*Του Θανάση Γιαπιτζάκη
«Πολύ με πίκρανες, ζωή, | μακριά θα φύγω ένα πρωί, | θ’ ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο | να δω τον κόσμο από κει πάνω. | Όταν κοιτάς από ψηλά, | μοιάζει η γη με ζωγραφιά | κι εσύ την πήρες σοβαρά | κι εσύ την πήρες σοβαρά…| Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, | μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, | το μεγαλύτερο ανάκτορο | μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι. | Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε | από ψηλά αν τους κοιτάξεις | θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι | που στη στιγμή θα τους ξεχάσεις. | Οι πύργοι μοιάζουν με κουκλόσπιτα | και τα κανόνια με παιχνίδια, | από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε | οι ομορφιές και τα στολίδια. | Αγαπημένη μου, μην κλαις, | πάμε μαζί ψηλά, αν θες, | να δεις τη Γη απ’ τη σελήνη. | Ένα φεγγάρι είναι κι εκείνη». Λόγια του Κώστα Χατζή μέσα σε μπουάτ; Όχι. Λόγια της Σώτιας Τσώτου.
«Μεσάνυχτα στη γειτονιά, | η φτώχεια, η γρίπη, η παγωνιά, | κι ο πολιτσμάνος στη γωνιά | μες στο χιονιά. | Το υπόγειο έμπασε νερά, | περνάει το τραίνο και σφυρά | και κλαιν συνέχεια τα μωρά στη γειτονιά. | Και δεν μπορώ να κοιμηθώ, να ονειρευτώ: | πως είμαι πλούσιος, | πως είμαι πλούσιος, | πως είμαι αφέντης, βασιλιάς, ταξιδευτής. | Όσα κι εσύ κι εσύ κι εσύ θα ονειρευτείς, | όταν θα σβήσουνε τα φώτα της γιορτής». Λόγια θριάμβου του Δώρου Γεωργιάδη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Όχι. Λόγια της Σώτιας Τσώτου.
«Έι καπετάνιε, θέλεις ένα ναύτη ακόμα; | Που είμαι τάχα στεριανός ποιά διαφορά; | Να ’ξερες πόσο φαρμάκι ήπιε αυτό το στόμα | και τι ναυάγια έχω ζήσει στη στεριά. | Ό,τι αγάπησα μου το ’κλεψε το χώμα, | η αγαπημένη μου πλαγιάζει σ’ άλλο στρώμα | και οι παλιόφιλοι με πρόδωσαν ακόμα, | Ισκαριώτηδες μ’ ένα φιλί στο στόμα. | Έι καπετάνιε, θέλεις ένα
ναύτη ακόμα; | Θέλω να βλέπω μοναχά ωκεανό. | Μ’ έχει κουράσει η αδικία, μ’ έχει κάνει λιώμα | και να γυρνάω σ’ ένα σπίτι αδειανό. | Ό,τι αγάπησα μου το ’κλεψε το χώμα, | η αγαπημένη μου πλαγιάζει σ’ άλλο στρώμα | και οι παλιόφιλοι με πρόδωσαν ακόμα, | Ισκαριώτηδες μ’ ένα φιλί στο στόμα. | Έι καπετάνιε, θέλεις ένα ναύτη ακόμα;» Λόγια λαϊκού τραγουδιού του Καζαντζίδη μέσα σε στούντιο ηχογράφησης; Όχι, λόγια της Σώτιας Τσώτου.
Στίχοι στιβαροί, λες και τους έχει γράψει άντρας, χωρίς φιοριτούρες και περιττές φλυαρίες, στίχοι που μεταφέρανε μέσα τους θέματα έντονης κοινωνικής αναφοράς με πολιτικές αιχμές, στίχοι αθάνατοι που δεν δείχνουν το πέρασμα των πενήντα χρόνων - από τότε που εμφανίστηκαν πέρα από τα συνηθισμένα και έκαναν αίσθηση.
Ακόμα και στα ερωτικά της τραγούδια, παρόλο που πίσω απ’ αυτά ήταν μια γυναικεία καρδιά, δεν αναφερότανε όπως είπε κάποιος «με τρόπο γλυκερό σε αγάπες και λουλούδια και δεν ακολουθούσε την πεπατημένη της κλάψας και της καψούρας». Οι δικοί της στίχοι έφερναν - κι εδώ ακόμα - κάτι διαφορετικό. Θα δείξω για παράδειγμα την Σώτια Τσώτου με την φωνή της Ρένας Κουμιώτη: « Αγαπιόμασταν, Χριστέ μου, αγαπιόμασταν, | τα ματόκλαδά μας λειώναν σαν κοιτιόμασταν. | Στ’ ακροδάχτυλα αγγιζόμασταν και τρέμαμε | και χαμήλωναν κοντά μας κι οι ουρανοί. | Και ποθούσα και ποθούσες να πεθαίναμε | τόσο νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αγνοί. | Αγαπιόμασταν, Χριστέ μου, αγαπιόμασταν, | και τα χείλη μας ματώναν σαν φιλιόμασταν. | Στις κρυφές γωνιές τον έρωτα μαθαίναμε | κι όσα ήτανε τα λάθη, ήταν κι οι λυγμοί. | Τη στιγμή εκείνη, Θεέ μου, να πεθαίναμε, | τόσο νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αγνοί».
