ΑΠΟΨΕΙΣ
Όλα ξεκινούν ξαφνικά!
...αφιερώνεται σε όλα τα παιδιά που αναμετρήθηκαν ή αναμετριούνται με αυτή την αρρώστια.
της Μαρίας Λιονάκη
Όλα ξεκινούν ξαφνικά. Όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες, οι καταιγίδες, όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Μια μέρα, που δεν είναι μέρα, αλλά είναι νύχτα. Λίγο πριν σχολάσει ο γιατρός. Λίγο πριν άλλη μια συνηθισμένη βάρδια λάβει τέλος.
Ζέστη και σήμερα, το κλιματιστικό πάλι δεν δουλεύει. Κι αυτός ο καφές που ήπιε το πρωί μάλλον του έπεσε βαρύς. Να θυμηθεί αύριο να παραγγείλει ντεκαφεϊνέ. Η καφεΐνη τώρα τελευταία τον πειράζει. Άντε να περάσει κι αυτή η ώρα να σχολάσει. Από το πρωί οι δείκτες του ρολογιού σα να τεμπελιάζουν , σα να μη γυρνάνε. Δεν παλεύονται το καλοκαίρι οι πολλές ώρες δουλειάς. Ανυπομονεί να σχολάσει, να διαβεί την άχαρη πόρτα του ιατρείου του. Η κόρη του η Ελενίτσα στην πόρτα θα τον περιμένει. Σίγουρα, φορώντας το μαγιό της. Να την πάει μπάνιο. Της το έχει υποσχεθεί. Θα πάνε λίγο πιο μακριά σήμερα, εκεί όπου ο Κώστας επιμένει ότι είναι πολύ καλά, καθαρά, θα καθίσουν ώρες, θα βουτήξουν στα καταγάλανα νερά, θα κάνουν ηλιοθεραπεία. Κι ένα πύργο στην άμμο. Μετά θα πάρουν δύο παγωτά. Όχι από τα μικρά, από τα τεράστια. Ένα κρέμα για αυτόν κι ένα σοκολάτα-φράουλα για την Ελενίτσα. Μα ποιοι είναι αυτοί που μόλις ήρθαν; Τέτοια ώρα; Μεσημεριάτικα; Όποτε το θυμάται ο καθένας πάει στο γιατρό…
Όλα ξεκινούν ξαφνικά. Όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες, οι καταιγίδες, όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Μια μέρα, που δεν είναι μέρα, αλλά είναι νύχτα. Τι ψάχνει ο γιατρός; σκέπτεται η μαμά. Γιατί έχασε το χρώμα του, γιατί πιάνει το κεφάλι του, γιατί φωνάζει στη βοηθό του; Τι είναι αυτό το «παραπεμπτικό» που δεν βρίσκει; Γιατί δεν το βρίσκει; Και γιατί το ψάχνει; Πού χρειάζεται αυτό; Δε θυμάται αυτή να ζήτησε κανένα παραπεμπτικό. Δυο φάρμακα θέλει να της γράψει , σε ένα απλό χαρτί, να πάει να τα πάρει από το φαρμακείο να σταματήσει την Αγνή της, να την πονάει η κοιλιά της. Μια βδομάδα είναι τώρα που δεν τρώει, είναι ανόρεχτη, κακόκεφη και λέει ότι την πονάει η κοιλιά της. Κάτι θα έφαγε το παιδί, κάτι θα το πείραξε. Ίσως κρύωσε, ίσως περνάει κάποια ίωση. Λες να έχει σκωληκοειδίτιδα; Μπα αποκλείεται να έχει κάτι τόσο σοβαρό. Μα γιατί φωνάζει τόσο ο γιατρός; Τι έπαθε, μύγα τον τσίμπησε; Μια χαρά ήταν πριν, όταν μπήκαν. Και τι ήταν αυτό που είπε ότι έχει η Αγνή της; Μόρφωμα; Τι είναι πάλι αυτό; Πολύ επιστημονικά της τα λέει αυτός ο γιατρός. Έπρεπε να πάει στον άλλο παιδίατρο, στη γειτονιά της, που άνοιξε το ιατρείο του λίγες μέρες πριν.
«Μα γιατί φωνάζει τόσο αυτός ο κύλιος μαμά; Και τι κάνουμε εδώ; Δεν μου αρέσει εδώ, δεν περνάω ωραίαα… Θέλω να φύγουμε! Τώλα αμέσως. Να πάμε στις κούνιες! Δεν μου είπες πώς θα πάμε στις κούνιες;»
« Θα πάμε Αγνή μου, περίμενε λίγο, να μας δώσει δυο φαρμακάκια ο γιατρός. Για την κοιλίτσα σου που πονάει. Και θα πάμε μετά, αμέσως μετά, όπως στο υποσχέθηκε η μανούλα. Πάντα κρατάει τις υποσχέσεις της η μανούλα. Θα πάμε και θα καθίσουμε ως το απόγευμα. Μόνο κάνε λίγο ακόμα υπομονή…
Όλα ξεκινούν ξαφνικά. Όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες, οι καταιγίδες, όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Μια μέρα, που δεν είναι μέρα, αλλά είναι νύχτα… Δεν είναι δυνατόν «μόρφωμα» να σημαίνει αυτό. Δεν είναι δυνατόν ένα παιδί, το δικό της παιδί να έχει αυτή την αρρώστια, «αυτό» . «Αυτό» που είχε ακούσει μια γειτόνισσα της να λέει, για κάποιον γνωστό της , χτυπώντας ξύλο, πιστή στις προλήψεις και στις δεισιδαιμονίες, φτύνοντας στον κόρφο της. « Αυτό» που τα χείλη της δεν τόλμησαν ποτέ στο παρελθόν να πουν με το όνομά του, από φόβο μην καούν, μην προσελκύσουν το κακό. Δεν είναι δυνατόν η Αγνή, η Αγνούλα της, η μοναχοκόρη της που ήλιος δεν την έκαψε, αέρας δεν τη φύσηξε, ποτέ ως τώρα, να έχει «αυτό»…
Μια μάνα περπατάει στους διαδρόμους ενός νοσοκομείου. Δεν θυμάται τι μέρα είναι. Δε θυμάται καν πώς τη λένε. Μην τη ρωτήσετε. Μην τη ρωτήσετε κι αν θέλει κάτι να φάει. Δεν θέλει, δεν πεινάει. Διψάει μόνο και κρυώνει. Κι αυτοί οι σπασμοί στο στομάχι, γιατί δε λένε να σταματήσουν; Σπασμοί, νηστική; «Πάλι κλαίει η Αγνή. Γιατί την πήραν ξανά μέσα οι γιατροί; Τι της κάνουν; Γιατί δεν με άφησαν κι εμένα να μπω ; Θεέ μου, γιατί να τα περνάει όλα αυτά το παιδί μου, κάθε παιδί;».
«Δεν έχεις δικαίωμα να μην τρως, να το βάλεις κάτω, να παραιτηθείς. Θα σταθείς στα πόδια σου για να βοηθήσεις το παιδί σου. Από αυτή τη στιγμή είναι σα να έχετε μπει όλη η οικογένεια σε μια τρικυμισμένη θάλασσα. Έτσι να το φανταστείς. Θα παλέψετε με κύματα θεόρατα. Η θεραπεία που θα ακολουθηθεί θα κρατήσει καιρό . Αφού κάνουμε τις απαραίτητες εξετάσεις θα βρούμε ποιο πρωτόκολλο είναι κατάλληλο να ακολουθηθεί. Θα χρειαστεί σίγουρα χειρουργική επέμβαση , ίσως και ακτινοβολία. Θα παραμείνετε μεγάλα χρονικά διαστήματα στο νοσοκομείο κι η φροντίδα μετά στο σπίτι, η διατροφή του παιδιού θέλει προσοχή…»
Όλα ξεκινούν ξαφνικά. Όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες, οι καταιγίδες, όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Μια μέρα, που δεν είναι μέρα, αλλά είναι νύχτα… Δεν υπάρχει κάτι πιο αδιανόητο, ασύλληπτο από το να αρρωσταίνει ένα παιδί από αυτή την ασθένεια. Ένα παιδί, που δεν έχει κάνει ποτέ καμία κατάχρηση. Δεν υπάρχει πιο λαμπερό φως, μορφή πιο ηρωική από ένα μικρό παιδί που παλεύει με «αυτό». Με την κακοήθεια. Όπως ο Δαβίδ με το Γολιάθ. Ένα άτριχο, διαφανές κορμάκι, σχεδόν σκελετωμένο πού τη βρίσκει τόση δύναμη, τόση γενναιότητα, καρτερικότητα, θάρρος να παλέψει με κάτι τόσο υπερκόσμιο, απάνθρωπο, σκληρό; Πώς φτάνει να πει, όταν κάνει αργότερα υποτροπή, στη μάνα του που δεν είναι τόσο γενναία, όσο αυτό, που κάποιες στιγμές δακρύζει, λυγίζει: « Μαμά μην κλαις, για μένα οι θεραπείες είναι παιχνιδάκι!». Πώς φτάνει να έχει μεγαλύτερη δύναμη το παιδί που υποφέρει από το γονιό; Πώς φτάνει να του δίνει, αυτό δύναμη να αντέξει, μάθημα ζωής; Πώς σταματάει να παραπονιέται για όλα αυτά τα φάρμακα με τις τρομερές παρενέργειες που δέχεται, για τα ατελείωτα διαστήματα που περνάει στο νοσοκομείο- σπίτι του τώρα πια; Πώς με τόση ψυχραιμία αντιμετωπίζει το γεγονός ότι, ενώ έχει μόλις από το νοσοκομείο βγει μετά από μακροχρόνια παραμονή, πρέπει με ένα ξαφνικό πυρετό αμέσως να ξαναμπεί;
Και ακόμα πώς έχει τόσο θράσος, πως τολμάει αυτή η αρρώστια να μπαίνει μέρα καλοκαιρινή από το ανοιχτό παράθυρο στα σπίτια, να στέκεται σαν άγριος άνεμος πάνω σε ένα ανέμελο παιδί που παίζει με τα παιχνίδια του, να το αγγίζει, να το κλέβει, να το παίρνει για να το πάει σε ένα νοσοκομείο, όπου τόσα θα υποφέρει, τόσα του στερεί;
Όλα ξεκινούν ξαφνικά. Όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες, οι καταιγίδες, όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Μια μέρα, που δεν είναι μέρα, αλλά είναι νύχτα. Μια μέρα που χρόνια μετά μοιάζει τόσο ξεχασμένη, μακρινή. Γιατί τα κατάφερε η Αγνή! Το καράβι πάλεψε με κύματα θεόρατα, χρόνια, καιρό πολύ. Τινάχτηκε πολλές φορές ψηλά, με φόρα κι έπεσε άλλες τόσες κάτω με ορμή. Σαν φτερό στον άνεμο στροβιλίστηκε, σα χνουδάκι στο νοτιά. Έβαλε πολλές φορές νερά, κινδύνεψε να βυθιστεί. Μα στο τέλος νίκησε η δύναμη της Αγνής. Κι ο ήλιος ανέτειλε πάλι στον ουρανό. Και η Αγνή με άλλη σοφία ζει στο εξής κάθε μέρας της, κάθε στιγμή. Ζει την κάθε μέρα που κέρδισε με το σπαθί της, τη μέρα που είναι μέρα.
Το κείμενο αφιερώνεται σε όλα τα παιδιά που αναμετρήθηκαν ή αναμετριούνται με αυτή την αρρώστια. Σε όσα τα κατάφεραν, καθώς η παιδική νεοπλασία στο μεγαλύτερο ποσοστό θεραπεύεται. Ξεχωριστά αφιερώνεται στα άλλα παιδάκια, σαν τη μικρή Βαγγελίτσα. Σε όσα αγωνίστηκαν και δεν τα κατάφεραν, μιας και ο Θεός τα ήθελε δίπλα του, κοντά του. Σαν αστεράκια να φέγγουν στον ουρανό μας.