ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο θάνατος του πεύκου
Τα είδη των πεύκων, όποια και να ’ναι αυτά, αγαπάν το φως, είναι ανθεκτικά στην ξηρασία, προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη, έχουν ύψος από τρία μέχρι ογδόντα μέτρα!
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Σε όλες αυτές τις σκοτεινιασμένες μέρες, που φτάνουν μέχρι τ’ αυτιά μας οι κραυγές των δασών - τώρα που οι τηλεοπτικοί δέκτες μεταφέρουν ακόμα στα μάτια μας εικόνες, όπου εκεί μέσα τους καίγονται τα πάντα, δένδρα, σπίτια, ζώα, αλλά εύγε όχι άνθρωποι (όπως στην αξέχαστη και οδυνηρή, με τους τρόπους που χάθηκαν, εκατόμβη στο Μάτι) ξεχωρίζω το δένδρο που έχει τα περισσότερα θύματα σε όλη την Ελλάδα: Το πολυαγαπημένο μας πεύκο.
Το δένδρο που είναι άρρηκτα δεμένο με τη ρήση «βουνό και θάλασσα» συμβολίζοντας τον ελληνικό χώρο, αλλά και το αντίπαλο δέος στον ήλιο με την ευλογημένη σκιά του στις καλοκαιρινές μας διακοπές. Το δένδρο, που, πριν το γνωρίσουμε στην πραγματική ζωή, το πρωτομάθαμε στο αλφαβητάρι του σχολείου βλέποντας την εικόνα του, με τα παιδιά να χορεύουν ολόγυρα από κάτω του, ενώ ψηλά, στη σελίδα εκείνη, μαθαίναμε τη δίφθογγο «ευ» - που μ’ αυτήν άρχιζε η λέξη «ευτυχία».
Το ότι αυτό το δέντρο είναι πανάρχαιο κι αγαπημένο στα μέρη μας το πιστοποιεί και η Ελληνική Μυθολογία: Ο Παν, ο περίεργος τραγοπόδαρος θεός της Αρκαδίας, είχε θελήσει μια νύμφη που λεγόταν Πιτύς, αλλά δεν είχε καταφέρει να την…καταφέρει, Πρέπει εδώ να πούμε ότι οι πιο πολλές νύμφες των δασών - εκεί ψηλά κι εκεί βαθιά - τον αγαπούσαν, παρόλο που ήταν άσχημος κι αποτρόπαιος και το σχήμα του ήταν πιο κοντά στα ζώα παρά στον άνθρωπο, πόσο μάλλον στους θεούς. Η Πιτύς λοιπόν, η ωραία αυτή νύμφη δεν τον θέλησε, όταν ο Παν την πλησίασε με ερωτικές διαθέσεις. Στο κυνήγι της επάνω, μεταμορφώθηκε σε φυτό. Πιτύς σημαίνει στα αρχαία ελληνικά Πεύκη και ο Παν είδε ξαφνικά μπροστά του, ενώ κόντευε να την φτάσει, ένα πεύκο. Κοιτάει ολόγυρα να δει πού κρύφτηκε - και, αμέσως μετά, κατάλαβε ότι το δένδρο μπροστά του ήταν αυτή. Πήγε πλάι στο πεύκο - που ήταν πιο πριν ο πόθος του - και άπλωσε πάνω του το χέρι. Έκοψε την άκρη ενός μικρού του κλαδιού κι έπλεξε μ’ αυτήν, γύρω από το τραγίσιο κεφάλι του με τα κέρατα, ένα πεύκινο στεφάνι. Έτσι πήρε μαζί του την ανάμνηση της αγαπημένης του, που τον είχε απορρίψει.
Δεν χρειάζεται να είμαστε γεωπόνοι για να ξέρουμε ότι το χρώμα των πεύκων είναι από ανοιχτό μέχρι σκούρο πράσινο, ότι τα βλαστικά μέρη του δέντρου αυτού διατρέχονται από μορφές αγωγών που παράγουν ρητίνη κι αιθέρια έλαια, κι ότι τα «άνθη» του πεύκου είναι οι κώνοι, οι γνωστοί σε μας με την ονομασία «κουκουνάρια». Εκείνο όμως που σίγουρα δεν ξέρουμε είναι ότι τα πεύκα αποτελούν πρόδρομα είδη στα δασικά οικοσυστήματα. Αναδύονται σε ακραία περιβάλλοντα και σχηματίζουν φυτοκοινωνίες που διαμορφώνουν το περιβάλλον για τα επερχόμενα είδη. Λέμε ένα παράδειγμα: Στην περιοχή της Αττικής, τα πευκοδάση σχηματίζουν την προϋπόθεση για την φυσική εξέλιξη του δενδροσυστήματος, που θεωρητικά κυριαρχείται από δρυς (βελανιδιές).
Τα είδη των πεύκων, όποια και να ’ναι αυτά, αγαπάν το φως, είναι ανθεκτικά στην ξηρασία, προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη, έχουν ύψος από τρία μέχρι ογδόντα μέτρα! Για φανταστείτε αυτό το ύψος! Κι έχουν όλα τους ζωή μεγαλύτερη από τη δικιά μας ζωή και ηλικίες από εκατό μέχρι χίλια χρόνια ή περισσότερο. Η μακροβιότερη είναι η πεύκη η μακραίωνη (Pinus longaeva), καθώς ένα δέντρο αυτού του είδους έχει μετρηθεί ότι ζει εδώ και 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών, του ίδιου είδους, κόπηκε. Ο ανθρώπινος παράγοντας για τον θάνατο του πεύκου - πέρα από ένα τυχαίο γεγονός της Φύσης - δεν είναι μόνο ο εμπρησμός ή οι οικονομικές ατασθαλίες. Το έκοψαν. Τόσο απλά.
Σκύβοντας πάνω στην Ελληνική Πατριδογνωσία βρίσκουμε εφτά είδη του, δικά μας, δηλαδή αυτοφυή στα μέρη μας: (α) Το κοινό πεύκο, με την επιστημονική ονομασία Χαλέπιος Πεύκη. Αυτό σχημάτιζε - μέχρι τις τωρινές φωτιές - δάση στη Στερεά Ελλάδα, στην Εύβοια, στα νησιά του Αιγαίου, στη Χαλκιδική,και στα νησιά του Ιονίου. Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. (β) Το θασίτικο πεύκο ή επιστημονικά Τραχεία Πεύκη, που μοιάζει με το κοινό πεύκο αλλά έχει μεγαλύτερο όγκο και ύψος απ’ αυτό. Βρίσκεται στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, στη Χαλκιδική, στην Θράκη, στην Θάσο, στην Κρήτη, και στη Μικρά Ασία. Το είδος του πεύκου αυτού το γνώρισα μικρός στα Λιμενάρια στην Θάσο - με τη σκιά του πάνω από το αντίσκηνό μας και με την κούνια της μητέρας μου περασμένη σε ένα από τα γερά κλαδιά του. Την αξέχαστη εμπειρία μου μαζί τους την απαθανάτισα σε δυο λόγια που έγραψα αργότερα στην ανάμνηση και των δυονών τους με τίτλο «Η μητέρα μου στα πεύκα»: «Η ψυχή μου είναι φτιαγμένη από το φως της μητέρας μου, όπως την καμάρωνα ανάμεσα στα πεύκα. Γιατί ήταν εκεί πάντα, βαθιά στην πλούσια σκιά των πεύκων, που η πιο ανάλαφρη στιγμή άνοιγε τα βαριά μάτια της πραγματικότητας για να δοθεί στην προσμονή μας. Τα όνειρα που ήταν να ζήσουμε, τα ζήσαμε, χωρίς να φυλάξουμε τίποτα για τη σιωπή μας. Τώρα, μας έβαλε μέσα του ο καιρός που ζητάει τα λύτρα. Θα του τα δώσω για τη μητέρα μου, όσα και να ’ναι. Περήφανα προς τα πεύκα θα βγω κρατώντας τις αλυσίδες της σιωπής. Γιατί η ψυχή μου δεν έφυγε με της μητέρας μου το φως. Και τα πεύκα, που κάποτε τη συντροφεύανε, μείναν μαζί μου». (γ) Το μαυρόπευκο επιστ. Μαύρη Πεύκη. Ψηλό δέντρο, που φτάνει σε ύψος ακόμα και τα 45 μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά. Και οι βελόνες του, μετρίου μεγέθους. Βρίσκεται σε δάση στην οροσειρά της Πίνδου, στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ λίγα υπάρχουν και στα βουνά της Κρήτης και της Λέσβου. Το ξύλο του έχει ερυθρωπό χρώμα εσωτερικά, είναι καλής ποιότητας, χρησιμοποιείται στις οικοδομές, στη ναυπηγική και σαν στύλος στήριξης καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος. Λένε πως ένα αδελφάκι του ήταν αυτό που κάηκε πρώτο στη Βαρυμπόμπη.
