ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι κρητικοί χρωστήρες του ποιητή των χρωμάτων
Ένα άγνωστο εικονογραφικό έργο του Αλέκου Φασιανού εμπνευσμένο από τη Βίβλο, κοσμεί το Porto Elounda Mare ένα από τα πιο διάσημα ξενοδοχεία της Κρήτης και της Ελλάδας
Του Κωστή Ε. Μαυρικάκη
Τη βιβλική μορφή του προφήτη Ηλία τη θυμάμαι από την παιδική ηλικία στην κοντινή μου ομώνυμη εκκλησία στην κορυφή ενός λόφου της κρητικής υπαίθρου δίπλα στη θάλασσα, που η πρωινή αντανάκλαση του ήλιου, τρεμόπαιζε το νερό στους τοίχους της. Με την αυστηρή-βλοσυρή εικονογραφική του απόδοση. Με τη γνώριμη μακριά λευκή ποταμίσια γενειάδα των προφητών και τον τριμμένο μανδύα τους. Να στρέφει καθιστός μπροστά στη σπηλιά του προς τα αριστερά την αναμαλλιασμένη κεφαλή του στηρίζοντας την με το ένα του χέρι, και να περιμένει στο ξερακιανό τοπίο των βράχων, τον κόρακα που του έφερνε την τροφή. Πολλά χρόνια αργότερα στο φοβερό αναχωρητικό τοπίο της Λαύρας του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβίτη στην καυτή έρημο της Παλαιστίνης στην περιφέρεια της Ιεριχούς, έβλεπα από κοντά το υπερκόσμιο βιβλικό τοπίο με τη σπηλιά που πιστεύεται ότι έζησε ο Ηλίας. Γεγονότα και αναπαραστάσεις, πρωταγωνιστές προφήτες και συνομιλητές ενός Θεού τιμωρού που μόνο στα χωρία των Γραφών της Παλαιάς Διαθήκης μπορείς να συναντήσεις. Παντού ο φοβερός πόνος, ο αμείλικτος διωγμός, η στέρηση και η τιμωρία του Όντος. Ιστορίες που δεσπόζει το σκοτάδι του φόβου από την εκδίκηση ενός Γιαχβέ άσπλαχνου που εμφανίζεται μέσα από στροβίλους αέρα και που ξερνά φωτιά, μαχαίρι και θάνατο.
Ώσπου πριν από μια περίπου εικοσαετία, ανακάλυπτα με μια ευχάριστη έκπληξη ότι αυτές οι μουντές και τρομερές εικονογραφικές αναπαραστάσεις και οι σκοτεινές και γεμάτες φόβο βιβλικές αναφορές, μετουσιώνονταν μέσα από τη χαρά των χρωμάτων και τα φεγγοβόλα πινέλα του Αλέκου Φασιανού σε μια χαρούμενη εκδοχή του συγκεκριμένου βιβλικού παραμυθιού του προφήτη, στο ομώνυμο εκκλησάκι σ’ ένα από τα πιο γνωστά ξενοδοχεία της Κρήτης και της χώρας. Ήταν η εικονογραφική αναπαράσταση και ιστόρηση του θόλου της μονόκλιτης Βασιλικής του προφήτη Ηλία στο Porto Elounda Mare από το μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη. Ανταποκρινόμενος στο αίτημα του φίλου του και συνομήλικού του, αρχιτέκτονα και ιδιοκτήτη κ. Σπ. Κοκοτού, μιας ιστορικής μορφής στο χώρο του ποιοτικού τουρισμού στη χώρα μας, ιστόρησε το καλοκαίρι του 2000 το σχετικό Βιβλικό χωρίο στο θόλο του ναού για τις ανάγκες των θυρανοιξίων του από τον Μητροπολίτη Πέτρας αοίδιμο Νεκτάριο και άλλους έντεκα ευρωπαίους μητροπολίτες που παρευρίσκονταν στο ξενοδοχείο όπου διεξαγόταν Ορθόδοξο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο.
Ήταν μια τάχιστη απόφαση του ιδιοκτήτη με την ευκαιρία του συνεδρίου, καθώς δεν είχε ακόμη αποφασιστεί ο εικονογραφικός διάκοσμος του ναού. Ήδη ο καταξιωμένος και έξω από τα ελληνικά σύνορα καλλιτέχνης διαπερνούσε με το έργο του σπαράγματα και υπαινιγμούς της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής τέχνης και που σαν βίωμα συνδέονταν με τον παρόντα χρόνο μέσα από ανθρωποκεντρικές εικαστικές δημιουργίες που μορφοποιούσαν ποιητικά την καθημερινότητα. Τα πινέλα του καθοδηγούνταν από τη μονοκοντυλιά, τη βεβαιότητα και το πανηγύρι του ελληνικού φωτός και των χρωμάτων του. Οι κινήσεις τους στις επιφάνειες μετουσίωναν την ποίηση σε χαρά του ελληνικού χρωματικού φέγγους στην επικράτεια των ψηλαφητών ονείρων και έδιναν λες τα διαπιστευτήρια για την είσοδο στον παράδεισο όχι μόνο του αμφιβληστροειδή, αλλά κυρίως της ψυχής.
Γεννημένος περίπου μια δεκαετία μετά τη μικρασιατική καταστροφή, στα απόνερα του οριστικού ενταφιασμού της μεγάλης ιδέας, ήταν αναπόφευκτο όπως και όλοι οι πρεσβύτεροι απ’ αυτόν της γενιάς του ‘30 που μεγαλούργησαν σ’ αυτή τη δεκαετία, να μεγαλώσει και να επαναπροσδιορίσει τον όρο «Ελληνικότητα» στο έργο του. Ζώντας σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον που σχετίζονταν με τη θρησκευτική παράδοση και ερχόμενος σε επαφή αργότερα με την Ευρώπη, κατόρθωσε να βάλει μια δική του προσωπική σφραγίδα και να συγκεράσει μ’ έναν τρόπο ελληνικό το μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα και να εκφράσει το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής του. Κατόρθωσε να κάνει μέσα του όχι μόνο να τον εμπνέει, αλλά και να πανηγυρίζει ο ανθρωποκεντρικός ελληνικός πολιτισμός, η μοναδιαία απλότητα κάθε ανθρώπου.
Μου ήταν πολύ αγαπητά τα έργα του στους προσωπικούς μου χώρους αφού δικαίως και προ πολλού ήταν ο ποιητής μιας αλατόμητης αίσθησης των δικών του μορφοτύπων και χρωμάτων. Όπως ο Θεόφιλος και ο Εγγονόπουλος. Και που για πάρα πολλά χρόνια είχε δώσει έξω από τα ελληνικά σύνορα τα επάξια διαπιστευτήριά του έχοντας κατακτήσει μια προσωπική και εμβληματική ζωγραφική. Εκείνη που «μας έμαθε έναν καινούργιο τρόπο να αγαπάμε» καθώς έλεγε για κείνον ο φίλος του ποιητής Λουί Αραγκόν. Αν η Τέχνη σαν η κορυφαία έκφραση της ατομικής υπόστασης, της ιδιαιτερότητας, της μοναδικότητάς, και του αυτόνομου «εγώ» διδάσκει πολλά τόσο στον καλλιτέχνη όσο και στους θαυμαστές της, ένα απ’ όλα είναι η ιδιωτικότητα της ανθρώπινης κατάστασης.
«Η Ανάληψις του προφήτου Ηλία» η άγνωστη εικονογραφική σύνθεση του Αλέκου Φασιανού που βρίσκεται ιστορημένη στο θόλο της πέτρινης μονόκλιτης βασιλικής του Porto Elounda Mare, εμπνευσμένη από τη βενετοκρητική αρχιτεκτονική, είναι μια από τις εκατοντάδες συνθέσεις των χαροποιών πινελο-ποιημάτων του από τα χρώματα και τους γνωστούς τύπους μορφών του καλλιτέχνη. Και φυσικά είναι μια καινοτόμα εικονογράφιση ενός θρησκευτικού γεγονότος που άφησε την παλαιοδιαθηκή εκδικητική εξιστόρηση και πέρασε στην χαρούμενη εικαστική εξομοίωση πλάι στη διαφάνεια του κρητικού φωτός και του γαλάζιου της θάλασσας.
Αν στην ελληνική φύση και πιο ιδιαίτερα στο κρητικό ξερακιανό τοπίο δίπλα στο ανεξάντλητο μπλε και στην προαιώνια καθαρότητα του αιθέρα, το φως είναι εκείνο που δημιουργεί τα χρώματα, τότε στις εικαστικές δημιουργίες και πίνακες του Φασιανού τα χρώματα είναι εκείνα που στεφανώνουν μ’ ένα πανηγυρικό τρόπο το φως.
