ΑΠΟΨΕΙΣ
«…για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα»
Σε τί συνίσταται η αθανασία; Σε λίγους στίχους σαν αυτούς που φεύγουν μετά από σένα και που ακούγονται παντού και φτάνουν να θεωρούνται δημοτικό τραγούδι;

Του Θανάση Γιαπιτζάκη
«Μια βοσκοπούλα αγάπησα, | μια ζηλεμένη κόρη, | και την αγάπησα πολύ. | Ήμουν αλάλητο πουλί, | δέκα χρονών αγόρι. | Μια μέρα που καθόμασταν | στα χόρτα τ’ ανθισμένα | -Μάρω, ένα λόγο θα σου πω, | Μάρω, της είπα, σ’ αγαπώ, | τρελαίνομαι για σένα. | Από τη μέση μ’ άρπαξε, | με φίλησε στο στόμα. | Και μου ’πε: «Για αναστεναγμούς, | για της αγάπης τους καημούς | είσαι μικρός ακόμα». | Μεγάλωσα και την ζητώ, | άλλον ζητά η καρδιά της | και με ξεχνάει τ’ ορφανό. | Εγώ όμως δεν το λησμονώ | ποτέ το φίλημά της».
Σε τί συνίσταται η αθανασία; Σε λίγους στίχους σαν αυτούς που φεύγουν μετά από σένα και που ακούγονται παντού και φτάνουν να θεωρούνται δημοτικό τραγούδι; Κι όμως στο πλάι του καμιά φορά τυχαίνει να φτάνει στ’ αυτιά μας και το όνομα του δημιουργού τέτοιων στίχων. Αυτή είναι η περίπτωση του Γεωργίου Ζαλοκώστα. Ενός ποιητή πολύ καλού, αλλά και τόσο παλιού όσο η Έξοδος του Μεσολογγίου. Ο Γιώργης στάθηκε τυχερός. Είχε βρεθεί ανάμεσα στο ένα τρίτο αυτών που τότε γλυτώσανε. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή τους.
Το Συρράκο κοντά στα Γιάννινα έμελλε να γίνει η ιδιαίτερη πατρίδα δύο ποιητών, του Γεωργίου Ζαλοκώστα και - δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του - του Κώστα Κρουστάλλη που κυνηγημένος άλλαξε το όνομά του και τόκανε Κρυστάλλης. Εδώ όμως θα μιλήσουμε για τον Ζαλοκώστα, που στις μέρες μας δεν είναι τόσο γνωστός όσο ο Κρυστάλλης. Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας ήταν ποιητής και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.


Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1805 - όταν ο Αλή Πασάς, ο Αλβανός από το Τεπελένι, έλυνε κι έδενε σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Ο Γιώργης ήτανε ο δεύτερος κατά σειρά γιος του Χριστόδουλου Ζαλοκώστα και της Αικατερίνης και είχε τέσσερα αδέλφια. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν ο Δημήτρης, ο άλλος ήταν ο Σπύρος, ενώ είχε και δύο αδελφές, την Μαρία και την Ελένη.
Ο πατέρας Χριστόδουλος Ζαλοκώστας, άντρας περήφανος και αξιοπρεπής, δεν άντεχε να βλέπει την οικογένειά του, και στην περίπτωσή μας τον μικρό Γιώργη να μεγαλώνει μέσα στην σκλαβιά των Τουρκαλβανών κατακτητών. Η ψυχή του ήτανε πολύ ελεύθερη για να αντέξει το βάρος της σκλαβιάς και όλα όσα συνεπάγονταν με αυτήν. Ο Αλή Πασάς, βλέποντας τον μεγάλο πλούτο που αποκτούσε ο Χριστόδουλος σαν έμπορος εκεί ψηλά στο Συρράκο και επιθυμώντας να τον κάνει δικό του, τον φορολογούσε όλο και πιο πολύ. Επειδή φοβήθηκε για την ζωή του αλλά και των δυο μεγαλύτερων γιών του, πήρε την απόφαση στα 1814 με μεγάλη οδύνη να ξενιτευτεί, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι Ηπειρώτες πριν από αυτόν. Φεύγοντας από την αγαπημένη του πατρίδα, μετανάστευσε στην Ιταλία, στο Λιβόρνο. Εκεί, τον πρώτο καιρό, πατέρας και παιδιά ένιωσαν το ξερίζωμά τους όπως το περιγράφουν οι στίχοι του Ιταλού ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι: «Dalfaggio dove io nacquimi separό ilvento» («Από την οξυά | όπου εγώ γεννήθηκα | της ξενιτιάς με χώρισεν αγέρας»). Εδώ ο πατέρας, παρά τις οικονομικές του αρχικά δυσκολίες, ενδιαφέρεται για την μόρφωση των δυό παιδιών του. Έτσι, από τα εννιά του χρόνια και μετά, ο μικρός Γεώργιος Ζαλοκώστας έκανε εγκύκλιες σπουδές σε φιλολογία, ελληνική και ιταλική, και τότε φάνηκαν οι πρώτες του τάσεις στην ζωγραφική και στην ποίηση.
Πήγε να συνεχίσει στην Νομική Σχολή της Πίζας, αλλά την προοπτική αυτή έρχεται να τη διακόψει η σάλπιγγα του Ξεσηκωμού που αντηχεί από την επαναστατημένη Ελλάδα. Το περιβάλλον στην Ιταλία είναι φιλελληνικό, ενώ οι Έλληνες που βρίσκονται εκεί έξω από την σκλάβα πατρίδα, είναι πολλοί και επιτυχημένοι τόσο στο εμπόριο όσο και στα γράμματα. Έτσι, όταν έφτασε η ώρα για να δείξουν την αγάπη τους στο όραμα μιας ελεύθερης Ελλάδας, τους βρίσκει έτοιμους ν’ ανταποκριθούν στο κάλεσμα του μεγάλου Αγώνα. Ανάμεσά τους οι τρεις Ζαλοκωσταίοι, πατέρας και γιοί.
Το πλοίο τους φτάνει στο Μεσολόγγι τον Ιούλιο του 1821. Ανάμεσα στους συνταξιδιώτες τους, μαζί με Ιταλούς και Γάλλους αξιωματικούς που μάλλον χάθηκαν μετά από λίγο στη Μάχη του Πέτα, ήταν ο Πολυζωίδης (που αργότερα σαν δικαστής θα προστατέψει τον Κολοκοτρώνη) και ο Μαυροκορδάτος. Πατώντας το πόδι τους σε επαναστατημένο έδαφος, τα χρόνια της ξενιτιάς τα διαδέχονται τα νέα από το Συρράκο. Τα μαθαίνουν από πρόσφυγες, που μόλις είχαν φτάσει στο Μεσολόγγι: Το χωριό τους ήταν κατεστραμμένο ολοσχερώς, επειδή είχε σηκώσει κεφάλι. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, αργότερα, θα το αναφέρει ως «χαλασμό κόσμου νοικοκυραίων».
Ανάμεσα σ’ αυτούς - και οι δικοί τους. Τί να ’γιναν άραγε; Τελικά όλοι οι Ζαλοκωσταίοι, ύστερα από απερίγραπτες περιπέτειες, αντάμωσαν στον Πύργο της Ηλείας μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια: Η μητέρα Αικατερίνη με τον Σπύρο, τη Μαρία και την Ελένη από τη μια μεριά και ο πατέρας Χριστόδουλος με τον Δημήτρη και τον Γιώργη από την άλλη. Αλλά δυστυχώς η χαρά από το ξανασμίξιμο της οικογένειας δεν κράτησε πολύ. Την άλλη χρονιά, το 1822, τον ποιητή μας και αγωνιστή χτυπάει διπλή σπάθα, καθώς την ίδια μέρα πεθαίνουν ο πατέρας και η μητέρα του. Και το κακό τρίτωσε, όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Δημήτρης, που είχε και την ευθύνη της οικογένειας, χάθηκε κι αυτός ένα χρόνο μετά τον θάνατο των γονιών τους. Από τότε μέχρι το τέλος της ζωής του ο Γεώργιος Ζαλοκώστας σφραγίζεται, όπως θα δούμε, με το χρώμα του πένθους.
Από την φροντίδα για τα μικρότερα αδέλφια του τον απαλλάσσει μια θεία του, που τα φιλοξενεί στην Ήπειρο. Εκεί, οι δύο αδελφές του καλοπαντρεύονται, ενώ του Σπύρου το νήμα της ζωής κόβεται πριν το τέλος της ζωής του Γιώργη. Μένοντας μόνος του εκεί κάτω στον Μωριά, γνώρισε έναν αγνό πατριώτη οπλαρχηγό, τον Αναγνώστη Παπασταθόπουλο, και μπήκε στην ομάδα του. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των τουρκοαιγυπτιακών ορδών του Ιμπραήμ που πυρπολούσαν την Πελοπόννησο. Στο τέλος, ήταν ένας από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μεσολογγίου το 1826 και ένας από τους λίγους που διασώθηκαν κατά την ηρωική έξοδο από την πολιορκημένη πόλη. Μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκε στον νεότευκτο Ελληνικό Στρατό, στην Οικονομική του Υπηρεσία. Όμως ο Γεώργιος Ζαλοκώστας ήταν εχθρός των Βαυαρών του Όθωνα και δεν έχανε την ευκαιρία να τους το δείχνει. Έτσι, έπεσε σε δυσμένεια. Και, παρ’ όλα τα προσόντα του, δεν πήρε ποτέ προαγωγή.

