ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι δικές μου μέρες
Θέλω να βγω! Να βγω θέλω. Δε χωράω σου λέω, πνίγομαι. Άνοιξη και να νυχτώνει τόσο νωρίς έχεις ξαναδεί; Που να κρύβει τα λουλούδια της να μην τα δω;
Της Μαρίας Λιονάκη
Μία μία τις δένω με σπάγκο σχοινένιο τις μέρες μου. Στο αδράχτι μιας μοίρας κοινής τις τυλίγω, στην ίδια αρμαθιά τις συνταιριάζω με αυτή ανθρώπων πολλών. Αδερφάκια στην ίδια οικογένεια τις θεωρώ. Γιρλάντα, κολιέ με χάντρες φτιάχνω, κομπολόι ημερών. Άλλες, νέες , έφηβες, άλλες υπερήλικες, ηλικιωμένες. Δεν έχουν όλες οι μέρες μου αυτό τον καιρό την ίδια ηλικία. Ούτε δηλώνονται με το ίδιο ονοματεπώνυμο, τους ίδιους γεννήτορες στο μητρώου του χρόνου. Κάποιες είναι παιδιά καλών οικογενειών, που τις φροντίζουν, τις αγαπούν, τις νταντεύουν κι άλλες είναι ορφανές, στα αζήτητα, αγνώστου πατρός. Άλλες είναι φωτεινές, με φως που φυλάκισα από τον ήλιο, που έχω αντλήσει από την αποθήκη, την τσέπη της καρδιάς μου, μα άλλες σκοτεινές, ατέλειωτες νύχτες, τοπίο θολό, φύση ξερή απότιστη. Άλλες είναι χρωματιστές με έντονα χρώματα, δάνειο από ουράνια τόξα, ηλιοβασιλέματα, ειδυλλιακά τοπία, αντίγραφα παλέτας ζωγράφων, μπογιές από ζωγραφική μικρών παιδιών κι άλλες μουντές, σα χειμωνιάτικες νύχτες, αφέγγαρες καλοκαιρινές βραδιές, μνήμες που ξεθώριασαν, φωτογραφίες παλιές, ασπρόμαυρες, μιας αγέλαστης ζωής. Μελαγχολικές, θλιβερές, πένθιμες παρά κάτι, παρά ελάχιστο.
Ελάχιστη νιώθω κάποιες φορές αυτές τις μέρες. Κυκλοφορώ στις ίδιες συντεταγμένες με γνώριμα βήματα, τυφλά, με κυρτούς τους ώμους και βλέμμα μελαγχολικό. Σα να φορτώθηκε ξαφνικά στους ώμους μου ο κόσμος όλος. Σα να μη βρήκα εισιτήριο σε παράσταση που ανυπομονούσα να δω. Σα να ήμουν στα σύνορα, έτοιμη να ταξιδέψω σε τόπο παραδεισένιο, μαγικό και έχασα το διαβατήριο μου. Σα να μου έκλεισε κάποιος μια πόρτα ζωής και μ’ άφησε απ’ έξω. Σα να μου πήραν απ’ το στόμα το γλυκό. Σα να έχασα παιδί το λεωφορείο σχολικής εκδρομής. Σα να μ’ έπιασαν να κάνω ζαβολιά και μου έβαλαν τις φωνές. Σα να μην έκανα τις ασκήσεις του σχολείου, ξεμυαλισμένη απ’ το παιχνίδι, χαμένη μεσοπέλαγα στη θάλασσα της παιδικής ανεμελιάς και με μάλωσε ο δάσκαλος. Με μάλωνε καμιά φορά ο δάσκαλος στο δημοτικό! Με έβγαζε στον πίνακα, μπροστά σε όλα τα παιδάκια, να φανεί πως κομπιάζω, πως είμαι αδιάβαστη, να ντραπώ. Άλλες εποχές. Για να μας κάνει μετά κήρυγμα γεμάτος θυμό. Ντροπή του όλο αυτό.