Επίσης διαφορετικό της Σώτιας Τσώτου ήταν το ότι, πέρα από τους ποιοτικούς της στίχους, έγραψε κι άλλα, αλλιώτικα πράγματα. Από το «Μου ξανάρχονται ένα ένα | χρόνια δοξασμένα, | να ’τανε το Εικοσιένα | νάρθει μια βραδιά» που, τραγουδώντας το, ο Νταράλας, έγινε γνωστός σαν Νταλάρας, μέχρι το «Σωκράτη, εσύ σούπερ σταρ» που, τραγουδώντας το, η Ελπίδα το έφερε - με ελληνική γλώσσα - στην όγδοη θέση της Γιουροβίζιον : «Πιλάτος λαός | σού πήρε το φως, | Σωκράτη, εσύ σούπερ σταρ, | η Αθήνα που τόσο αγαπούσες | φαρμάκι σού δίνει πικρό. | Πικρή χαραυγή, | ορφάνευε η γη, | Σωκράτη, εσύ σούπερ σταρ, | την ώρα που εσύ ξεκινούσες | να βρεις τον αιώνιο Θεό. | Θεό δεν σε λένε ( σαν τον Χριστό εννοεί) | κεριά δε σου καίνε, | αλλά τα λόγια σου καίνε | κι ακόμα τα λένε, | Σωκράτη, εσύ σούπερ σταρ». Ή από το «Ταξίδευα παιδί κι εγώ | μ' ένα μεγάλο φορτηγό. | Κύμα μας φέρνει και μας πάει | απ' το Σουέζ ως τη Σαγκάη. | Κύμα μας φέρνει και μας πάει… | Ο πλοίαρχος ήταν Ρωμιός | και Πέρσης ο μηχανικός,| ήταν Αρμένηδες καμπόσοι | και Τούρκοι κι Ιρλανδοί και Ρώσοι. | Κι όλο μαλώναμε κι όλο βριζόμασταν | για τις πατρίδες μας, για τα ποστάλια μας.| Μα όταν
φουρτούνιαζε, αγκαλιαζόμασταν | κι ένας θεός, ο ίδιος θεός, στα παρακάλια μας». Ή το γνωστό «Είναι νωρίς για δάκρυα, Στέλλα, | παίξε τις κούκλες σου και γέλα, | τρέξε στις λάσπες στ’ ανηφόρια, | είσαι πολύ μικρή γι’ αγόρια. | Ξέρεις παιχνίδια, ξέρεις τρέλες, | Στέλλα με τις χρυσές κορδέλες, | μα το παιχνίδι της αγάπης | θα κάνεις χρόνια να το μάθεις. | Είναι πικρό, είναι σκληρό, | σε βασανίζει, σ’ ανασταίνει, | ένα παιχνίδι που κανείς | ποτέ σωστά δεν το μαθαίνει. | Ξέρεις του κόσμου τα παιχνίδια, | Στέλλα με τα ξανθά κοτσίδια, | μα της αγάπης το παιχνίδι | πολλούς καημούς, μικρό μου, κρύβει.| Είναι νωρίς για δάκρυα, Στέλλα, | όσο μπορείς ακόμα γέλα, | ώρα την ώρα θα βραδιάσει, | θα ’ρθει η ζωή και θα περάσει».
Πιστεύω ότι, πέρα από το αναμφίβολο ταλέντο της στο γράψιμο, το ντι-εν-έι της έπαιξε μεγάλο ρόλο στις επιλογές και στην υπεράσπιση των θεμάτων της στα στιχουργήματά της. Είχε γεννηθεί μέσα στην Κατοχή τον Μάιο του 1942 στη Λιβαδειά. Εκεί, η Σωτηρία Κρανιώτη ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας. Άρα, το όνομα των τραγουδιών Σώτια Τσώτου είναι ψευδώνυμο, θα βιαστούν να πουν κάποιοι. Κι όμως, πίσω από το όνομα κρύβεται μια αιφνίδια αλλαγή της μοίρας. Ο πατέρας της Γιώργος Κρανιώτης ήταν αγωνιστής του ΕΛΑΣ και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μπροστά στο σπίτι του, που στη συνέχεια το πυρπόλησαν. Το αδυσώπητο κυνηγητό της ορφανεμένης οικογένειας (η μητέρα της Ειρήνη τρομοκρατημένη από τις βιαιότητες χάθηκε, παρέμεινε αγνοούμενη και εντοπίστηκε οκτώ χρόνια αργότερα, το 1950, στο Νοσοκομείο της Βούλας) οδήγησε στην υιοθεσία τής μόλις δύο χρονών μικρής από το εύπορο ζεύγος Τσώτου. Θα έλεγα πιο πάνω «τραγική» αλλαγή της μοίρας, αλλά με το καινούργιο της όνομα η Σώτια Τσώτου μεγάλωσε σαν ένα ευνοημένο παιδί. Οι θετοί γονείς της μόνο που δεν την είχαν γεννήσει. Φρόντισαν να μαθητεύσει στο ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο Μαρσέλου και μετά στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών «Σαιν Ζοζέφ». Στα δεκαοκτώ της, σπούδασε στην Πάντειο και ταυτόχρονα στις δραματικές σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Κωστή Μιχαηλίδη. Παράλληλα όμως, τότε άρχισε να εργάζεται σαν δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ελευθερία». Το άδοξο τέλος της δημοσιογραφικής της καριέρας ήρθε ξαφνικά, τον Απρίλιο του 1967. Δείτε πώς το λέει η ίδια, πολύ αργότερα, σε μια συνέντευξη που είχε δώσει σε μια από τις δυό κόρες της, στη Δέσποινα που ήταν δημοσιογράφος, για το περιοδικό «Δίφωνο»: «Στιχουργό μ’ έκαναν δύο Παπαδόπουλοι: Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος.
