του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗ
Οδός Μυλλέρου. Όπως λέμε το όνομα του Βολταίρου. Αλλά ο Βολταίρος λεγόταν Βολταίρ στη γλώσσα του, στα γαλλικά. Έτσι και το πραγματικό όνομα στην ελληνική οδό είναι Μύλλερ, στα γερμανικά.
Μύλλερ υπάρχουν πολλοί. Από τον γκολτζή ποδοσφαιριστή Γκερντ Μύλλερ ή από τον οδυνηρά αξέχαστο σφαγέα της Κρήτης Φρίντριχ Μύλλερ που αιματοκύλισε τη Βιάννο του Ηρακλείου και τα Ανώγεια του Ρεθύμνου μέχρι τον ερευνητή της ελληνικής αρχαιότητας Καρλ Ότριντ Μύλλερ που πέθανε στην Ελλάδα και ο τάφος του βρίσκεται στον λόφο του Κολωνού πλάι στον τάφο του συνονόματου Γάλλου αρχαιολόγου Σαρλ Λένορμαν.
Όμως ήρθε η ώρα να φανεί πώς ωχριούν οι μνήμες μπροστά σε έναν συνονόματό τους Μύλλερ, που αυτός λεγότανε Βίλχελμ - ένα γερμανικό όνομα, που εμείς το έχουμε ελληνοποιήσει σε Γουλιέλμο.
Ο άγνωστος λοιπόν στις μέρες μας Βίλχελμ Μύλλερ κρύβεται πίσω από την παλιά ονομασία της Οδού Μυλλέρου. Και παραμένει από τότε, από το 1884, που τη βαφτίσανε έτσι, μετά από πρόταση του θεμελιωτή της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Πολίτη, σαν μια μικρή προσφορά σε έναν μεγάλο ποιητή, που αποτέλεσε την ψυχή του Φιλελληνισμού στην Γερμανία. Γιατί τότε, ο Μύλλερ αυτός ήταν γνωστός ακόμα. Σήμερα απομένει σαν μια φθαρμένη ταμπέλα οδού μέσα στην περιοχή του Μεταξουργείου της Αθήνας.
Η φήμη του μπορεί να χαμήλωσε, όμως δεν έσβησε ολότελα. Κι αυτό συνέβη, γιατί ήταν ποιητής. Και αυτά που εποίησε, έμειναν. Όχι μέσα σε άγνωστα σήμερα βιβλία, αλλά σε τραγούδια - αφού σαράντα μουσουργοί της εποχής του (ανάμεσά τους ο Σούμπερτ και ο Μπραμς) ενδιαφέρθηκαν να μελοποιήσουν ποιήματά του. Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι η πασίγνωστη «Φλαμουριά» του, που την έκανε αθάνατο τραγούδι ο Φραντς Σούμπερτ μετά τον αναπάντεχο θάνατο του ποιητή από ξαφνικό εγκεφαλικό μόλις στα τριάντα τρία του χρόνια. Με αυτήν την ευκαιρία λέμε ότι ο ίδιος ο Βίλχελμ Μύλλερ, όσο ζούσε, δεν ευτύχησε να ακούσει μελοποιημένους κάποιους από τους στίχους του. Ήταν στον Ιανουάριο του 1822 που ο ποιητής είχε στείλει ένα κύκλο ποιημάτων του στη Λειψία για να συμπεριληφθούν σε ένα φιλολογικό αλμανάκ που λεγόταν «Ουράνια». Τα ποιήματα αυτού του κύκλου τα έδενε όλα μια μελαγχολία αναχώρησης και ένα προάγγελμα θανάτου, γι’ αυτό του είχε βάλει γενικό συμβολικό τίτλο «Το