Μακρινίτσα Πηλίου 1958
Καταπώς το ‘χε συνήθειο, και τους τελευταίους μήνες ήταν συχνό, ο Βαγγέλης Ρακούτας, γιδοβοσκός, στο παρατσούκλι «Καλαπόδας», έπαιρνε τη γυναίκα του Μαλαματή και τον οκτάχρονο γιo του Γιάννη και πήγαιναν τ’ απογεύματα στην πλατεία του χωριού, στο καφενείο του Σταμάτη Κοντολέμα. Δεν έλεγε τον λόγο πουθενά, μα η μεγάλη ζωγραφισμένη εικόνα στον τοίχο του καφενείου από τον αλλοτινό κι αλλοπαρμένο ζωγράφο, τον Θεόφιλο, του άρεσε. Ο κουρελής Μυτιληνιός, όπως τον έλεγε, είχε στρώσει πάνω της τον ήρωα Αντώνη Κατσαντώνη σε μεγάλο γλέντι με κρασί, φαγιά, χορό και μουσικές, στο στρατόπεδό του. Η ζωή του Θεόφιλου δεν του άρεσε, τον παραξένευε. Τούτη όμως την τοιχογραφία την έβλεπε από παιδί που πήγαινε στο καφενείο με τον πατέρα του κι αυτό τού ήταν σημαντικό. Μετά μεγάλωσε και σταμάτησε γιατί οι ανάγκες στα γίδια ήταν πολλές, ο γονιός του γερνούσε κι ο ίδιος τράβηξε στο βουνό και στην κοιλάδα μόνος, για να σώσει οικονομικά την οικογένεια. Τώρα, τριάντα χρονών και πάνω, με γιο και γυναίκα που έπρεπε να βάλει στο μαντρί, όπως το μολογούσε μέσα του, πήρε βοηθό και κείνος κατέβηκε στο χωριό. Μα για τον Βαγγέλη ήταν και κάτι άλλο πια. Έπινε…, κι έπινε πολύ. Τόσο που άλλαζε τελείως, ειδικά τα βράδια, και ετούτο ήταν αρκετό για να τον πουν «μπεκρή» στο χωριό. Έφταιγε το βουνό. Όσο ήταν εκεί, το μόνο φως που μπορούσε να φωτίσει τη μοναξιά του και τους σκοτεινούς τοίχους της καλύβας του, έβγαινε από το μπουκάλι με το τσίπουρο.
23 Δεκεμβρίου
Το απόγευμα της προπαραμονής των Χριστουγέννων ο Βαγγέλης πήρε τη γυναίκα του και τον γιο του να πάνε στο καφενείο του Σταμάτη, να πιουν καφέ και να δουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε στολίσει η κυρα-Μαριώ, η γυναίκα του καφετζή, μα και την τοιχογραφία του αλλοπαρμένου ζωγράφου. Αφού ευχήθηκαν κοιτώντας το δέντρο, κάθισαν σε τραπέζι απέναντι απ’ τη ζωγραφιά ενώ ο μικρός Γιάννης ζήτησε να κάτσει κάτω απ’ τη μεγάλη τοιχογραφία. Ο πατέρας του παράγγειλε έναν καφέ και η μάνα του γλυκό περγαμόντο. Στο παιδί ο καφετζής, όπως το’ χε συνήθειο, έφερε μια βανίλια, το υποβρύχιο. Σε μια στιγμή που το παιδί κοιτούσε έντονα την τοιχογραφία με τον Κατσαντώνη, ο Σταμάτης το ρωτάει: «Γιαννιό, ξέρεις ποιος είν’ αυτός ο ζωγραφισμένος αποπάνω σου;»
«Ναι, ο ήρωας Κατσαντώνης», του απάντησε.
«Και ξέρεις τι έχει κάνει αυτός; Σας έχουν πει στο σχολείο;»
«Στην τρίτη τάξη δεν μας το’ χουν κάνει», απάντησε ο μικρός.
«Ο Κατσαντώνης ήταν ήρωας στ’ Άγραφα», είπε ξανά ο καφετζής. «Τα ’βαλε με τον Αλή Πασά κι άλλους Τουρκαλάδες. Πολέμησε με πολλούς κι ήταν αυτός που σκότωσε το πρωτοπαλίκαρο των Τούρκων, που όλοι οι Έλληνες φοβούνταν, τον Βεληγκέκα».