- Τι παραδοξολογία κι αυτή!
- Στις 21 Απρίλη 1967, ο Γ. Παπαδόπουλος επιβάλλει τη δικτατορία στην Ελλάδα. Πολλές εφημερίδες, διαμαρτυρόμενες γι’ αυτή την κατάσταση, διακόπτουν αυθημερόν την έκδοσή τους. Ανάμεσά τους και η «Ελευθερία», στην οποία εργαζόμουν. Ακόμη με πονάνε οι αναμνήσεις εκείνου του καιρού. Ανεργία, ανασφάλεια, ένα μέλλον αβέβαιο και σκοτεινό για δεκάδες δημοσιογράφους κι εργαζόμενους στον Τύπο· και όχι μόνο. Και αιφνιδιαστικά, ένα πρωί, δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, που δούλευε στα «Νέα». Δεν γνωριζόμασταν προσωπικά, εκτιμούσα τα τραγούδια του και τον διάβαζα στο Σώμα των εφημερίδων. Κι όπως φαίνεται με διάβαζε κι εκείνος και με θεωρούσε αξιόλογη, όπως απεδείχθη από το τηλεφώνημα. Πήγα και τον βρήκα. Με περίμενε με μια κούτα τσιγάρα, ένα σεβαστό χαρτζιλίκι - γιατί, συν τοις άλλοις, ήμουν κι απένταρη - και μια πρόταση: να ασχοληθώ με το στίχο, έστω προσωρινά, για επιβίωση. Αλλά ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Σαράντα δύο χρόνια μετά, Μάιος του 2009, και σου δίνω συνέντευξη ως στιχουργός, που, κατά πώς φαίνεται, τα κατάφερε.
- Η φράση «τα κατάφερες» είναι ένδειξη αυτής της υπερβολικής σεμνότητας που εκνεύριζε εμένα και την αδελφή μου από παιδιά;
- Δεσποινάκι, όταν έχεις διαβάσει πολύ - κι εγώ έχω διαβάσει πολύ - και ξέρεις τί έχει γραφτεί παγκοσμίως, το να είσαι μετριοπαθής είναι φυσικό επακόλουθο. Η έπαρση πολλών δημιουργών είναι αδελφή της άγνοιάς τους».
Βλέπουμε λοιπόν σ’ αυτά τα λόγια της, για ποιό λόγο παρέμεινε σεμνή και ταπεινή ως το τέλος, «άγνωστη» θα την έλεγα, παρά την έντονη φήμη και την αναγνωρισιμότητα που απέκτησε μέσα από τα τριακόσια τόσα στιχουργήματά της, προσθέτοντας σ’ αυτά και το 85% των τραγουδιών που μελοποίησε και τραγούδησε ο «άλλος της εαυτός», ο Κώστας Χατζής.
Όταν, όπως λέει η Σώτια πιο πάνω, η εφημερίδα «Ελευθερία» έχασε ξαφνικά την ελευθερία της από το Απριλιανό καθεστώς διακόπτοντας την έκδοσή της, έβαλε τέλος και στη δημοσιογραφική της καριέρα. Στη διάρκεια της Δικτατορίας τη συλλάβανε πολλές φορές και την οδήγησαν στα κρατητήρια. Εκεί, στην απομόνωση, εμπνεύστηκε το τραγούδι που θα την έκανε, λίγους μήνες αργότερα το 1968, γνωστή σαν στιχουργό, όπως είχε κάνει τον μέντορά της Λευτέρη Παπαδόπουλο η δικιά του «Άπονη Ζωή»: Ήταν το «Βρε δε βαριέσαι, αδελφέ»: «Κάποιο παράθυρο έχει φως, | κάποιον τον καίει ο πυρετός, | μας φεύγει βήμα βήμα. | Κάποιο καράβι στ’ ανοιχτά | με χίλια βάσανα βαστά | να μη το πιεί το κύμα. | Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ | τσιγάρο πρέφα και καφέ | Βρε δε βαριέ, βρε δε βαριέσαι, αδελφέ. | Κάποιος στην άκρη του γκρεμού | κοιτάει το τέλος τ’ ουρανού, | μονάχος του πεθαίνει. | Κάποιος στη μάχη πολεμά,| η σφαίρα δίπλα μας περνά, | στο στήθος του πηγαίνει. | Κι εμείς οι άλλοι, μα το ναι, | κάνουμε πάρτι ρεφενέ | Βρε δε βαριέ, βρε δε βαριέσαι, αδελφέ. | Έξω αστράφτει και βροντά | κι ένας διαβάτης περπατά | χαμένος μες στην μπόρα. | Κάπου δεν θα ’χουνε ψωμί, |
κάπου πεινάει ένα παιδί | και κλαίει αυτή την ώρα. | Κι εμείς χορτάτοι, μα το ναι, | κάνουμε γλέντια ρεφενέ | Βρε δε βαριέ, βρε δε βαριέσαι, αδελφέ. | Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν, | σαν κολασμένοι τριγυρνούν | και κλαίνε και πονάνε. | Στάσου και σκέψου μια στιγμή | πόσοι σκοτώνονται στη Γη | την ώρα που μιλάμε. | Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ | τσιγάρο, πρέφα και καφέ | Βρε δε βαριέ, βρε δε βαριέσαι, αδελφέ».
