ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι Διόσκουροι της σύγχρονης ελληνικής μουσικής και η υστεροφημία τους
Τι είναι αυτό που -πέρα από τον προφανή και γνωστό σε όσους τον ξέρουν κάπως καλύτερα ναρκισσισμό του- τον έκανε να επιλέξει να τον θυμόμαστε και με αυτή την θλιβερή εικόνα στην πλατεία Συντάγματος.
του Γιάννη Γιγουρτσή
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είναι ένας τυχαίος πολίτης της χώρας. Έχει διεκδικήσει και έχει αναλάβει έναν ευρύτερο πολιτικό ρόλο, ειδικά μετά το 1974, οπότε και επί της ουσίας-με ελάχιστες εξαιρέσεις-τελειώνει η παραγωγή των σημαντικών μουσικών έργων με ευρύτερη απήχηση. Αυτό που έκανε τον Μίκη μεγάλο ως μουσικό τελειώνει περίπου το 1973.
Αυτό που τον έκανε σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα αρχίζει τότε με αρχή το περίφημο "Καραμανλής ή τάνκς" .Για το λόγο αυτό η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο της Κυριακής σχολιάστηκε τόσο, θετικά και -κυρίως-αρνητικά, για αυτό και ασχολούμαι και πάλι και ο ίδιος.
Γιατί προσπαθώ να καταλάβω τι έγινε και ο "δικός μας" Μίκης κατάντησε να βγάζει λόγο στην πλατεία μαζί με ακροδεξιούς, φασίστες, υπερσυντηρητικούς ορθόδοξους, ακόμα σχισματικούς κληρικούς, και να λαμβάνει τον έπαινο για την συμμετοχή του απο τους νεοναζί της ΧΑ και τους απογόνους των βασανιστών του.
Τι είναι αυτό που -πέρα από τον προφανή και γνωστό σε όσους τον ξέρουν κάπως καλύτερα ναρκισσισμό του- τον έκανε να επιλέξει να τον θυμόμαστε και με αυτή την θλιβερή εικόνα στην πλατεία Συντάγματος. Συγχρόνως πως στεκόμαστε εμείς οι ίδιοι που αγαπούμε την μουσική του και την νιώθουμε κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς και ταυτότητάς μας απέναντι στον ίδιο, βλέποντάς τον ως συνολική δημόσια παρουσία. Δεν είναι εύκολη η απάντηση ούτε την έχω βρει. ακόμα.
Τα άρθρα που παραπέμπω βοηθούν σε αυτόν τον προβληματισμό. Το πιο αντιπροσωπευτικό που διάβασα τελευταία είναι για μένα αυτό του Πάνου Παπαδόπουλου εκεί όπου μοιραία γίνεται εμμέσως και η σύγκριση με τον έτερο Διόσκουρο της ελληνικής μουσικής τον Μάνο Χατζιδάκι.
Ο Χατζιδάκις υπήρξε από πάσης απόψεως άνθρωπος γενναιόδωρος. Αγαπούσε και βοήθησε τον Θεοδωράκη, στην αρχή ειδικά της καριέρας του. Μιλούσε πάντα με πολύ καλά λόγια για το έργο του. Ο Θεοδωράκης πάλι τον αγαπούσε, αλλά και τον ζήλευε τον Χατζιδάκι και μάλιστα πολύ. Ίσως γιατί εκείνος καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο μπορούσε να καταλάβει το μέγεθος τους Μάνου, μουσικό και προσωπικό, καθώς και την τεράστια απήχηση που είχε η μουσική -μα και η εν γένει δημόσια παρουσία του. Ο Χατζιδάκις βρισκόταν στο κέντρο της προσοχής χωρίς να το επιδιώκει, συνήθως μάλιστα το απέφευγε συστηματικά, αλλά ερχόταν από μόνο του. Είναι σαν τον ήλιο, που και τα σύννεφα ακόμα δεν μπορούν να κρύψουν την λάμψη του.Ο Θεοδωράκης αντίθετα τον ήθελε και τον διεκδίκησε αυτό τον δημόσιο ρόλο, τον κατέκτησε και έκανε ό,τι μπορούσε, αυτό κάνει μέχρι σήμερα, για να τον διατηρήσει Στην πραγματικότητα όλοι μας ξέρουμε πως εδώ και πολλά χρόνια ο λόγος του Θεοδωράκη είναι πολιτικά αλλοπρόσαλλος, ωστόσο το ανεχόμαστε γιατί θυμόμαστε τον μουσικό Μίκη και εξαργυρώνουμε σταδιακά την συμπάθεια και τον θαυμασμό μας προς αυτόν. Αλλά και η κάθε πίστωση έχει τα όριά της. Και σε αυτά φαίνεται πως έφτασε ο συμπαθής μας Μίκης με την ομιλία του την Κυριακή. Διάβασα ακόμα ένα σχετικό άρθρο, πολύ σκληρό αυτό, αλλά με μεγάλες αλήθειες, αυτό του Θύμιου Καλαμούκη της γνωστής "Ελληνοφρένειας".