Χειμωνιάτικο Ταξίδ». Ανάμεσά τους βρισκόταν και η «Φλαμουριά» «Στη βρύση τη βουνίσια | σιμά ειν' η Φλαμουριά. | Στον ίσκιο της καθόμουν | να ονειρευτώ συχνά. | Ή χάραζα στη φλούδα | ονόματα ιερά | και πάντα εκεί γυρνούσα, |σε λύπη, σε χαρά. | Μια μέρα ταξιδεύω | σε μέρη μακρινά, | περνώ να χαιρετήσω | στερνά την φλαμουριά. | Βουΐζαν τα κλαδιά της, | σαν να μου κράζαν «Ω! | Κοντά μου πάντα μείνε,| θα βρεις γαλήνη εδώ». | Μακριά τώρα, στα Ξένα, | δεν βρίσκω τη χαρά | που ένιωθα εκεί πάνω, | σιμά στη φλαμουριά. | Στο νου μου πάντα μένει | τ' ολόχαρο χωριό. | Στ' αυτιά μου ακούω πάντα | «Θα βρεις γαλήνη εδώ». Αυτήν την έκδοση του αλμανάκ διάβασε ο Σούμπερτ κι άρχισε να συνθέτει το δικό του Ταξίδι πάνω στους στίχους του Μύλλερ. Είχε περάσει ένας μόλις χρόνος από τον θάνατο του ποιητή το 1827, τότε που στην Ελλάδα θα γινόταν η αρχή της απελευθέρωσής της με το Ναυαρίνο.
Ο Σούμπερτ τελείωσε το μουσικό του έργο αυτό που το ονόμασε Opus 89, δουλεύοντας κυριολεκτικά μέχρι τις τελευταίες μέρες πριν από τον δικό του θάνατο τριανταενός χρονών το 1828. Σε κάποιο σπίτι, σε μια παρέα φίλων, τραγούδησε όλο το «Χειμωνιάτικο Ταξίδι» με φωνή γεμάτη συγκίνηση. Ένας από τους φίλους του περιέγραψε τη συνάντηση: «Μας άφησε παντελώς άφωνους ο πένθιμος ζοφερός τόνος των τραγουδιών αυτών και κάποιος είπε ότι μόνο ένα, η «Φλαμουριά», τον είχε συγκινήσει. Σ’ αυτό ο Σούμπερτ απάντησε: «Αγαπώ αυτά τα τραγούδια περισσότερο από όλα τ’ άλλα, και κάποτε θα τα αγαπήσετε κι εσείς».
Πριν φύγουμε από τον «ίσκιο» της Φλαμουριάς, να πούμε ότι ο δημιουργός της είχε αλλιώς γράψει στα γερμανικά τους τελευταίους στίχους. Ο άγνωστος Έλληνας μεταφραστής, θέλοντας να το κάνει, σύμφωνα με τα βιώματα των δικών μας, τραγούδι της Ξενιτιάς, έβαλε στην απόδοσή του φράσεις όπως «Στον νου μου πάντα μένει τ’ ολόχαρο χωριό». Εντούτοις, διατήρησε στα ελληνικά, την επωδό και την αρχική έμπνευση του Μύλλερ. Στο τελείωμά του, το τραγούδι το γερμανικό είχε αυτά τα λόγια: «Βαθιά μέσα στη νύχτα | ταξίδι μακρινό | πηγαίνω και τα μάτια | κλείνω καθώς περνώ. | Κι ακούω τα κλαδιά της | με θρόισμα κρυφό | να με καλούν κοντά της: | Θα βρεις γαλήνη εδώ. | Στο πρόσωπό μου αέρας | φυσάει τσουχτερός, | μου παίρνει το καπέλο | μα εγώ κοιτάζω εμπρός. | Κι ακόμα εδώ που είμαι, | σε τόπο μακρινό, | ακούω που θροΐζει: | Θα βρεις γαλήνη εδώ».