Με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του Κώστα Χατζή ακούστηκε, την ίδια εποχή και «ο Στρατής» της. «Τα νιάτα του έφαγε ο Στρατής | στα ναυπηγεία ολημερίς. | Φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά | να παν οι άλλοι μακριά,| να ταξιδέψουνε τη Γη, | οι τυχεροί οι τυχεροί. | Τ’ απόβραδο στο καπηλειό | με τον Γιωργή τον παραγιό | λένε για χώρες μακρινές, | που δεν τις είδανε ποτές, | ζηλεύουνε τους ναυτικούς, | τους τυχερούς τους τυχερούς. | Όταν πεθάνω, βρε Γιωργή, | όταν σαλπάρω από τη Γη, | βάλε στην κάσα μου πανιά, | βάλε της άλμπουρα, σχοινιά, | πες πως ταξίδεψε κι αυτός, | ο τυχερός ο τυχερός». Ένα παρόμοιο θέμα, με τωρινές όμως λέξεις, θα δώσει να το πει πολύ αργότερα, το 1994, ο Στέλιος Καζαντζίδης: «Ξέρω νεκρούς που έχουν τα μάτια ανοιχτά | και που χτυπάει κανονικά μέσα η καρδιά τους, | παν στη δουλειά, χτυπάνε κάρτα στις επτά, στο μισθολόγιο υπάρχει τ’ όνομά τους. | Αλλά έχουν φύγει μυστικά και σιωπηλά | κι έχουν χωρίσει, από τον κόσμο, τα δικά τους, | γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν, τελικά, | τη μέρα που πεθαίνουν τα όνειρά τους».
Επανέρχομαι όμως στην εποχή του Χατζή και στη δικιά της πρώτη εποχή, όταν οι στίχοι της μιλούσαν αν ήταν τρελός ή παλικάρι - ή για «της γειτονιάς μας τον τρελό»: «Της γειτονιάς μας ο τρελός | όλα ανάποδα τα βλέπει | μες στου μυαλού του τον καθρέφτη, | μες στου μυαλού του τον καθρέφτη. | Πάει στις κηδείες και γελάει, | στα γεννητούρια πάει και κλαίει, | κι όλα ανάποδα τα λέει, | κι όλα ανάποδα τα λέει. | Στους πλούσιους και στους αρχοντάδες | δεν τους μιλάει, με το έτσι θέλω, | κι αλλού γυρνάει το κεφάλι, | κι αλλού γυρνάει το κεφάλι. | Ενώ στους γεωργούς και στους χτιστάδες | τους βγάζει αμέσως το καπέλο, | λες κι είναι άρχοντες μεγάλοι, | λες κι είναι άρχοντες μεγάλοι. | Από το φούρνο του Τσαλίκη | έκλεψε ένας πεινασμένος ένα καρβέλι απ’ το κοφίνι | και μάρτυρα πάνε τον τρελό στη δίκη. | Και τον ρωτούν ποιός είν’ ο κλέφτης; | Κι αυτός τον φούρναρη…τους δείχνει! | Θε μου, τι ομορφιά, τι φως | της γειτονιάς μας ο τρελός. | Γλυκαίνεσαι να τον ακούς. | Να ’χαμε ακόμα άλλους δυο τέτοιους τρελούς». Στο ίδιο μοτίβο είχε γράψει και το «Κάτι τρέχει»: «Κάτι τρέχει, κάτι τρέχει | και ο κόσμος κέφια έχει, | το παράθυρο δεν μπάζει | και η βρύση μας δεν στάζει. | Στην κρεμάστρα το φουστάνι | μοναχό του σκέρτσα κάνει, | κι ο παλιός μας ο καθρέφτης | τρεις φορές γίνεται ψεύτης. | Οι ληστές τα αντικλείδια | τα κρεμάσανε στολίδια, | φρονιμέψαν τα κορίτσια | κι οι γριές κάνουν καπρίτσια. | Κάτι τρέχει, κάτι τρέχει | και το σύννεφο δεν βρέχει ,| ξεγελάστηκε τ’ αστέρι, | βγήκε μέρα μεσημέρι».
Το δεύτερο εμβληματικό της στιχούργημα μετά το «Βρε δε βαριέσαι, αδελφέ» θεωρείται το αξέχαστο «Λεωφορείο ο Κόσμος». Θα δείτε αμέσως το γιατί: «Στα παλιά λεωφορεία | ο καθένας μια ιστορία. | Είν' η φτώχεια εισιτήριο | κι η ουρά ένα μαρτύριο. | Στην ουρά γίνονται φίλοι | μοδιστρούλες κι υπαλλήλοι, | οικοδόμοι και ραφτάδες, | μόρτες και πορτοφολάδες. | Πρόσωπα χλωμά σαν άστρα, | σαν λουλούδια μαραμένα | που τα κόψαν απ' τη γλάστρα | και τα στέλνουν 'δω κι εκεί. | Χέρια βρώμικα και τίμια, | που, αν δεν ξέρουνε να γράφουν, | δώδεκα πανεπιστήμια | έχουν βγάλει στη ζωή. | Στα παλιά λεωφορεία | στριμωξίδι, φασαρία, | και πικρή φιλοσοφία | για την άδικη ζωή. | Μοιάζει, φίλε, αυτός ο Κόσμος | με παλιό λεωφορείο | κι οι ανθρώποι ένα φορτίο | που το σέρνει εδώ κι εκεί. | Δύσκολο πικρό ταξίδι, | φασαρία, στριμωξίδι, | ποιος, στ' αλήθεια, θα μπορέσει | τ' αλλουνού να φάει τη θέση. | Τούτη η θέση είναι δική μου, | ο χαμός σου είναι η ζωή μου, | η ζωή σου ο θάνατός μου | στο λεωφορείο του Κόσμου. | Δεν σ' αντέχω άλλο, Κόσμε, | μ' έχεις δέσει και με σέρνεις, | μια χαμογελάς, μια δέρνεις, | με το γέλιο, με το δάκρυ. | Δεν σ' αντέχω άλλο, κόσμε, | σ' έχω πιει, σ' έχω χορτάσει, | και η πίκρα σου έχει φτάσει | μέχρι των χειλιών την άκρη. | Δεν σ' αντέχω άλλο, Κόσμε, | πίκρα πίκρα σε μαζεύω. | Δε σ' αντέχω άλλο, Κόσμε, | κάνε στάση να κατέβω».
Είχε στενή συνεργασία με τον Κώστα Χατζή - και άλλα τραγούδια της εποχής τους ήταν το «Ένας Γερμανός και μια Εβραία», το «Νυχτώνει, δόξα τω Θεώ», το «Αντίο», το ««Αν ερχόσουν», «Ο κύριος κανείς», «Πάλι ύπνος δε με πιάνει», «Είμαι ένας άνθρωπος απλός» ή το «Μη μας περιφρονάς»: «Μη μας περιφρονάς, μη μας περιφρονάς, | γράψε, βρε Ιστορία, δυό λόγια και για μας. | Γράψε για μας τους ταπεινούς | και τους ανώνυμους της Πλάσης,| σκαλί είμαστε για τους τρανούς, | οι θεατές στις παρελάσεις.| Αν δεν υπήρχαμε εμείς, πώς θα ξεχώριζαν οι άλλοι; | Αν δεν υπήρχαν οι μικροί, πώς θα υπήρχαν οι μεγάλοι; | Αρνήσου το αν μπορείς, αρνήσου το αν μπορείς, | από την ίδια λάσπη πλαστήκαμε κι εμείς. | Για μας δεν νοιάζεται κανείς. | Είμαστε τ’ άγραφο το χιόνι. | Μας ξέρουν πέντε συγγενείς, | η μάνα μας και οι γειτόνοι. | Μη μας περιφρονάς, μη μας περιφρονάς, | γράψε, βρε Ιστορία, δυό λόγια και για μας».
Κορύφωση της συνεργασίας της μαζί του αποτέλεσε το τριπλό άλμπουμ «Ρεσιτάλ», που οι πωλήσεις του ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο εκείνη την εποχή Ανάμεσα στα τραγούδια της ήταν και τα γνωστά ακόμα και σήμερα «Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει», «Σπουδαίοι άνθρωποι, αλλά», «Σ' αγαπώ (όπως η μάνα το παιδί)», «Κι ύστερα», «Δεν είμαι εγώ», και «Η αγάπη όλα τα υπομένει» .
«Άσε με να κάτσω πλάι σου | κι ό, τι θέλεις συλλογίσου, | δε θα σου μιλήσω, δε θα σου μιλήσω. | Μίλα με τους άλλους γύρω σου | για ν' ακούω τη φωνή σου, | σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. | Άσε με απ' το ποτήρι σου | μια γουλιά να πιω ακόμα, | δίψασα πολύ, δίψασα πολύ. | Φεύγει η ζωή και χάνεται | και τ' αφίλητό μου στόμα | καίει για ένα φιλί, καίει για ένα φιλί. | Σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει, | πόσο σ' αγαπώ, πόσο σ' αγαπώ. | Γέρνεις και ο ίσκιος σου μ' αγγίζει | κι εγώ ριγώ, κι εγώ ριγώ». Ένα από τα τραγούδια, που τα έλεγε ο Χατζής με τη Μαρινέλλα. Κι άλλα από το επιτυχημένο τους άλμπουμ με πρωθιέρεια τη Σώτια Τσώτου: «Σπουδαίοι άνθρωποι, αλλά | η μοναξιά τούς παγώνει. | Πηγαίνουνε στο σινεμά | για να μη νιώθουνε μόνοι. | Μα εγώ έχω εσένα, κι εσύ εμένα | κι είν’ η αγάπη μας χρυσό πουλί, | μα εγώ έχω εσένα, κι εσύ εμένα, | Δυο π’ αγαπιούνται είναι πολλοί» «Σ' αγαπώ όπως η μάνα το παιδί, | όπως η φλόγα το δαδί, | όπως ο γέρος τη ζωή που τον αφήνει, | σ’ αγαπώ όπως η άβυσσος το φως, | όπως τα όνειρα ο φτωχός | κι ο κουρασμένος στρατιώτης την ειρήνη. | Δεν έχω τίποτ' άλλο, είμαι μια φωνή, | είμαι δυο χέρια αδειανά που σε τυλίγουν, | μα σ' αγαπώ και κοίτα ανοίγουν οι ουρανοί, | οι ουρανοί που τόσο δύσκολα ανοίγουν. | Σε ζητώ όπως το χώμα τη βροχή, | όπως το γέλιο η ψυχή | κι οι οδοιπόροι τα βαθύσκιωτα πλατάνια, | σε ζητώ όπως το χιόνι η φωτιά, | ο πονεμένος τη γιατρειά | και η μεγάλη αμαρτία αχ τη μετάνοια». Ή εκείνο το «Ύστερα»: «Κι ύστερα πήρες από πάνω μου το χιόνι | κι ύστερα τίναξες τη στάχτη απ' τη ζωή, | πήρες στα μάτια το παράπονο να λιώνει | κι έκλαψα ήσυχα κοντά σου ως το πρωί. | Κι ύστερα κι ύστερα; | Μα δεν υπάρχει ύστερα. | Κλείσαν ξανά τα σίδερα | κι όλα τελειώνουν σήμερα». Ή το «Δεν είμαι εγώ»: «Ένα αφύλακτο σπίτι η καρδιά μου και μπήκες. | Μπήκες να ξαποστάσεις κι εσύ το λεηλάτησες. | Η καρδιά μου καράβι σε παρθένο ταξίδι. | Ήρθες σαν τον κουρσάρο, με φωτιές και το πάτησες.| Ένα αφύλακτο σπίτι η καρδιά μου και μπήκες.| Μπήκες, βρήκες γαλήνη και μετά το πυρπόλησες.| Μπήκες μέσα στη μάχη, με κλωνάρι ειρήνης. | Μιλώντας για ειρήνη, ξαφνικά πυροβόλησες! | Τώρα τι τρέμεις γιατί λυπάσαι, | Εγώ ευθύνες δε σου ζητώ. | Αυτή η φωνή που τη φοβάσαι | δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ. | Εγώ σωπαίνω, άκου, σωπαίνω, | εγώ ευθύνες δε σου ζητώ. | Άλλος φωνάζει, άλλος ρωτάει, | άλλος κρατάει λογαριασμό. | Στ’ ορκίζομαι δεν είμαι εγώ». Με λέξεις της σε πασίγνωστο τραγούδι για την κόλαση των παρεξηγήσεων ανάμεσα στα ζευγάρια. Και για αντίλογο βάζει το εξίσου γνωστό της: «Δεν είν' τα μάτια σου μεγάλα, | τόσο βαθιά και γαλανά, | είν' η αγάπη που τα κάνει | όλα αληθινά. | Δεν είν' τα λόγια σου σπουδαία, | λόγια απλά, καθημερινά, | μα είν' η αγάπη που τα κάνει | όλα αληθινά. | Είσαι κι εσύ μιας αυγής λουλούδι, | κάτι που εφήμερα περνά, | μα είν' η αγάπη που τα κάνει | όλα αληθινά. | Είναι τα λάθη σου μεγάλα | και κάθε λάθος σου πονά, | μα είν' η αγάπη που τα κάνει | όλα αληθινά. | Δεν ξέρει η αγάπη μοιρολόι , | αρχή και τέλος δε γνωρίζει. | Χτυπάει τ' αόρατο ρολόι | κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει. | Η αγάπη όλα τα υπομένει, | η αγάπη όλα τα ελπίζει, | δίνει ζωή στην οικουμένη | κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει
Μην ξεχνάμε όμως σε όλα αυτά και τα άλλα, όπως «Αγαπιόμασταν Χριστέ μου», «Να της πείτε καπετάνιοι χαιρετίσματα», «Εγώ τι έχω και τι θα 'χω», «Του χρόνου τέτοια μέρα», «Δροσοσταλιά μου», «Τα ψέματα», «Ας πούμε αν θες», «Μου 'ταξες ταξίδι να με πας», «Για σένανε μπορώ», «Αθήνα», «Μόνο η αγάπη μένει», «Ο αφέντης λαός», «Όλα μας τα πλούτη η αγάπη ετούτη», «Κι όμως κι όμως», «Έναν καιρό», «Ο Κοσμάς κι ο κόσμος» (είναι σαν κι εμάς. Παλιοζωή, παλιοζωή, τι σου μαζεύω | και ηρθ’ η ώ και ήρθ’ η ώρα να στα πω. | Εσύ βαράς τον ταμπουρά κι εγώ χορεύω | κι εγώ χορεύω στο δικό σου το σκοπό). Το όνομά της συνδέθηκε με μια από τις πιο παραγωγικές και φωτεινές περιόδους του ελληνικού τραγουδιού. Και εκφράστηκε καλλιτεχνικά μέσα από στίχους τραγουδιών της εποχής με πολιτικές και κοινωνικές αναφορές. Ας πάρουμε για παρακαταθήκη της τα εξής λόγια: «Ας αστράφτει κι ας βροντά ο κεραυνός, | ας αφρίζει κι ας λυσσά ο ωκεανός, | εμείς είμαστε ο χρυσός ο ποταμός | που κυλάει, που κυλάει πάντα μπρος. | Εμείς κρατήσαμε σταυρό στους ώμους, | εμείς ποτίσαμε το χώμα που πατάς, | εμείς ανοίξαμε καινούριους δρόμους | για να μπορείς ελεύθερος να περπατάς».
Τα περισσότερα τραγούδια της αν και έχουν τραγουδηθεί από πολλούς, λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι γράφτηκαν από την Σώτια Τσώτου.«Εμείς θα δοξαστούμε μετά θάνατο» έλεγε αυτοσαρκαζόμενη στους φίλους της. Την υστεροφημία της την έχτιζε - όπως και το έργο της - με άφθαρτα υλικά: Όχι μόνο με τους στίχους των τραγουδιών της, αλλά και με τον ντόμπρο και ακέραιο χαρακτήρα της, που έφτιαχνε τον σεμνό, «βαρύ» και αταλάντευτο βηματισμό της στον μακρύ δρόμο της τέχνης της.
Ποιά ήτανε η Σώτια Τσώτου το είπε κάποιος με τον χαρακτηρισμό «ασυμβίβαστη και αντισυμβατική». Δεν χώραγε σε μια εποχή σαν τη δικιά μας, όπου κυριαρχεί η εικόνα και που ο καθένας μπορεί να γίνει εύκολα γνωστός από τη φάτσα του και όχι από τη δημιουργία του. Ανήκε σ’ εκείνους τους λίγους που είναι γνωστοί με το έργο τους, ενώ για τους ίδιους ελάχιστα μαθαίνουμε. Απόφευγε τα φώτα της δημοσιότητας. Όχι από εκκεντρικότητα ή από βεντετιλίκι. Απλώς δεν ήθελε να μιλάει στα μάτια, αλλά στις ψυχές των ανθρώπων - και αυτό το κατάφερνε με τα τραγούδια της. Από τον δίσκο «Θυμηθείτε μαζί μου» που κυκλοφόρησε το 1979, διαλέγω τους «Αρουραίους της νύχτας» που, παρά τον αποτρόπαιο τίτλο της, δείτε τί λέει: « Των φτωχών τα φαρμάκια τα κάνατε χρήμα | και το αίμα του κόσμου, χρυσό. | Και σας λεν καλλιτέχνες, τι κρίμα τι κρίμα, | σας μισώ, σας μισώ. | Ραφαέλα Καρά, Φρανκ Σινάτρα, Μπεκώ, | κι όλοι εσείς που δεν πρέπει να πω, | μεγιστάνες του Τώρα, χθεσινοί πεινασμένοι | αρουραίοι της νύχτας, και ντόπιοι και ξένοι | σας μισώ, σας μισώ. | Μια νέα τάξη με πλουτοκράτες και δυνατούς | μας κοροϊδεύει με συναυλίες για τους φτωχούς. | Αχ Μπόμπυ Ντύλαν, να κλαίω μ’ έκαναν κάποτε οι στίχοι σου, | τώρα αυτοκράτορα σ’ έχουν κάνει οι ανθρακωρύχοι σου. | Και επειδή καλλιτέχνης είμαι , Θεέ μου, κι εγώ, | με μισώ, με μισώ, με μισώ».
Στους στίχους της βρήκαν χώρο η φτώχεια, η αδικία, οι κοινωνικές ανισότητες που γεννάει η εκμετάλλευση, ο πόλεμος, η προσφυγιά, ο πόνος του καθημερινού ανθρώπου, τα βάσανα του βιοπαλαιστή, η αγάπη, η πραγματική φιλία. Από τον δίσκο «Και πού Θεός» του 1994 βρίσκω την φωνή του Καζαντζίδη να λέει τα λόγια της Σώτιας Τσώτου: «Εγώ είμαι πρόσφυγα παιδί, | μέρα καλή δεν έχω δει, | τί θες να ξέρω; | Από τραγούδια λαϊκά | έμαθα τα ελληνικά, | τί θες να ξέρω; | Το μόνο που έμαθα καλά | είναι τον πόνο σιωπηλά να υποφέρω. | Χτύπα κι εσύ αφού το θες, | ξέρω καλά από πληγές | και παραξέρω». Η σπουδαία αυτή στιχουργός ήταν πιο σπουδαία, επειδή έκανε ό,τι μπορούσε, για να μη φαίνεται. Αποτέλεσμα, ποιός ξέρει τίποτα γι’ αυτήν; Κανείς. Όσο ζούσε, δεν διατηρούσε προσωπικό αρχείο τί λέγανε για τη Σώτια Τσώτου, ούτε είχε στους τοίχους του σπιτιού της κάποιον από τους πολλούς χρυσούς και πλατινένιους δίσκους ή κάποια προθήκη με τα βραβεία που της απένειμαν κατά καιρούς. Δεν συμμετείχε άλλωστε στις «τελετές απονομής» για να παραλάβει. Της αρκούσε που ξέρανε όλοι τα λόγια της τραγουδώντας, σαν είδος αντίστασης στα παράλογα που ζούμε, για παράδειγμα τη «Μαρία των βράχων» που έλεγε στο Νέο Κύμα η Καίτη Χωματά: «Η Μαρία των βράχων | δώδεκα χρόνους στο γιαλό. | Μην της μιλάτε και μη σφυράτε, | καράβια, σάς παρακαλώ.| Αμαρτία της να ’χει μια αγάπη, | να ’χει ένα Γιώργο, ένα Μηνά…| Μην της μιλάτε, γιατί θυμάται | τα μάτια του τα γαλανά. | Η Μαρία των θρήνων | με τα παντζούρια της κλειστά | Παιδιά που πάτε, μην τραγουδάτε | στο παραθύρι της μπροστά».
Από το 1977 έγραφε για την εποχή μας, που, όποιες αλλαγές και να βλέπουμε, εγώ νομίζω πως είναι η παντοτινή – και που έχει τα γνωρίσματα που λέει η Σώτια Τσώτου: «Τί λαμπρός πολιτισμός και τί εποχή που ζούμε, | όπου πας ηλεκτρισμός, μα το φως δε βλέπω που ’ναι. | Μες στο σπίτι μοναξιά, έξω ερημιά θανάτου,| ο καθένας συζητά μόνο με τα βάσανά του. | Ες Όου Ές (SOS) πνίγομαι, πνίγομαι στ’ αλήθεια, | Ες Όου Ές προς τον κοντινότερο άνθρωπο, βοήθεια! | Τί λαμπρός πολιτισμός, διαστημόπλοια πετάνε, | χάθηκε απ’ τη Γη ο Θεός και στ’ αστέρια τον ζητάνε.| Μέσα στον τηλεφωνικό κατάλογο κοιτάω | κι όσα ονόματα θα δω, τόσες μοναξιές μετράω». Τον χειμώνα του 1978 η Μαρινέλλα
ανέβασε στο νυχτερινό κέντρο "Ζουμ" ένα μουσικό υπερθέαμα με τίτλο "Εικόνες", σε μουσική του Δώρου Γεωργιάδη και στίχους της Σώτιας Τσώτου, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά τα κοινωνικά τραγούδια «Αλλάζουμε», «Εγώ ζωγράφισα τη γη», «Απ' όλα τα παιδιά ζητώ συγγνώμη», «Ο τελευταίος Χριστιανός», «Η πόλη αυτή δε μας χωρά». Παραθέτω κάποιους απ’ αυτούς τους στίχους της: «Απ’ όλα τα παιδιά ζητώ συγγνώμη | κι απ’ όσα δεν γεννήθηκαν ακόμη. | Δεν έπρεπε να σας γεννήσουμε, αλλά | φοβόμασταν να ζήσουμε μόνοι. | Το στάρι μες στους κάμπους τελειώνει | κι ο τρίτος ο παγκόσμιος ζυγώνει. | Σας φέραμε, γιατί δεν είχαμε οι δειλοί | το θάρρος να πεθάνουμε μόνοι. | Απ’ όλα τα παιδιά ζητώ συγγνώμη | κι απ’ όσα δεν γεννήθηκαν ακόμη. | Βαρύς είν’ ο Σταυρός και πώς, παιδί μου, πώς | και πώς να τον σηκώσουμε μόνοι».
Και σ’ όλα αυτά του μαύρου προβληματισμού που καταθέτει στους διάφορους στίχους της, εγώ - για τέλος - θα αντιπαραθέσω ένα αισιόδοξο τραγούδι της, που - όπως είπα στην αρχή - λέμε ότι είναι τραγούδι της Άννας Βίσση, ενώ είναι τραγούδι της Σώτιας Τσώτου: «Δώσε μου πράσινο απ' τα μάτια σου | και χρυσαφί απ' τα μαλλιά σου | κι έλα πριν φέξει ο ουρανός. | Έλα να βάψουμε το δρόμο, | έλα να βάψουμε τον Κόσμο | για να ξυπνήσει γαλανός. | Μπα σε καλό σου, τι κάνεις, στάσου, | μη βάζεις μαύρο απ' την καρδιά σου, | μη βάζεις μαύρο απ' την καρδιά σου! | Μπα σε καλό σου, μην κλαις, να ζήσεις, | και ξεθωριάσει, και μου το σβήσεις. | Δώσε μου κόκκινο απ' τα χείλια σου | και θαλασσί απ' τ' όνειρό σου, | έλα κρυφά στα σκοτεινά. | Έλα να βάψουμε τα τρένα, | τα σπίτια τα ορφανεμένα | και τα λιμάνια γαλανά».
Σε κάποιες λέξεις της βρήκα τα εξής: «Κάθε χρόνο, μες στα άσπρα ( χιονισμένη εννοεί), η Στοκχόλμη απ’ τον κόσμο ζητάει συγγνώμη για τον κύριο Νόμπελ» (επειδή θησαύρισε ανακαλύπτοντας την καταστροφική δυναμίτιδα). Η 10η Δεκεμβρίου είναι η μέρα θανάτου του Σουηδού Άλφρεντ Νομπέλ (το σωστό του όνομα τονίζεται στη λήγουσα) και γι’ αυτό η Σουηδική Ακαδημία έχει τη μέρα αυτή καθιερωμένη για να απονέμει τα Βραβεία Νόμπελ. Είναι η ίδια μέρα που η 69χρονη, τότε στο 2011, Σώτια Τσώτου άφησε την τελευταία της πνοή νικημένη από τον καρκίνο. Ποιός ξέρει αν εκεί που βρέθηκε και μας κοιτάει από ψηλά, εκεί στο Πουθενά ή στο Κάπου, συνάντησε τον εκτελεσμένο πατέρα της που δεν τον γνώρισε - και αν του είπε ότι εκείνη στη ζωή της ασχολήθηκε με μουσικές εκτελέσεις, που είχαν, για σφαίρες, τους στίχους της προς τους ανθρώπους.