ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο δικός μου ο παππούς δεν έχει μνήμα, τον πήρε ο πόλεμος

Μια άγνωστη ιστορία του πολέμου, οι λεπτομέρειες της οποίας παραμένουν ανοιχτές εδώ και 79 χρόνια

No profile pic

Της Ελίνας Φαρσάρη

Από τις πιο έντονες αναμνήσεις της πρώτης σχολικής μου ηλικίας, εκεί κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με αρχές του ‘80, ήταν οι γιορτές των εθνικών επετείων. Έχω, εξάλλου, να το παινεύομαι πως η δική μου η φουρνιά  ήταν η πρώτη που το 1981 γιόρτασε το Πολυτεχνείο στο σχολείο.

Τα χρόνια εκείνα , ας μην το ξεχνάμε, με νωπές ακόμη τις μνήμες της εφταετίας, το αίσθημα του πατριωτισμού αναπτυσσόταν με ένταση, και ήταν αποδεκτό. Δεν είχε, βλέπετε, ακόμη εκχωρηθεί με τρόπο τόσο επώδυνο στα ακραία αυτά μορφώματα που … επωάζονται.

Πριν ζήσω την πρώτη εκείνη σχολική γιορτή του Πολυτεχνείου που με συγκλόνισε και αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, τη μαγιά της μεταγενέστερης τοποθέτησής μου ως όντος πολιτικού, η αγαπημένη μου γιορτή ήταν αυτή της 28ης Οκτωβρίου. Όταν, δε, έμαθα τι συμβολίζει το άγαλμα του «Αγνώστου Στρατιώτη» στην Πλατεία Ελευθερίας, άρχισα να συνειδητοποιώ το πλήθος των αφανών ηρώων που θυσιάστηκαν στις ιστορικές, τραγικές περιπέτειες αυτής της χώρας, στο παρελθόν.

Ώσπου, μια μέρα, παιδάκι ακόμη ρώτησα:

  • Και που είναι εμένα ο παππούς μου, μαμά;

Μέχρι τότε, γνώριζα τον άλλο παππού, τον Μαστρο-Μήτσο, τον βαρελά, κάτω στον Άγιο Δημήτριο, που έζησε κι αυτός δύσκολες ώρες, συμμετέχοντας στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη μικρασιατική εκστρατεία, χρόνια και χρόνια στρατιώτης. Ήταν όμως ζωντανός, και ήταν εκεί να με ταχταρίζει στα γόνατα και να μου αγοράζει σοκολάτες και λουκούμια. Ο άλλους παππούς, από τη μεριά της μαμάς, ο παππούς ο Μιχάλης που ήταν;

Ήξερα πως όσοι έφευγαν για το μεγάλο ταξίδι στον ουρανό, είχαν ένα μαρμάρινο σπιτάκι στο νεκροταφείο, για να μπορούν να πηγαίνουν οι συγγενείς τους, να τους ανάβουν το καντηλάκι και να τους μιλούν καμιά φορά. Ο παππούς ο Μιχάλης, όμως, δεν είχε τέτοιο σπιτάκι…

Και τότε, έμαθα ότι εγώ είχα έναν ολοδικό μου, προσωπικό ήρωα του 1940 να θαυμάζω. Να, σαν τον «χαμένο ανθυπολοχαγό» του Οδυσσέα Ελύτη. Μόνο που ο δικός μου ήρωας δεν γεννήθηκε στη Θράκη, αλλά στον Πετρά της Σητείας.

Με τη γενική επιστράτευση έφυγε στα 30 του να πολεμήσει στην Αλβανία. Έζησε όλο το αλβανικό έπος ως «διαβατικός» στρατιώτης του 6ου Λόχου του 11ου Συντάγματος της Ε΄ Μεραρχίας των Κρητών. Πολέμησε στην Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο και έγραφε γράμματα τακτικά στο σπίτι, περιγράφοντας πολεμικές επιχειρήσεις ή ζητώντας μάλλινες κάλτσες και ρακί για το κρύο…

Ήταν ο παππούς μου, ο Μιχάλης Μεραμβελιωτάκης, κοινοτικός υπάλληλος στη Σητεία, με δύο μικρά παιδιά που τα άφησε σε ηλικία 7 και 6 χρόνων, αντίστοιχα.

Μετά τη συνθηκολόγηση, πιθανότατα μαζί με άλλους συντρόφους του από το μέτωπο ξεκίνησε την κάθοδο προς την Κρήτη. Οι Γερμανοί είχαν ήδη εισβάλει στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941 και άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες, ο παππούς ο Μιχάλης πιάστηκε αιχμάλωτος. Μέχρι τον Οκτώβριο του ’41 βρισκόταν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Λάρισα και λίγο αργότερα τον ίδιο μήνα μεταφέρθηκε, μαζί με άλλους Κρητικούς στο Στρατόπεδο Αιχμαλώτων της Νέας Κοκκινιάς στον Πειραιά.