«Είναι αυτός που παίζει στον Καραγκιόζη που έρχεται τα καλοκαίρια στην πλατεία».
«Α, γεια σου», είπε ο Σταμάτης. «Ο Κατσαντώνης πολέμησε γενναία τους Τούρκους, προσπάθησε να τον εξαγοράσει ο Αλή Πασάς αλλά δεν μπόρεσε όμως προδόθηκε από μαύρα σκυλιά της κλεφτουριάς. Βασανίστηκε φοβερά, μα δεν προσκύνησε».
Εκείνη την ώρα, ο πατέρας του μικρού άρχισε να λέει ένα τραγούδι για τον Κατσαντώνη:
Αϊντε Αντων' μωρ' Αντων'
μωρ' Αντων' μωρ' Αντων'
Κατσαντώνη ταναξίνε
με ντουφέκια μοσιβρίνε
«Σταμάτη, βάλε ένα τσίπουρο», είπε στον καφετζή. Η γυναίκα του γούρλωσε τα μάτια της και γύρισε με νόημα προς τον καφετζή γιατί ήξερε. «Είναι νωρίς ακόμα Βαγγέλη», του απάντησε εκείνος.
«Σταμάτη, βάλ’ το τσίπουρο», αποκρίθηκε με ένταση.
Ο καφετζής δεν είπε τίποτα γιατί ήξερε ότι ο λόγος του γιδοβοσκού ήτανε βαρύς. Το μικρό παιδί κοίταξε με φόβο τον πατέρα του. Ο Σταμάτης θέλησε να αλλάξει κουβέντα, να ξεχαστεί το τσίπουρο.
«Γιαννιό, τι θα σου φέρει ο Άι-Βασίλης φέτος; Του έγραψες γράμμα;»
«Δεν υπάρχει Άι-Βασίλης» γρύλισε ο πατέρας του «αυτά είναι για τους ψεύτες».
Ο μικρός, αμήχανα σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε στην τοιχογραφία το όπλο και τα πόδια του καθισμένου με τον ταμπουρά, Κατσαντώνη.
«Χριστούγεννα είναι Βαγγέλη…» του είπε αυστηρά ο καφετζής, κοιτώντας με νόημα το παιδί.
Ο Βαγγέλης είχε ήδη ζαλιστεί απ’ το τσίπουρο. «Το’ νε θωρείς Σταμάτη, που χαϊδεύει στην εικόνα τον Κατσαντώνη; Μου’ χει πει ότι θέλει να γίνει ζουγράφος, σαν τον τρελό τον Θεόφιλο».
«Να γίνει, άμα το θέλει», απάντησε ο καφετζής.
«Δεν θα γίνει. Εγώ τον θέλω γιατρό, δικηγόρο, στρατιωτικό… αλλιώς στο σπίτι δεν το’ νε θέλω. Βάλε κι άλλο τσίπουρο».
«Εγώ, θα γίνω ζουγράφος» πετάχτηκε ο μικρός. «Εσύ μείνε με τα τσίπουρά σου και τα γίδια σου».
Η σιωπηλή ως εκείνη την ώρα Μαλαματή φώναξε «σουτ» στον μικρό και ακούμπησε το μπράτσο του Βαγγέλη γιατί ήξερε τι μπορεί να γίνει από κει και πέρα.
«Πάρε τον και πήγαινέ τον στο σπίτι», της είπε αυτός. Μα το κακό είχε γίνει. Τον λόγο θα τον είχαν τα τσίπουρα από δω και πέρα. Η γυναίκα έκανε νόημα στον καφετζή να μη δώσει άλλο πιοτό στον Βαγγέλη, πήρε τον μικρό και βγήκαν έξω.
Δεν πέρασαν δύο ώρες και ο Βαγγέλης μπήκε στο σπίτι του αγριεμένος. Το παιδί κοιμόταν σκεπασμένο με μια βαριά ηπειρώτικη μπατανία. Έβγαλε τη ζώνη του, πλησίασε το κρεβάτι και άρχισε να χτυπάει δυνατά με την αγκράφα της το παιδί πάνω από τα σκεπάσματα.