Εκεί ουσιαστικά λέει πως (συμβολικά) ο Μϊκης που ξέραμε πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου και να ζούμε να τον θυμόμαστε. Δεν θα προσυπογράψω πλήρως το άρθρο, ίσως γιατί συναισθηματικά δεν είμαι έτοιμος. Αξίζει όμως να το διαβάσετε Σκέφτομαι πάντως, πως σε τελική ανάλυση. ο δημόσιος λόγος του Χατζιδάκι μεστός, ουσιαστικός και συχνά αντιδημοφιλής όταν εκφωνήθηκε, είχε τελικά μεγαλύτερη δύναμη και μεγαλύτερη διάρκεια από αυτόν του Θεοδωράκη. Ο Μάνος έφυγε νωρίς-ίσως να έφυγε και "εγκαίρως"-αλλά 25 χρόνια μετά τα κείμενά του γίνονται αναφορές που παραπέμπουν στην κρίση της κοινωνίας , των αξιών, του πολιτισμού μας και γίνονται και πάλι επίκαιρα, γιατί είναι κείμενα γραμμένα με προοπτική στο μέλλον, διαχρονικά, κλασικά, όχι συγκυριακά, παρά την όποια συγκυριακή εφόρμηση για την συγγραφή τους. Έτσι, παρά την αναγκαστική και μοιραία αποχώρησή του από την δημόσια σκηνή. ο Χατζιδάκις είναι, σήμερα, πολύ πιο επίκαιρος, πολύ πιο δημιουργικά παρών από τον Θεοδωράκη. Ο Μάνος λοιπόν κέρδισε, εκτός από τις εντυπώσεις στην μάχη των δύο για την μουσική κληρονομιά, η οποία ας πούμε πως έληξε ισόπαλη (προσωπικά θεωρώ τον Χατζιδάκι μεγαλύτερο μουσικά από τον Θεοδωράκη, αλλά αυτό ας μην το αναλύσουμε τώρα, προσωπική άποψη είναι) και την μάχη της δημόσιας απήχησης και επιρροής σε βάθος χρόνου, χωρίς να το επιδιώξει και χωρίς να έχει να κάνει τίποτα ο ίδιος με αυτό. Ο λόγος και η κληρονομία του ήθους του αρκούν. Στο άρθρο του Παπαδόπουλου που παραπέμπω ο αρθρογράφος καταλήγει ως εξής:
"Για να το θέσω σε όρους σύγκρισης που αρέσουν στον πολύ κόσμο και που στον ίδιο πάντα άρεσαν, λυπάμαι που το λέω, αλλά σε σύγκριση με τον Χατζιδάκι, τον οποίο κάποτε «νικούσε», ο Μάνος είναι ο Αριστοτέλης και ο Μίκης κινδυνεύει να γίνει πια Σεφερλής."
Εγώ θα το έλεγα λίγο διαφορετικά και με λίγο περισσότερο δέος έναντι του Θεοδωράκη, παρά την απογοήτευση που νιώθω, αλλά έχοντας κατά νου την ρήση του Χατζιδάκι, πως οι μεγάλοι -και σε αυτούς κατέτασσε και τον Θεοδωράκη, ίσως να το είπε και με αφορμή εκείνον- δικαιούνται να κάνουν και μεγάλα λάθη: Όντως, ο Μάνος και ο Μίκης, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης είναι οι Διόσκουροι της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Ένα δίδυμο που έχει ήδη ανέβει στο στερέωμα και λάμπει. Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορα μεταξύ των δύο, η οποια υπήρχε και στους μυθολογικούς Διόσκουρους που γεννήθηκαν από το ίδιο αυγό της Λήδας, που όμως είχε γονιμοποιηθεί και από το σπέρμα του Δία-Κύκνου και από αυτό του Τυνδάρεω-- συζύγου Ο ένας από τους δύο Διόσκουρους ήταν αθάνατος, ενώ ο άλλος θνητός.