Στην ποίησή του επηρεάστηκε από τον Μπάυρον, τον Λόρδο Βύρωνα των Ελλήνων (1788-1824), που θα ήταν το πρότυπό του και στον φιλελληνικό αγώνα, στη σύντομη ζωή και των δυονών τους. Έξη χρόνια μετά τη γέννηση του Μπάυρον στην Αγγλία είχε γεννηθεί στη Γερμανία το 1794 ο ποιητής και φιλέλληνας Γιόχαν Λούντβιχ Βίλχελμ Μύλλερ, που θα εξελισσόταν σε κορυφαίο βάρδο στη δικιά του χώρα, με επίδραση αισθητή στην εξέλιξη της γερμανικής ποίησης (κάτι που φαίνεται σε γράμμα του Χάινε - δήλωνε ότι μετά τον Γκαίτε αυτός ήταν ο αγαπημένος του ποιητής). Μάλιστα, ξέροντας αγγλικά προχωρημένα για την εποχή του, ο Μύλλερ το 1818 είχε μεταφράσει στα γερμανικά τον «Δόκτορα Φάουστους» του Κρίστοφερ Μάρλοου. Μετάφραση, που φαίνεται ότι φύτεψε την φιλοδοξία του «Φάουστ» στο νου του Γκαίτε. Εξελίχθηκε, λοιπόν, στον τρίτο σε φήμη - στην εποχή του δικού μας Εικοσιένα - μετά τον Γκαίτε και τον Σίλλερ. Και αναφέραμε τον Μπάυρον και το Εικοσιένα, γιατί ό,τι ήταν ο Λόρδος Βύρων για την Ελλάδα, ήταν και ο «Μύλλερ των Ελλήνων». Αληθινοί φιλέλληνες και οι δύο, αφυπνιστές των συνειδήσεων των Ευρωπαίων, σαλπιγκτές της ελευθερίας, μαχητές της δικαιοσύνης των λαών - όπως του ελληνικού, που αγωνιζόταν να αποτινάξει τον δυσβάστακτο οθωμανικό ζυγό. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στον Μύλλερ και στον Μπάυρον. Ο Μύλλερ γνώρισε την Νέα Ελλάδα μέσα από τον διακαή πόθο γι’ αυτήν Ελλήνων της Βιέννης μορφωμένων και ευκατάστατων, ενώ ο Μπάυρον γνώρισε, από νωρίς στη ζωή του, την εξαθλίωση των Νέων Ελλήνων αλλά και την πίκρα τους ενάντια στη σκλαβιά.
Mολονότι μικρός στρατιώτης, δεν το θέλησαν οι συγκυρίες να βρεθεί στο πλευρό μας με το σπαθί στο χέρι. Αν και δεν πρόλαβε ο Μύλλερ να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα και να πολεμήσει γι’ αυτήν, κατάφερε - όσο διαρκούσε ο Ξεσηκωμός μας, αλλά και πολύ μετά - να προσθέσει κάτι πιο αποτελεσματικό και πιο αιχμηρό από ένα σπαθί: Την πέννα του. Έγραψε τρεις κύκλους ποιημάτων με τη μορφή τραγουδιών, των Lieder, εμπνευσμένους από τον Αγώνα των Ελλήνων: «Τραγούδια των Ελλήνων» (Lieder der Griechen, 1821), «Νέα Τραγούδια Των Ελλήνων» (Neue Lieder der Griechen, 1823). «Νεώτερα Τραγούδια των Ελλήνων», καθώς και τον κύκλο «Μεσολόγγι (Missolunghi, 1826). Ορισμένοι τίτλοι ποιημάτων του είναι: «Θερμοπύλες», «Μπότσαρης», «Ύδρα», «Μπουμπουλίνα», «Η Σουλιώτισσα», «To νίψιμο των χεριών του Πόντιου Πιλάτου», «Η μολυσμένη ελευθερία». Εξυμνεί τον Αγώνα μέσα από το πρόσωπο του Μπάυρον και αναφέρεται στο Μεσολόγγι σαν να ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του. Σε μια δύσκολη χρονικά στιγμή για την Επανάσταση, ο Μύλλερ μένει πιστός συμπαραστάτης της. Γράφει ξανά ένα ποίημα για τον Μπότσαρη, δύο χρόνια μετά τη Μάχη στο Πέτα, που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί Φιλέλληνες να επιστρέψουν απογοητευμένοι στις πατρίδες τους. Ο ποιητής θέλει να εμψυχώσει τον αγώνα των Ελλήνων και των Φιλελλήνων, που συνεχίζεται. Να υπενθυμίσει ότι το φρόνημά τους πρέπει να αναμετριέται πάντα με αυτό των συναγωνιστών τους: «Άνοιξε τις υψηλές σου πύλες, Μεσολόγγι, Πόλη των Τιμών, | εκεί που κείτονται τα κορμιά των Ηρώων, που μας διδάσκουν να πεθαίνουμε με χαρά! […] Toυ Μάρκου Μπότσαρη σου φέρνουμε το ευγενικό σώμα, | του Μάρκου Μπότσαρη! Ποιός θα τολμούσε να παραπονεθεί σε τέτοιους ήρωες;» Mε περισσή κατάνυξη γράφει τέσσερα ποιήματα με την θλιβερή είδηση της ηρωικής εξόδου και της πτώσης του Μεσολογγίου.: «Η ανάληψη του Μεσολογγίου», «Το νέο Μεσολόγγι», «Έπεσε το Μεσολόγγι», και το «Φρούριο του Ουρανού».
Από τα ποιήματα του φλογερού αυτού φιλέλληνα παραθέτουμε - σε πεζή όμως μετάφραση - ορισμένα αποσπάσματα, για να πάρουμε μια ιδέα τι έγραφε για μας σε γερμανικούς στίχους. Από τον «Μανιάτη»: «Περηφανεύεται ότι δεν ένιωσε ποτέ ζυγό δουλείας στον τράχηλό του, ούτε βαριές αλυσίδες στα χέρια του, ζει ελεύθερος στα βουνά και παλεύει να φέρει σε όλους το πολυτιμότερο δώρο, τη λευτεριά…» Από τη «Μανιάτισσα»: «Έχω θηλάσει στο στήθος μου εφτά γιούς. Έχω δώσει στο χέρι των εφτά γιων μου το ιερό σπαθί, για την πίστη, τη λευτεριά, την τιμή και το δίκιο. Χαρά σε μένα, κανείς απ’ τους γιους μου δεν είναι πιά δούλος!» Από τον «Φαναριώτη»: «Τον πατέρα και τη μητέρα μου τους έπνιξαν στην θάλασσα και τα πτώματά τους τα διέσυραν στους δρόμους. Την όμορφη αδελφή μου την πούλησαν σκλάβα…Για εκδίκηση κόβω τούρκικα κεφάλια…Ο πιο μεγάλος μου πόθος είναι να ξαναφέρω ελεύθερη την αδελφή μου στην ελευθερωμένη Ελλάδα».
Όλα τα τραγούδια του για τους Έλληνες πρόλαβαν, όσο ζούσε, να ξεσηκώσουν κύματα συμπάθειας και ενθουσιασμού στη νεολαία της εποχής του, που εκείνη την περίοδο αναζητούσε τη δικιά της αντίσταση στις διώξεις και στην απολυταρχία του Μέτερνιχ. Στην περίπτωση του ελληνικού Ξεσηκωμού αναγνώριζαν το πρότυπο του δίκαιου αγώνα για ελευθερία. Και στο πρόσωπο του ποιητή Μύλλερ είδαν τον σημαντικότερο εκπρόσωπο του Γερμανικού Φιλελληνισμού. Mέσα στα γραφόμενά του εμπεριέχεται όλος ο πατριωτισμός, η πίστη, η αφοσίωση όχι μόνο για την Ελλάδα σαν ανερχόμενο νεοσύστατο κράτος, αλλά και σαν Ελληνική Φυλή. Και υπονοούσε τους Έλληνες που ήταν παντού, όχι μόνο στα στενά όρια του κράτους που θα δημιουργούσαν. Ξεφεύγει έτσι από την τετριμμένη ιδέα για ένα φτιαχτό κράτος και απευθύνεται στο έθνος μας διαμέσου των αιώνων.
Ανάμεσα στα ποιήματα του πρώτου του βιβλίου (καλύτερα να το πούμε τεύχος) «Τραγούδια των Ελλήνων» βρίσκουμε σήμερα και το λογοκριμένο από την αστυνομία του Μέτερνιχ «Griechlands Hoffnung» (Η ελπίδα της Ελλάδας). Σ’ αυτό λέει την θέση του, ότι πρέπει να αγωνιστούμε μόνοι μας, κατακεραυνώνοντας - με σκανδαλώδη τρόπο για την εποχή του - τη στάση της Ευρώπης, που «ακόμη και τα μαξιλάρια του Τούρκου σουλτάνου τα ονομάζει θρόνο» (auch desTurkenkaisers polsters nennt Europa einen thron). Η υποστήριξή του στους εξεγερμένους Έλληνες πρέπει να ειδωθεί σαν αναζήτηση γενικότερης ελευθερίας. Στο ποίημά του «Οι Έλληνες προς τον “Αυστριακό Παρατηρητή”» που ήταν η εφημερίδα του Μέτερνιχ, υπάρχουν σαρκαστικές επιθέσεις απέναντι στον αντιδραστικό ρόλο της ανθελληνικής Ιεράς Συμμαχίας. Και γιατί ειδικά ανθελληνικής; Γιατί ο ελληνικός αγώνας βρισκόταν στην κορυφή του οράματος του Μύλλερ για πολιτική απελευθέρωση σε άλλα μέρη της Ευρώπης.
Συμπληρωματικά εκδίδει το 1822 δεύτερο τεύχος με άλλα οκτώ ποιήματα, όπου ξεχωρίζει το «Υδραιόπουλο» ή «Ο μικρός Υδραίος» (Der kleine Hydriot), που έγινε ευρύτατα αγαπητό στη Γερμανία, όπου είναι εκεί ακόμα και σήμερα γνωστό. Εδώ βλέπουμε, σε κάποια μετάφραση, το τελείωμά του: «Με το βλέμμα του ο πατέρας μούλεγε μὴ φοβηθώ | κι από εκεί, όπου βρισκόμουν, διόλου να μην κουνηθώ. | Κι εμψυχώνοντάς με, είπε: «Μην κάνεις σαν παιδόπουλο! | Αέρα στα πανιά σου, Υδραιόπουλο! | Σήμερα, ο πατέρας μού χάρισε εκείνο το σπαθί | για τον Θεό και την Πατρίδα, που μου είχε υποσχεθεί. | Με θωρούσε ξαναμμένος από κάτω ως στην κορφή, | μπήγοντάς μου άγριο βλέμμα, σαν να ήτανε καρφί. | Και αδράχνοντας τη λάμα, την έσεισε σαν πούπουλο. | «Το σπαθί σου να ’χει τύχη» μου ευχήθη «Υδραιόπουλο!» Στα γερμανικά είναι με πολύ καλύτερη ακουστική και ομοιοκαταληξία. Σαν μελοποιημένοι στίχοι.
Το 1823 εξέδωσε απανωτά τρία τεύχη με «Νέα Τραγούδια των Ελλήνων» (Neue Lieder der Griechen), όπου αναφέρεται και πάλι στην ανοχή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έναντι των Τούρκων και κάνει έκκληση για βοήθεια προς την Ελλάδα. Το πρώτο τεύχος περιέχει επτά άσματα, το δεύτερο οκτώ και το τρίτο επτά. Ορισμένοι τίτλοι που καθρεφτίζουν το πνεύμα μέσα εκεί που κινείται, είναι: “Θερμοπύλες”, “Μπότσαρης”, “Ύδρα”, “Μπουμπουλίνα”, “Η Σουλιώτισσα”, “To νίψιμο των χειρών του Πόντιου Πιλάτου”, “Η μολυσμένη ελευθερία”. Έναν χρόνο αργότερα εκδίδει τα “Νεώτατα Τραγούδια των Ελλήνων” (“Neueste Lieder der Griechen”), μια συλλογή επτά ποιημάτων, μεταξύ των οποίων: «Κωνσταντίνος Κανάρης», «Μάρκος Μπότσαρης», «Οι τελευταίοι Έλληνες” και το έξοχο “Η Ελλάς και ο Κόσμος”, όπου ο ποιητής διατυπώνει τη θέση ότι χωρίς την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια της Ελευθερίας, που νοηματοδοτεί και τον υπόλοιπο κόσμο. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οφείλουν όλοι οι λαοί να συμμετάσχουν στον δίκαιο αγώνα της: «Kommt, ihr Völker aller Zonen | Kommt und helfet frei sie machen | Die euch alle frei gemacht!» ( Ελάτε, λαοί από όλες τις ζώνες, | ελάτε και βοηθήστε να την απελευθερώσουμε, αυτήν που όλους εσάς απελευθέρωσε!)
Ο απόλυτος τρόπος που μας έβλεπε ο μορφωμένος αυτός κοσμοπολίτης έχει αποτυπωθεί για πάντα στο τέλος ενός ποιήματός του: «Ohne die Freiheit, was wärest du Hellas? | Ohne dich, Hellas, was wäre die Welt?» ( Χωρίς Ελευθερία, τί θα ήσουν, Ελλάς; | Xωρίς εσένα, Ελλάς, τί θα ήταν ο Κόσμος;) Όμως, όταν λέει «ελευθερία», δεν εννοεί την εθνική ελευθερία της Ελλάδας. Εννοεί την ελευθερία του μυαλού - που βρισκότανε στον Οδυσσέα και στον Αλέξανδρο, στην Αντιγόνη και στον Παρθενώνα, στην Φιλοσοφία σε όλες τις μορφές της. Ο Γερμανικός Ρομαντισμός, που απετέλεσε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, προσέφερε έναν από τους σημαντικότερους λυρικούς ποιητές, που εξελίχθηκε σε βάρδο του 1821, φλογερό Φιλέλληνα και την ψυχή του Φιλελληνικού κινήματος στην Γερμανία: τον Wilhelm Müller ή “Müller των Ελλήνων”.
Είπαμε στην αρχή ότι το 1884 πρότεινε την ονομασία της οδού του ο Νικόλαος Πολίτης. Τί σχέση είχε ο ιδρυτής της Ελληνικής Λαογραφίας με έναν ξένο, και μάλιστα ποιητή; Η εξήγηση είναι η εξής: Επειδή, όταν ζούσε, ο Μύλλερ μέσα στην έντονη φιλελληνική του δραστηριότητα μετέφρασε από τα νέα ελληνικά που του τα είχαν μάθει οι Έλληνες της Βιέννης στα δικά του ποιητικά γερμανικά Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια που είχαν μεγάλη διάδοση και απήχηση όταν εντάχθηκαν στο πλάι των Γερμανικών Δημοτικών Τραγουδιών – που κάποια είχαν ήδη μελοποιηθεί από γνωστούς συνθέτες όπως ο Μέντελσον, ο Σούμαν, ο Μάλερ, κ.