(δ) Το δασόπευκο, επιστ. Πεύκη η Αγρία, με μεγάλο ύψος που φτάνει και τα πενήντα μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά, ωοειδή, χρώματος γκριζοκάστανου. Ο κορμός του ίσιος, με μεγάλες ρωγμές. Βρίσκεται σε μερικά όρη της βορείου Ελλάδας και όταν είναι γέρικο γυμνώνεται, αφήνοντας μία τούφα μόνο στην κορυφή του. Το ξύλο του χρησιμοποιείται σαν πρώτη ύλη στην παρασκευή ξυλοπολτού για χαρτί. (ε) Το βαλκανικό πεύκο, επιστ. Pinus peuce. Φυτρώνει σε υψόμετρο από 600 μέχρι 2.300 μέτρα. Έχει ύψος σαράντα μέτρα και διάμετρο κορμού ενάμισυ μέτρο. Απαντάται στην οροσειρά της Ροδόπης. (στ) Η κουκουναριά ή το ήμερο πεύκο, επιστ. Πεύκη η Πιτύς. Αυτό είναι πυκνό, ψηλό, και σχηματίζει «ομπρέλα». Τα κουκουνάρια του είναι μεγάλα, με μεγάλα σκληρά σπόρια. Βρίσκεται σε παραθαλάσσιες ή σε πεδινές περιοχές, κυρίως στις Σποράδες, αλλά και στη Χαλκιδική, στη Στερεά και στην Πελοπόννησο. Το ξύλο του χρησιμοποιείται για παραγωγή σανιδωμάτων παρκέ. Τα σπόρια του, γνωστά και αυτά, με την ονομασία κουκουνάρια, χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική. Και, τέλος, (ζ) Το ρόμπολο επιστ. Pinus heldreichii. Οι βελόνες του σχηματίζουνε τούφες στις άκρες των κλαδιών. Ο κορμός είναι χοντρός και ίσιος, το ίδιο και τα κλαδιά. Βρίσκεται σε πετρώδη ορεινά εδάφη στη Βόρεια Ελλάδα. Εξαιτίας του αρωματικού ξύλου του, είναι ιδανικό για την κατασκευή βαρελιών. Χρησιμοποιείται ακόμα και στην κατασκευή διαφόρων εργαλείων, γιατί δεν σαπίζει.