Προαγωγή όμως πήρε στην Ποίηση, όπου το ξεχωριστό ταλέντο του φανερώθηκε σε πολλά ποιήματά του, που άρχισε να τα γράφει σε ηλικία σαράντα χρονών. Μάλιστα, ο ερευνητής Ν.Ι.Μέρτζος έχει βρει και μια συγγένειά του, μεγάλου ποιητικού ενδιαφέροντος: «…η οικογένεια του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη καταγόταν από τη Βαλαώρα της Ηπείρου, εξάδελφος του ποιητή Γ. Ζαλοκώστα από το Συρράκο»! Ο πολεμιστής του 1821 που τώρα είναι ποιητής (συνδυασμός μοναδικός την εποχή εκείνη) μπορεί να μην παίρνει προαγωγή στη δουλειά του λόγω της αντιπαράθεσής του με τους Βαυαρούς, αλλά όταν στη Λογοτεχνία πρωτοεμφανίζεται επίσημα το 1851 με τη βράβευσή του στον Ράλλειο Ποιητικό Διαγωνισμό για το έργο του «Μεσολόγγιον», παίρνει το βραβείο του από τα χέρια του ίδιου του Όθωνα!
Γιατί όμως «Μεσολόγγιον» και όχι «Μεσολόγγι»; Ας όψεται η διαστρεβλωτική εποχή του στη νέα ελληνική γλώσσα. Γιατί όταν ο Ζαλοκώστας - που είχε ζήσει ο ίδιος το κοσμογονικό γεγονός της Επανάστασης - αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του δημιουργίας στην αφήγηση των μεγάλων στιγμών του Αγώνα και στην εξύμνηση των ηρώων του, τα ηρωικά του αυτά ποιήματα τα έγραψε στην καθαρεύουσα. Κι αυτό γιατί η καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα των μορφωμένων Φαναριωτών που, εγκαταστημένοι στην Αθήνα, δημιούργησαν τη λεγόμενη Αθηναϊκή Σχολή. Αντίθετα με τους καθαρευουσιάνους της πρωτεύουσας, στα Επτάνησα οι ποιητές έγραφαν στη δημοτική, με επικεφαλής τον Σολωμό. Όμως στη δημοτική ο Ζαλοκώστας θα γράψει τα λυρικά του ποιήματα. Χάρη σ’ αυτά θα γίνει γνωστός στον απλό κόσμο.

Με τη χρήση και των δύο μαζί μορφών της ελληνικής γλώσσας, την καθαρεύουσα από τη μια και τη δημοτική από την άλλη, ο Συρρακιώτης ποιητής θεωρήθηκε έτσι ο σύνδεσμος ανάμεσα στις δύο Σχολές, την Επτανησιακή και την Αθηναϊκή. Και συμβάλλει στο πέρασμα της δημοτικής και στον χώρο των ποιητών της πρωτεύουσας, όπου ο Κωστής Παλαμάς και ο Γεώργιος Δροσίνης θα δημιουργήσουν την Νέα Αθηναϊκή Σχολή.
Ένα δείγμα καθαρευουσιάνικης γραφής του - παρμένο από το ποίημά του «Βότσαρης» - βρίσκεται χαραγμένο στο βάθρο της προτομής του στην Πρέβεζα: «Ο αγών δεν επεράνθη. | Μη δεχτείτε ήθη ξένα. | Της Ελευθερίας τ’ άνθη | είναι δώρα του Θεού | που αυξάνουν φυτεμένα | εις τα σπλάχνα του Λαού». Και ένα δείγμα δημοτικής γραφής του, παρμένο από το ποίημά του «Η αναχώρησή της» που είχε μελοποιηθεί από τον Γιάννη Σπανό και το τραγουδούσε ο Μιχάλης Βιολάρης: «Ξυπνώ και μου είπαν, έφυγεν η κόρη που αγαπούσα. | Και κατεβαίνω στο γιαλό, | την θάλασσα παρακαλώ | την πικροκυματούσα. | -Εγώ τα πρωτοδέχτηκα τ’ αφράτα της τα κάλλη, | μου είπε το κύμα, και γι’ αυτό | με πόθο και με γογγητό | φιλώ το περιγιάλι. | -Τα μάτια της, ερώτησα, μην ήταν δακρυσμένα; | Ένα άλλο κύμα μου μιλεί: | -Σαν το χαρούμενο πουλί | επήγαινε στα ξένα. | Το τρίτο κύμα ερώτησα: Εμέ γιατί ν’ αφήσει | να κλαίω και να λαχταρώ; | Περνάει το κύμα το σκληρό | χωρίς να μου μιλήσει».
Στα τριανταπέντε του χρόνια το 1840 παντρεύεται την Αικατερίνη Παπανικόλα από το Συρράκο. Από τον γάμο του γεννήθηκαν εννιά παιδιά. Από αυτά τα εφτά, κυνηγημένα από άσπλαχνη μοίρα, πέθαναν το ένα μετά το άλλο σε νηπιακή ή το πολύ δύο χρονών. Οι θάνατοι αυτοί τόσων παιδιών στάθηκαν η αφορμή για να γραφούν τα περισσότερα από τα λυρικά πονεμένα ποιήματά του. Από του χάρου τα δόντια γλίτωσαν μόνο ο Ευγένιος και η Βικτωρία. Από τον Ευγένιο προήλθαν οι απόγονοι της οικογένειας, όπως ο εγγονός του Χρήστος Ζαλοκώστας, γνωστός πολιτικός και συγγραφέας.
Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας για τη σύζυγό του, που του στάθηκε τραγική συντρόφισσα μιας ζωής γεμάτης πικρή δοκιμασία και πόνο, θα γράψει στο ποίημά του «Συναπάντημα»: «Τη διώχνει η λύπη τη χαρά, | τόσο η χαρά είναι λίγη». Στο τέταρτό του παιδί, στον Χρήστο, αφιέρωσε το πιο γνωστό ποίημά του με τον τίτλο «Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει». Στα αποκαλυπτήρια της προτομής του το 1962, τον αποκάλεσαν «Λυπημένο ποιητή του 21» και σαν επεξήγηση «Ποιητή του πατρικού πόνου». Δείτε γιατί:
«Ήτον νύχτα, εις τη στέγη εβογγούσε | ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι. | Τί μεγάλο κακό να εμηνούσε | ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει; | Μες στο σπίτι μια χαροκαμένη, | μια μητέρα από πόνους γεμάτη, | στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη | δέκα νύχτες δεν έκλειγε μάτι. | Είχε τρία παιδιά πεθαμένα, | αγγελούδια, λευκά σαν τον κρίνο, | Κ’ ένα μόνο της έμεινε, ένα, | και στον τάφο κοντά ήτον κ’εκείνο. | Το παιδί της με κλάμμα εβογγούσε | ως να εζήταε το δόλιο βοήθεια | κ’ η μητέρα σιμά του εθρηνούσε | με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια. | Τα γογγύσματα εκείνα κι οι θρήνοι | επληγώναν βαθιά την ψυχή μου. | Σύντροφός μου η ταλαίπωρη εκείνη, | αχ, και τ’ άρρωστο ήταν παιδί μου. | Στου σπιτιού μου τη στέγη εβογγούσε | ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι. | Αχ, μεγάλο κακό μού εμηνούσε | ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει. | Τον γιατρό καθώς είδε, εσηκώθη | σαν τρελή. Όλοι γύρω εσωπαίναν. | Φλογεροί της ψυχής της οι πόθοι | με τα λόγι’ απ’ το στόμα της βγαίναν. | Ω, κακό που μ’ ευρήκε μεγάλο! | Το παιδί μου, Γιατρέ, το παιδί μου… | Ένα το ’χω, δεν μ’ έμεινεν άλλο. | Σώσε μου το, και πάρ ’την ψυχή μου». | Κι ο γιατρός με τα μάτια σκυμμένα | πολλήν ώρα δεν άνοιξε στόμα. | Τέλος πάντων - αχ, λόγια χαμένα - | «Μη φοβάσαι, της είπεν, ακόμα». | Κ’ εκαμώθη πως θέλει να σκύψει | στο παιδί, και να ιδή τον σφυγμό του. | Ένα δάκρυ επροσπάθαε να κρύψει | που κατέβ’ εις το ωχρό πρόσωπό του. | Στου σπιτιού μας τη στέγη εβογγούσε | ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι. | Αχ, μεγάλο κακό μας μηνούσε | ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει. | Η μητέρα ποτέ δακρυσμένο | του γιατρού να μη νιώσει το μάτι, | όταν έχει βαριά ξαπλωμένο | το παιδί της σε πόνου κρεβάτι».