«Ζουγράφος, ρε, θέλεις να γίνεις, σαν τον κουρελή κι αλλοπαρμένο και να φτιάχνεις καπεταναίους στους τοίχους; Εγώ, ρε, καπεταναίας θέλω να γίνεις. Κατάλαβέ το!». Η γυναίκα ακούστηκε να φωνάζει «Παναγία μου». Έτρεξε και μπήκε κάτω από την κουβέρτα αγκαλιάζοντας το παιδί. Έτσι, τα χτυπήματα τα έτρωγε αυτή στην πλάτη της. Όμως ο μικρός δεν άντεχε να ακούει της μάνας του τις μικρές φωνές και έβγαλε έξω το κεφάλι του με την ελπίδα να σταματήσει τον πατέρα του. Μια δυνατή λουριά με την αγκράφα χτύπησε το κούτελό του και το αίμα άρχισε να τρέχει. Η γυναίκα έβαλε το χέρι πάνω του γεμίζοντας αίματα και φώναξε δυνατά στον Βαγγέλη «ΣΤΑΜΑΤΑ!» Από την ένταση της φωνής και την αγριάδα της μάνας, ο Βαγγέλης πέταξε τη ζώνη κάτω και μπήκε στην κουζίνα. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι και κοιμήθηκε.
Το παιδί σηκώθηκε σπρώχνοντας τη μάνα του. Πήγε στο τραπέζι της κρεβατοκάμαρας, άρπαξε ένα μολύβι κι ένα χαρτί από την τσάντα του κι έγραψε πάνω σ’ αυτό, ενώ δυό σταγόνες αίμα πέσαν πάνω στην πιτζάμα του.
«Γράμμα από τον Άγιο ήρωα Κατσαντώνη, που τόσο θαυμάζεις και τον τραγουδάς:
Εγώ ο Κατσαντώνης, άκου τι θα σου πω τώρα που έρχονται Χριστούγεννα. Να μη χτυπάς τη μάνα του παιδιού σου, να μη φωνάζεις, να μην πίνεις κι άσε το παιδί να γίνει ζουγράφος, σαν τον κουρελή, όπως λες, τον Θεόφιλο. Αυτά σου λέω κι αυτά ν’ ακούσεις».
Αυτά έγραψε ο μικρός και ξαναγύρισε στο κρεβάτι του ενώ η μάνα του τον αγκάλιασε φιλώντας του το κεφάλι με τα αίματα. Έπειτα τα σκούπισε με βρεγμένο πανί και σπίρτο, γύρισε πάνω του, τον σκέπασε, τον αγκάλιασε και κοιμήθηκε μαζί του.
Κατά τις έξι τα ξημερώματα η πόρτα τους ακούστηκε να χτυπάει δυνατά, Βαγγέληηη, Μαλαματήηη…». Η γυναίκα σηκώθηκε τρομαγμένη κι άνοιξε. Ο καφετζής στεκόταν μπροστά της αλαφιασμένος. «Το παιδί σου Μαλαματή είναι στο μαγαζί μου!»
«Παναγιά μου!» φώναξε γυναίκα κι έβαλε το χέρι στο στόμα της. Έτρεξε στο κρεβάτι του μικρού, μα ήταν άδειο. Στράφηκε προς την πόρτα. «Είναι στο μαγαζί μου, μη φοβάσαι, είναι καλά αλλά λίγο παγωμένος και κοιμάται», την καθησύχασε ο καφετζής. Η γυναίκα κατευθύνθηκε στην κουζίνα και άρπαξε τον κομισμένο άντρα της απ’ το σακάκι και την πλάτη του. «Σήκω μεθύστακα, σήκω, το παιδί…». Ο Βαγγέλης, ξεμέθυστος πια, σηκώθηκε παραπατώντας από την καρέκλα και τράβηξε προς την πόρτα. Η γυναίκα είχε ήδη φύγει για το μαγαζί του Σταμάτη. Εκείνος ήταν ακόμα έξω από την πόρτα όταν ο Βαγγέλης εμφανίστηκε. «Στο μαγαζί μου είναι, Βαγγέλη, στο μαγαζί μου. Η Μαριώ του έτριψε τα πόδια με πετρέλαιο».