Τα τελευταία χρόνια τα πεύκα στις αστικές και περιαστικές περιοχές της Ελλάδας απειλούνται, εκτός από τις φλόγες, κι από τη βαμβακίαση, ασθένεια που προκαλείται από το κοκκοειδές έντομο μαρσαλίνα, που ζει στο φλοιό τους παρασιτικά και παράγει μελιτώδεις εκκρίσεις. Οι εκκρίσεις αυτές συλλέγονται από τις μέλισσες, προκειμένου να φτιάξουν πευκόμελο, που αποτελεί το 60% της συνολικής παραγωγής μελιού στην Ελλάδα. Όμως κι εδώ η ανθρώπινη δραστηριότητα προκαλεί τον θάνατο του πεύκου. «Πιέζει» τον βιολογικό του χώρο, και σε συνδυασμό με την απροθυμία των ανθρώπων να φροντίζουν τους οργανισμούς αυτούς (κλάδεμα, καθαρισμός, ακόμα και προστασία του ριζικού συστήματος) οι ζημιές, από την νέκρωση που επιφέρει η βαμβακίαση, είναι σημαντικές. Η επιδημία αυτή ξεκίνησε το 2000, όταν το Υπουργείο Γεωργίας της Ελλάδας αποφάσισε τον εμβολιασμό των πεύκων με μαρσαλίνα σε μαζική κλίμακα, προκειμένου να γίνουν μελιτοφόρα και να αυξηθεί η παραγωγή πευκόμελου. Σήμερα γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με χημική καταπολέμηση. Είπατε τίποτα;
Ε, λοιπόν, αυτό το πανύψηλο υπέροχο δένδρο, που συνυπάρχει μαζί με τη βελανιδιά και με την ελιά από τα αρχαία μέχρι τα σημερινά βλέμματα στα ελληνικά μέρη, εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης αφροσύνης μας έχει μεταβληθεί από ευλογία σε κατάρα. Τα πεύκα αρπάζουν εύκολα φωτιά, με τις πευκοβελόνες και με τα κουκουνάρια τους να εκσφενδονίζονται ολόγυρα μεταδίδοντάς την εύκολα, θάνατος στο πεύκο! Όχι μόνο με κόψιμο λόγω βαμβακίασης, όχι μόνο με εμπρησμό από πράκτορες ξένων συμφερόντων και από εισπράκτορες ντόπιων συμφερόντων ή από δήθεν «εθελοντές» που είναι πυρομανείς και καγχάζουν, αλλά και από πολιτικές αποφάσεις.
Ακούστε τί λέει στο τελευταίο του άγγελμα, ανάμεσα στ’ άλλα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης: «Θα συνεχίσουμε λοιπόν στα μέτωπα της κατάσβεσης, καθώς ο πόλεμος με τη φωτιά εξακολουθεί. Και, ταυτόχρονα, θα ξεκινήσουμε να επουλώνουμε τις πληγές μας. Οι καμένες εκτάσεις θα αναδασωθούν. Εκεί θα φυτέψουμε όχι μόνο πολλά, αλλά και τα σωστά δέντρα, αξιοποιώντας την πιο σύγχρονη τεχνογνωσία».
Θα φυτέψουμε τα σωστά δένδρα! Μπορεί έλατα στις πλαγιές, μπορεί αρμυρίκια κοντά στη θάλασσα, αλλά όχι πεύκα που καίγονται εύκολα…Κάποια πεύκα, βέβαια, δεν πρόκειται να πεθάνουν και θα ζουν απείραχτα - κι όταν ακόμα πολλές γενιές ανθρώπων θα έχουν πεθάνει μακρυά τους. Γιατί θα είναι ξεχωρισμένα, απ’ αυτούς κι από τη ματαιόδοξη αχαριστία τους, επάνω σε ψηλά βουνά. Δεν είναι τυχαίο που ένας γνωστός ποιητής του παλιού καιρού έγραψε για το πεύκο - και το ποίημά του αυτό το έβαλε μέσα στο εμβληματικό βιβλίο του «Τα Ψηλά Βουνά». Είναι «Η κατάρα του πεύκου» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940). Ο Παπαντωνίου είχε ακούσει μια παραδοσιακή αφήγηση και την είχε ξαναπεί με στίχους. Και η ιστοριούλα αυτή έλεγε τα εξής:
«Εκεί, ήταν ένας πεύκος. Μα τί πεύκος! Έκρουε στα ουράνια, που λέει ο λόγος. Ο ίσκιος που έριχνε, μαύριζε σαν το χράμι που είναι από τράγιο μαλλί. Από κάτω, μπορούσε να σταθεί ένα κοπάδι. Ώσπου ήρθε μια χρονιά ο Γιάννης από το Πουρνάρι, και τον πελέκησε με το τσεκούρι για ρετσίνι. Και την άλλη χρονιά πάλι τον πελέκησε. Κι άμα έβγαλε δυο χρόνια το ρετσίνι, ο Γιάννης άρχισε να μετρά τα κούτσουρα που θα είχε, αν τον έκοβε ολότελα.