Σαν να είναι δάσκαλος η ζωή και μου έβαλε δύσκολο πρόβλημα να λύσω, νιώθω αυτές τις μέρες. Σα να προσπαθώ να φτάσω κάτι που είναι ψηλά κι όσο το πλησιάζω τόσο απομακρύνεται. Όσο τεντώνομαι, πατώ στις μύτες, τόσο αυτό φεύγει. Όπως το νερό από το διψασμένο Τάνταλο. Ποτέ δεν είμαι αρκετά ψηλή, αρκετά καλή, έτοιμη για όλο αυτό. Αρκετά σίγουρη πως θα τα καταφέρω. Σα να πάω να πιάσω κάκτο με γυμνά χέρια, ηλεκτροφόρο καλώδιο με βρεγμένα χέρια νιώθω. Σα να προσπαθώ να κάνω εκεχειρία με βάρβαρο εχθρό και δεν μπορώ. Σαν να προσπαθεί να με πνίξει δηλητηριώδες φίδι, ερπετό. Σαν να έχει εξαπολυθεί εκεί έξω ένα λιοντάρι, ένα ανήμερο θεριό. Εγώ αρχικά προσπαθώ να το ξεγελάσω, να το εξημερώσω, να φιλιώσω μ’ αυτό. Μ’ αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, απ’ το στόμα βγάζει αφρούς, καπνό. Δεν τιθασεύεται, όλο και πιο πολύ αγριεύει, με κυνηγάει. Κι εγώ τρέχω να σωθώ. Ιδρωμένη, με αγωνία φτάνω κάπου να προφυλαχθώ. Μα αυτό απ’ εξω παραμονεύει να βγω. Πως απειλούμαι διαρκώς νιώθω. Μοιάζει με εφιάλτη όλο αυτό.
Μια μια τις σωριάζω τις μέρες μου. Είναι η σοδειά αυτής της εποχής, φυτεμένη με πολύ κόπο, με ποτίσματα, ραντίσματα φροντισμένη. Με παραπετάσματα απ’ τους αέρηδες, τους κακούς καιρούς προφυλαγμένη. Ψηφιδωτό, πάζλ θέλω να ενώσω, να συνταιριάξω. Δεν τα βρίσκω πάντα εύκολα τα κομμάτια, μου παίρνει ώρα όλο αυτό. Αλυσίδα με κρίκους τις μέρες και τις νύχτες μου φτιάχνω. Στο ίδιο κέντημα διάφορα μοτίβα κεντώ. Μια καλή μια ανάποδη το πλέκω αυτές τις μέρες, της ζωής μου το πλεχτό.
Θέλω να βγω! Να βγω θέλω. Δε χωράω σου λέω, πνίγομαι. Άνοιξη και να νυχτώνει τόσο νωρίς έχεις ξαναδεί; Που να κρύβει τα λουλούδια της να μην τα δω; Έχεις ξανασυναντήσει ήλιο να κρατάει τις αχτίδες του για τον εαυτό του; Πουλιά να τραγουδούν για την πάρτη τους; Φως που να γίνεται σκιά μόλις το αντικρίζεις έχεις ξαναδεί;
Μην ανησυχείς δε θα βγω. Εγώ τη λύπη μου την κάνω τραγούδι, χτενάκι στα ξανθά μαλλιά κοριτσιού που μαζεύει αγριολούλουδα να πλέξει στεφάνι. Γλάρο την κάνω να συνοδέψει ταξίδια. Τριαντάφυλλα την κάνω και τη χαρίζω σε αγόρι τον έρωτα του να εξομολογηθεί. Αέρα την κάνω να ταξιδέψουν όνειρα, προσδοκίες με ούριο καιρό. Λέξεις την κάνω κι εξαγνίζομαι, στο σύμπαν τις σκορπώ. Με περιστέρια τις στέλνω να ταξιδέψουν. Να βρουν άλλους ανθρώπους με ίδιες μέρες. Να τους δώσουν ευχές για ίαση, υγεία, δύναμη κι ελπίδα. Δεν μπορεί, θα έρθουν καλύτερες μέρες…
“Θα βρεθούμε ξανά, όταν όλα θα έχουν περάσει
στην Πατρίδα φιλιά και κουράγιο να πεις, μην ξεχάσεις
θα βρεθούμε ξανά, όταν όλοι θα έχουν αλλάξει
στην Πατρίδα φιλιά και κουράγιο να πεις, μην ξεχάσεις... “στίχοι: Τάσος Σαμαρτζής