Και οι δυο, πρώτα η γυναίκα και μετά ο Βαγγέλης, μπήκαν στο μαγαζί τρεχάτοι και τρομαγμένοι. Η γυναίκα του καφετζή είχε πάρει μια σφιχτή ζεστή αγκαλιά το παιδί με μια κουβέρτα και καθόταν κοντά σε μια σιδερένια, αναμμένη με ξύλα, σόμπα. «Τον βρήκαμε ξαπλωμένο και παγωμένο στην πόρτα, ξημερώματα. Τον έτριψα με πετρέλαιο και σπίρτο. Το μόνο που είπε όταν άνοιξε λίγο τα μάτια του ήταν “Θεόφιλε…”. Δεν ξέρω, κρατάει δυο χαρτιά στα χέρια του». Η μάνα του άρπαξε τον μικρό και τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της, τρίβοντάς του τα χέρια. Ο μικρός Γιάννης είχε σφίξει δυο χαρτιά στην παλάμη του. Τα πήρε απ’ τα χέρια του και τα’ δωσε στον πατέρα του. Το ένα ήταν το γράμμα απ’ τα χέρια του μικρού, το άλλο ήταν ένα χαρτί ζωγραφισμένο με μικρό πινέλο, με κόκκινα και πράσινα γράμματα. Τα κόκκινα έλεγαν «Άσε το παιδί να γίνει ζωγράφος». Τα πράσινα έλεγαν «Θα ξανάρθω του χρόνου, αν είσαι ο ίδιος, θα σε χαλάσω». Ο Βαγγέλης το κοίταξε. Ποτέ δεν είχε αγοράσει πινέλα και χρώματα στον γιο του. Δεν ξανάπιε.
23 Δεκεμβρίου, 2021
Η πόρτα του καφενείου «Θεόφιλος» άνοιξε. Ένας σεβαστός κύριος με παλτό, κασκόλ και καπέλο, μπήκε μέσα. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν κανείς. Κοίταξε την μεγάλη και μαυρισμένη απ’ τον χρόνο τοιχογραφία του Θεόφιλου. Την πλησίασε κι άγγιξε τ’ άρματα και τα πόδια του ήρωα Κατσαντώνη. Μια κοπέλα βγήκε από πίσω του και του είπε:
«Σας παρακαλώ, μην αγγίζετε την τοιχογραφία».
Γύρισε και την κοίταξε. Τότε εκείνη με έκπληξη του απευθύνθηκε: «Κύριε Ρακούτα, με συγχωρείτε, δεν ήξερα ότι ήσασταν εσείς. Ως καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών θα έχετε ζωγραφίσει καλύτερα».
«Λάθος», της απάντησε. «Η τεχνική δεν φτάνει να ζωγραφίσεις με τέτοια ψυχή». Του έδωσε καρέκλα για να καθίσει και να μελετήσει με την ησυχία του την τοιχογραφία που κοιτούσε ως παιδί. Η μικρή ουλή που είχε από το χτύπημα της αγκράφας, από τη ζώνη του πατέρα του, τον έξυσε. Όπως έβγαινε έξω, μέσα από το τζάμι της πόρτας ξανακοίταξε την τοιχογραφία. Είδε τότε σε μια καρέκλα του καφενείου έναν κοντό φουστανελά με ένα πινέλο στα χέρια του και σε μια διπλανή έναν πανύψηλο και ρωμαλέο επίσης φουστανελά, μ’ ένα σπαθί και μια πιστόλα στα χέρια του. Τον κοιτούσαν κι οι δυο. Δεν ήθελε να ξέρει αν ήταν στη φαντασία του. Μια στιγμή, ο κοντός φουστανελάς με το πινέλο, ανοιγόκλεισε το στόμα του χωρίς να βγάζει φωνή και σχημάτισε μια λέξη: «Ζωγράφιζε». Κοίταξε τον ψηλό άνδρα δίπλα του. Ανοιγόκλεισε κι αυτός το στόμα του. «Να αντέχεις», του είπε.
«Εντάξει, δάσκαλε, εντάξει, καπετάνιε», ανταπάντησε, «όπως τα λέτε θα γίνουν...».