α. Στην ονομασία του δρόμου από τον τότε Δήμο Αθηναίων είχε συμβάλει φανερά η απόφαση πριν ένα χρόνο να γίνει το μνημείο του Μύλλερ στην πόλη του, στο Ντεσσάου. Την δημιουργία της προτομής του Γερμανού ποιητή που αγάπησε την αγωνιζόμενη Ελλάδα την είχε εισηγηθεί κάποιος Γερμανός, όχι κάποιος Έλληνας όπως θα έπρεπε ή θα περίμενε κανείς. Την προηγούμενη χρονιά, το 1883,που ήταν η χρονιά θανάτου της χήρας του σημαντικού φιλέλληνα, η πρόταση είχε γίνει από τον δούκα του Άνχαλτ Λέοπολντ Φρήντριχ μόνο και μόνο επειδή ο Βίλχελμ Μύλλερ ήταν ένας από τους κορυφαίους ποιητές της Γερμανίας. Η διορισμένη για τον σκοπό αυτό επιτροπή ανέθεσε την υλοποίηση του σχεδίου σε έναν γλύπτη από τη Δρέσδη. Μόλις το έμαθαν οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν και συνεισέφεραν όλοι: Πολλοί απ’ αυτούς ιδιώτες, αλλά μαζί τους και ανώτατα επιστημονικά ιδρύματα όπως το Πανεπιστήμιο Αθηνών, κρατικοί φορείς όπως το Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, η Ελληνική Πρεσβεία στο Βερολίνο με εκπροσώπησή της από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή και τον Άγγελο Βλάχο, η Ελληνική Βουλή, και μαζί τους και ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Βαθιά συγκινητική ήταν και η απόφαση των Ελλήνων να στείλουν το απαραίτητο για το μνημείο μάρμαρο από την Πεντέλη και από τον Ταΰγετο, για να είναι συμβολικά ενωμένες στη γερμανική φιλελληνική αποτύπωση η Αθήνα και η Σπάρτη. Ο γλύπτης αυτός, που δεν λεγόταν Φραντς αλλά ήταν ένας άλλος Σούμπερτ, ο Χέρμαν Σούμπερτ, φιλοτέχνησε με επιτυχία τη μορφή του Μύλλερ σε πεντελικό μάρμαρο, καθώς και τις θηλυκές προσωποποιήσεις που περιβάλουν το βάθρο της προτομής, την Ποίηση μπροστά, την Επιστήμη στο πίσω μέρος, στο πλάι αριστερά την Γερμανία και στο πλάι δεξιά την Ελλάδα που σπάει τις αλυσίδες της και κρατάει ξίφος. Η επιγραφή του μνημείου είναι γραμμένη στα ελληνικά: «Τω της ελληνικής ελευθερίας αοιδώ τον λίθον εκ των Αττικών και Λακωνικών λατομείων, η Ελλάς ευγνωμονούσα».
Τα αποκαλυπτήρια έγιναν οκτώ χρόνια αργότερα - στις 30 Σεπτεμβρίου 1891. Τότε, που φωτιζότανε στην Αθήνα η Οδός Μυλλέρου. Ο εξελληνισμός του ονόματος Μύλλερ σε Μύλλερος, γενική Μυλλέρου, ακολουθούσε μια διαδεδομένη τάση στον Δέκατο Ένατο Αιώνα μετατροπής των ξένων ονομάτων. Π.χ. ο Σατωμπριάν έγινε Οδός Σατωβριάνδου, ο Τζωρτζ Κάννινγκ Πλατεία Κάνιγγος, ο Didot Διδότου, ο Πιερ ντε Μπεραντζέρ Βεραντζέρου, ο Γουίλλιαμ Γκλαντστόουν Γλάδστωνος και ο Σαρλ Φαμπβιέρ Οδός Φαβιέρου. Αλλά και αργότερα, στα εκατό χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, το 1927, έγιναν στη γενέτειρά του (που έμελλε να γίνει και ο μοιραίος τόπος του θανάτου του) προς τιμή του εκδηλώσεις, όπου η αναγεννημένη Ελλάδα ήταν ανάμεσα στους τότε Γερμανούς με τρεις παρουσίες: Με τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, τον Έλληνα δάσκαλο του Αϊνστάιν, που εκπροσωπούσε την Ακαδημία Αθηνών, με τον καθηγητή Ιωάννη Καλιτσουνάκη, κατοπινό γνωστό του Νίκου Καζαντζάκη, που εκπροσωπούσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, και με μια δίγλωσση επιγραφή σε μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα που εντοιχίστηκε στο σπίτι όπου πέθανε ο ποιητής, όπου λένε τα λόγια: «Τω Γουλιέλμω Μύλλερ, ποιητή των Ελληνικών Ασμάτων - ο Ελληνικός Λαός ευγνωμονών». Και στα γερμανικά: «Dem dichter der Griechenlieder Wilhelm Müller – in dankbarkeit das Griechische Volk». Στην Αθήνα όμως στην επόμενη μάλιστα χρονιά, το 1928, ο Μύλλερ είναι πιά αγνοημένος όχι σαν μορφή αλλά σαν δρόμος. Κανείς δεν υποψιάζεται ποιός είναι αυτός που βρίσκεται πίσω από την Οδό Μυλλέρου. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που έγραφε στο περιοδικό «Νέα Εστία» του 1928 ένας λόγιος, ο Αριστοτέλης Κουρτίδης: «Ως προς τον Μύλλερ, η Ελλάς έπαθε την ψυχική νέκρωσιν της αμνησίας. Ο ψάλτης των Ελλήνων…ο ποιητής που τα φλογερά τραγούδια του έστειλαν τόσους εις την Ελλάδα δια την υπερτάτην θυσίαν…δεν έγινε ακόμη άξιος όχι μιας πλατείας, όχι μιας λεωφόρου, όχι μιας οδού, αλλά ούτε ενός αδιέξοδου δρομίσκου». Όπως ο ανυποψίαστος λόγιος εκείνης της εποχής, έτσι και σήμερα, σε καμιά αναφορά στην ιστορία του Μεταξουργείου και στη συγκεκριμένη Οδό, δεν μπαίνει σαν ερώτημα η ταυτότητα του λησμονημένου πλέον «Μυλλέρου».
Κάποιος έγραψε: «Ποιός τον θυμάται σήμερα; Στην περίπτωση της Οδού Μυλλέρου θα αρκούσε η ένδειξη: «Φιλέλληνας Γερμανός ποιητής». Οι αλλεπάλληλες, εδώ και οκτώ χρόνια, κρούσεις και υποβολές αιτήσεων στα αρμόδια τμήματα του Δήμου Αθηναίων, με τελευταίο αποδέκτη το Τμήμα Πολιτιστικής Κληρονομιάς, γι’ αυτή την τυπική κι όμως ουσιαστική προσθήκη στην οδοσήμανση της Οδού Μυλλέρου, έχει πέσει ως τα σήμερα στο κενό. Ακόμη και στους εορτασμούς των 200 χρόνων από τον Ξεσηκωμό, ο Μύλλερ ήταν απών. Το οδοιπορικό που επιχειρήθηκε, ας θεωρηθεί ελάχιστος φόρος τιμής στον «ανέσπερο Έλληνα», στον ποιητή των περισσοτέρων «τραγουδιών» που γράφτηκαν ποτέ για την Ελλάδα».
Όλη η Ελλάδα στην Οδό Μυλλέρου. Όλη εκείνη η Ελλάδα του παλιού καιρού που αγωνιζότανε να ξαναϋπάρξει κι όχι να βολευτεί για να αποκτήσει χρήματα όπως σήμερα, όλη εκείνη η Ελλάδα που είχε την αγωνία και το αίμα που χυνόταν και κυρίως τη μοναξιά της ότι μόνη της πάλευε στο Εικοσιένα, είχε την τύχη να έχει στο πλευρό της συμπαραστάτες της αληθινούς φιλέλληνες όπως ο Μπάυρον στην Αγγλία και ο Μύλλερ στη Γερμανία. Γι’ αυτό όλη η Ελλάδα, σαν μνήμη δυσκολίας και απομόνωσης του παλιού καιρού, βρίσκεται ακόμα στην Οδό Μυλλέρου. Μια Ελλάδα, που, όσο και να τον αγνοεί σήμερα τον Βίλχελμ Μύλλερ σε έναν μικρό δρόμο, παραμένει μια Ελλάδα ευγνωμονούσα.