Και τότε έρχεται το ευχάριστο νέο! Οι κατοχικές δυνάμεις τους ενημέρωσαν ότι θα τους επιβιβάσουν σε ένα πλοίο για να τους στείλουν στα σπίτια τους. Στις 12 του Νοέμβρη 1941, έστειλε στην οικογένειά του επιταγή 1.000 δραχμών, κράτησε το απόκομμα πληρωμής και έγραψε επιστολικό δελτάριο, ανακοινώνοντας στη γυναίκα και τα παιδιά του την επικείμενη επιστροφή του. Ήταν χαρούμενος και ανακουφισμένος.

Όμως, οι εισβολείς είχαν άλλα σχέδια…

Γιατί στις 25 Νοεμβρίου 1941, ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης, ο παππούς μου ο Μιχάλης και οι σύντροφοί του χάθηκαν για πάντα στη θάλασσα των Κυθήρων, χτυπημένοι – σε μια τραγική διάσταση της πολεμικής θηριωδίας – από φίλια πυρά.

Τους αιχμαλώτους της Κοκκινιάς οι Γερμανοί τους χρησιμοποίησαν ως προκάλυμμα, ως ζωντανό «προπέτασμα» για να ξεγελάσουν το ναυτικό των συμμάχων, γιατί μπορεί στο κατάστρωμα του μοιραίου ιστιοφόρου να βρίσκονταν οι κατάκοποι αιχμάλωτοι, οι επιζώντες του Αλβανικού Μετώπου, αλλά στα αμπάριά του ήταν καλά κρυμμένα πυρομαχικά, πολεμοφόδια και Γερμανοί στρατιώτες που έπρεπε να φτάσουν στον άγνωστο προορισμό τους, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τα βρετανικά πολεμικά πλοία που έπλεαν στις ελληνικές θάλασσες. Τι αξία θα μπορούσαν να είχαν άλλωστε, για τη νοοτροπία των ναζί, οι ζωές μερικών εξαθλιωμένων αιχμαλώτων;

Το ιστιοφόρο με τον παππού, έπλεε ανοιχτά των Κυθήρων, όταν συναντήθηκε με ένα βρετανικό υποβρύχιο. Οι ελάχιστες πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν με κόπο και οδύνη από τους συγγενείς, λένε ότι το υποβρύχιο απέδωσε τιμές στους Έλληνες στρατιώτες που έβλεπε στο κατάστρωμα. Το «τέχνασμα» των Γερμανών είχε λειτουργήσει. Όμως, οι Βρετανοί γρήγορα αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί και εκτόξευσαν τορπίλη εναντίον του ιστιοφόρου. Βυθίστηκε αύτανδρο, παίρνοντας μαζί του τους Έλληνες, πιθανώς και Κρητικούς, στρατιώτες, που νόμιζαν ότι γύριζαν στα σπίτια τους.

Λίγες ώρες αργότερα, τα κύματα ξέβρασαν στις ακτές κουφάρια και ανθρώπινα μέλη. Οι Κυθηριώτες άνοιξαν πρόχειρους τάφους στην άμμο. Εκεί, ανάμεσα στα πτώματα και τα διαμελισμένα κορμιά, στην τσέπη ενός αμπέχονου, βρέθηκε ένα απόκομμα χρηματικής επιταγής των 1.000 δραχμών και ένα επιστολικό δελτάριο με προορισμό τη Σητεία. Στάλθηκαν επίσημα στη γιαγιά μου! Και ήταν ό,τι είχε απομείνει από τον 31χρονο άνδρα της…

Η πολεμική αυτή ιστορία του ’40 – ‘41 παραμένει στην ουσία ανεξιχνίαστη. Ελλείψει μαρτύρων οι λεπτομέρειες χάνονται στο βάθος του χρόνου. Μόνο αδρομερώς γνωρίζουμε τι συνέβη. Μια πρώτη δημοσιογραφική προσέγγιση στη διερεύνηση του θέματος, που επιχείρησα στο παρελθόν δεν έφερε ουσιώδεις καρπούς.

Έτσι, ο παππούς ο Μιχάλης δεν έχει μνήμα. Έχει ένα απόκομμα χρηματικής επιταγής και ένα επιστολικό δελτάριο με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 1941, και ένα παλιό προπολεμικό φωτογραφικό πορτρέτο. Τίποτα άλλο. Είναι, όμως, ο δικός μου προσωπικός ήρωας του ’40 και έχει μια αιώνια θέση στη δική μου μνήμη.

Στα Κύθηρα δεν πήγα ποτέ. Και δεν θέλω ακόμη να πάω…

«Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα δούμε, το χάσαμε το πλοίο της γραμμής …»

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση