ποιητές. Ήξερε τάχα ποιοί ήταν στ’ αλήθεια; Διάβασα, όπως έπρεπε, στον καιρό μου τον Νίτσε. Ιδιαίτερα τη «Γέννηση της Τραγωδίας», που με δίδαξε πολλά. Όμως, αυτό που χοντρικά και εύκολα οι πιο πολλοί αποκαλούν «νιτσεϊκό» πνεύμα, εγώ το βρήκα πρώτα στον εαυτό μου - που είχε ανάγκη να αυτοϋμνηθεί για να επιζήσει - και στη συνέχεια το διδάχτηκα από τον Παλαμά: «Μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ είμαι. Μες στης φυλακής τους διαλεχτούς είμαι ο διαλεχτός εγώ του φυλακιστή (…). Μόνος και ψηλά. Χαμήλωσε και λαός με το λαό γίνε. Να κι οι ανθοί (…) οι ευκολοθέριστοι στ’ άγριο τ’ άλογό σου εμπρός, οι ξεψυχιστοί στέφανα του γάμου σου ας γενούν με την άσκημη Ζωή, με όλων τη ζωή (…). Και είναι τ’ άστρο η σκλάβα κι η άσκημη κι η γυναίκα σου η Ζωή, και όλων η ζωή. Ξένε, και μαζί μ’ αυτή ξανά καβαλάρης να ανεβείς, τ’ άσπρο σου άτι εσύ, ν’ αστραποδιαβαίνεις και λαός το κατόπι σου Ωσαννά να σκορπάει βοή (τρισωϊμέ και τρισαλί…)» (1899). Υπογράμμισα δυο φράσεις- κλειδιά και μία λέξη, Ξένε. Το απόσπασμα αυτό είναι από το ποίημα «Το πρώτο σχεδίασμα των αλυσίδων» του Κωστή Παλαμά. Το άλμα από τον Βαλαωρίτη στον Παλαμά πραγματοποιήθηκε χάρη σ’ έναν εντυπωσιακό τόμο, δεμένο με χρώματα μπλε και γαλάζιο και χρυσά γράμματα στη ράχη, «Δειλοί και σκληροί στίχοι». Πρόκειται για μια έκδοση που έγινε στα 1928, από την «The Neohellenic Mercury Publishing Company» του Σικάγου.
Στον πρόλογό του ο ποιητής γράφει πως στον «τόμο τούτο, υστερνότερο, όμως όχι τελειότερο πόσων αδελφιών του, στο διάστημα σαράντα χρόνων αδιάκοπης παραγωγής, εμπνευσμένης από την λατρεία του Στίχου που είναι ο ανθρώπινος λόγος «εν τάξει και μεγέθει» και που είναι στο μικροσκοπικό το ρυθμικό περπάτημα το σύμβολο του ρυθμού που κυβερνά το Σύμπαν…». Η σκέψη αυτή, διατυπωμένη με μαεστρική πυκνότητα, κάπου ήρθε να ξεμπερδέψει ή να μπερδέψει περισσότερο το κουβάρι με κείνες τις απόψεις - ενοράσεις για Κόσμο και για Μικρόκοσμο και για την Αρμονία του Σύμπαντος.
Από την άλλη μεριά, με βοηθούσε να βρω το δόγμα με το οποίο θα γαλήνευε η ψυχή μου από την τόση ασχήμια της ζωής και να τακτοποιήσω τη θέση μου σαν ξένος που ήμουν. […] Θέλω να πω ότι ο Παλαμάς με τους Δειλούς και Σκληρούς του Στίχους με ενέπνευσε, μου αποκάλυψε, με δίδαξε και με οδήγησε. […] Μέσα από τη φιλοσοφική σκέψη του Παλαμά οδηγήθηκα στη σύνθεση των δυο πρώτων μου ορατόριων, τον Ύμνο στο Θεό και τη Συμφωνία αρ. 1»
Αυτήν την άγνωστη προσφορά του Κωστή Παλαμά στη συνειδησιακή ύπαρξη του Μίκη Θεοδωράκη την καταθέτω εγώ εδώ σαν αντίληψη ευθύνης και προσανατολισμού, όχι όμως «επαγγελματικού προσανατολισμού» όπως το λέμε εμείς σήμερα στην ξύλινη γλώσσα μας. Γι’ αυτό και αργότερα, μέσα στις μέρες της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, ο Θεοδωράκης ανάμεσα στους προσωπικούς του στίχους απευθύνθηκε και στον Παλαμά:
Κωστή Παλαμά! Σ’ εσέ κράζω!
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος,
τόση ανδρεία φόβος,
τόση αδυναμία η δύναμη,
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές!
Πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου,
σήμερα χώρα υποτελών.