Η σύνθεση βρίσκεται στο κέντρο του θόλου ιστορημένη μέσα σ’ έναν κύκλο που υπαινίσσεται έναν πολυάχτιδο συμπαντικό ήλιο με εναλλασσόμενες γαλάζιες και χρυσαφένιες ακτίνες ως βολίδες αδύτου φέγγους που φωτίζουν το στερέωμα. Οι ηλιακές ακτίνες διατρέχουν ολόκληρο το θόλο, εκπορευόμενες όχι από το κέντρο του κύκλου, αλλά ξεφεύγοντας αρκετά από την εφαπτομενική κλίση των σημείων της περιφέρειας που ξεκινούν. Σίγουροι και δεικτικοί υπαινιγμοί του καλλιτέχνη για έναν «πολυάχτιδο Ήλιο που καλούσε μέσα του» (βλ. σχετ. στίχο του Ο. Ελύτη) και μετουσίωνε την Ελληνικότητα σε ψηλαφητό όνειρο με τα πινέλα του. Η κίνηση των αλόγων είναι προς το Ιερό, προς τα ανατολικά, ενώ ο προφήτης πάνω στο πύρινο άρμα του με τα δυο χέρια υψωμένα σε στάση δέησης κοιτάζει προς τα πίσω, τη δυτική μεριά της εκκλησίας. Η μακριά του κόμη οριζοντιωμένη ανεμίζει προς την ανάποδη κατεύθυνση από τη φορά της κίνησης, όπως το συνηθίζει και σε άλλα έργα του. Στα άλογα που είναι με ανοιχτά τα στόματα δείχνοντας την κίνηση του καλπασμού, είναι εμφανείς οι ατμοί από τα χνώτα τους ενώ πύρινες φλόγες που αναπηδούν μέσα από τους ακτινωτούς τροχούς περιβάλλουν το άρμα. Το συνηθισμένο -αντικομφορμιστικό για τη βιβλική ιστορία- κασκόλ από τις φιγούρες του, είναι και εδώ σε έκδηλη παρουσία, τεντωμένο ν’ ανεμίζει πάνω στους αγκώνες των χεριών του προφήτη, ενώ μια παλάμη από ένα δεξιό χέρι (του Θεού) εμφανίζεται μέσα από μια ουράνια νεφέλη με το δείκτη να δείχνει προς τον Ηλία και να εκκενώνει κεραυνούς πάνω από τον προφήτη.
Στην ανατολική άκρη του θόλου πάνω από το ιερό ένα από τα γνώριμα περιστέρια του, φτερουγίζει με τεντωμένα φτερά με εκπορευόμενες ακτίνες από το σώμα του σε κυκλική διάταξη που μορφοποιούν ένα κύκλο. Στη δυτική άκρη του θόλου μια θαλάσσια μέδουσα αιωρείται στο στερέωμα, μιαν εκδοχή ίσως της «ώρας της Πρώτης του Κόσμου» από τη Γένεση. Σε ολόκληρο το θόλο υπάρχουν διάσπαρτοι μικροί γαλάζιοι και χρυσαφένιοι σταυροί και κουκίδες, εξομοιώνοντας τους αστερισμούς του ουράνιου θόλου.
Ξανακοιτάζοντας μετά από μια εικοσαετία αυτό το άγνωστο εμβληματικό έργο του καλλιτέχνη, αναπόφευκτα κάνεις και μια άλλη, διαφορετική ανάγνωση όπως φυσικά συμβαίνει και σε κάθε υψηλό πνευματικό δημιούργημα που διαπερνά το χρόνο. Κάθε φορά που κοιτάζεις ένα κορυφαίο έργο τέχνης διαβάζεις και περισσότερα νέα πράγματα. Είναι σαν να είναι η πρώτη φορά.
Θυμάμαι ξανακοιτάζοντάς το, την προστακτική του δικού μας Καζαντζάκη: «Έχεις τα πινέλα, έχεις και τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα». Με τη διαφορά ότι ο Φασιανός δεν κράτησε τον Παράδεισο για κείνον. Τον δώρισε αφθονοπάροχα για τις επόμενες γενιές του Κόσμου κι έδωσε τα κλειδιά στα μάτια του κοινού για να μπαίνει εκείνο μέσα στον Παράδεισο του μαγικού καθρέφτη της υψηλής Τέχνης του, που αντανακλά αόρατα αγγελικά όνειρα στα μάτια μας. Μιας Τέχνης που είναι ύμνος στη χαρά και τη συγκίνηση.
Κάνω αυτές τις σκέψεις καθυστερώντας αναίτια πάνω στις λέξεις, όπως καθυστερείς αναποφάσιστος χαζεύοντας μπροστά στη βιτρίνα ενός καταστήματος, για να σκεφτώ και ν’ αποδείξω μια τόσο οικεία μετουσίωση της γνωστής προσωπικής σφραγίδας του καλλιτέχνη στο άγνωστο αυτό κρητικό έργο του. Αλλά και για να σκεφτώ συνάμα ότι μετά την απώλεια των μεγάλων της Τέχνης, εκείνων που κέρδισαν την αιωνιότητα, πόσο μόνοι και ορφανοί μένουμε στη σημερινή Ελλάδα. Και αναρωτιέμαι: Υπάρχουν σήμερα σύγχρονοι έλληνες καλλιτέχνες, πνευματικοί δημιουργοί που τα έργα τους θα αντέξουν στο χρόνο;
(*) Κεντρική φωτογραφία: Σκίτσο του Ηλία Μακρή στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 18.01.2022. Θερμές ευχαριστίες στους κ. Σπύρο και Φώτη Κοκοτό για την ευγενική άδεια τους για τη φωτογράφηση του έργου.
Απαγορεύεται ρητά η με οποιοδήποτε έντυπο ή ηλεκτρονικό τρόπο αναπαραγωγή ή αναδημοσίευση, τμήματος ή ολόκληρου του παρόντος κειμένου και των φωτογραφιών του έργου, χωρίς τη γραπτή άδεια του συντάκτη του.