Την τρίτη χρονιά τον γκρέμισε. Και πήγε στη μάνα του και της είπε: «Μάνα, καλό χειμώνα θα περάσουμε. Τον μισόν πεύκο θα τον κάψουμε εμείς στο τζάκι, τον άλλο θα τον πουλήσουμε στα Δυό Χωριά». Κίνησε να πάει στα Δυο Χωριά, να βρει τους μαστόρους, να τους πει πως έχει ξύλο για πούλημα. Πέρασε ένα μερόνυχτο, δεν έφτασε. Πέρασαν τρεις μέρες, δεν έφτασε. Πέρασε ένας μήνας, κι ήταν ακόμα στο δρόμο. Ο πεύκος, λένε, την ώρα που έπεφτε, τον καταράστηκε. Και, σαν είχε την κατάρα του πεύκου, δεν μπορούσε ο Γιάννης να βγει ποτέ από τον κάμπο. Γιατί τα δέντρα, βλέποντάς τον, περπατούσαν κι έφευγαν. Κι ο λόγγος όλο τραβούσε μακρυά. Κι ο Γιάννης όλο απόμενε στα ξερολίβαδα.
Δίψα είχε, σταλιά δεν είχε να δροσιστεί. Και περνούσαν τα καλοκαίρια και τον έκαιγαν, και οι χειμώνες και τον πάγωναν. Κι ο Γιάννης περπατούσε, κι ήταν πάντα στον ίδιο τόπο. Ώσπου σωριάστηκε…»
Αυτήν την ιστορία κάποιων ευφάνταστων ευαίσθητων ντόπιων, ο ποιητής την έκανε αθάνατους στίχους με τον θάνατο του πεύκου:
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; Γιάννη, γιατί;» | Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί. | Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά. | Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, μια ρεματιά! | Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο, νά ένα δεντρί... | Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, δροσιά να βρει. | Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του και περπατεί! | Δεν θ’ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, γιατί, γιατί; | «Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;» «Στα Δυό Χωριά.»| «Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου; Πολύ μακρυά!» | «Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. Τί έφταιξα εγώ; | Σκιάζεται ο λόγγος και με φεύγει, γι’ αυτό είμαι δω. | Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες... για δυό, για τρεις... | Ο νους μου σήμερα δεν ξέρω, τ' είναι βαρύς». | «Νά μια βρυσούλα, πιες νεράκι να δροσιστείς». | Σκύβει να πιει νερό στη βρύση, στερεύει ευθύς. | Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, φεύγει ο καιρός, Στον ίδιο δρόμο είν’ ο Γιάννης, κι ας τρέχει εμπρός... | Νά το χινόπωρο, νά οι μπόρες, μα πού κλαρί; | Χτυπιέται ολόρθος με το χαλάζι, με τη βροχή. | «Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο το σπλαχνικό, | που ’ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι και στον βοσκό;» | Ο πεύκος μίλαε στον αέρα - τ’ ακούς, τ’ ακούς; - | και τραγουδούσε, σαν φλογέρα, στους μπιστικούς. | «Φρύγανο και κλαρί τού πήρες και τις δροσιές | και το ρετσίνι του ποτάμι απ’ τις πληγές. | Σακάτης ήτανε κι ολόρθος, ως τη χρονιά, | που τον εγκρέμισες για ξύλα, Γιάννη φονιά!» | «Τη χάρη σου, ερημοκλησάκι, την προσκυνώ, | Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα και να σταθώ... | Η μάνα μου θα περιμένει κι έχω βοσκή... | Κι είχα και τρύγο... Τί ώρα να ’ναι, σαν τί εποχή; | Ξεκίνησα το καλοκαίρι - να στοχαστείς - | Κι ήρθε και μ' ήβρεν ο χειμώνας μεσοστρατίς. | Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! Πότε ήρθε; Πώς; | Άγιε, σταμάτησε το λόγγο που τρέχει εμπρός. | Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω - με τί καρδιά; - | Θέλω να πέσω να πεθάνω, εδώ κοντά». | Πέφτει σα δέντρο απ’ το πελέκι... βογκάει βαριά. | Μακρυά του στάθηκε το δάσος, πολύ μακρυά. | Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, φωνή καμιά. | Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά».
Όλα αυτά δεν είναι παρωχημένη φιλολογία. Είναι η τρομαχτική πραγματικότητα του ανθρώπου. Όταν χάνει το μέτρο - και την ευλογημένη σκιά του πεύκου πάνω από το κεφάλι του.