ΑΠΟΨΕΙΣ
Μητρική στοργή
Θαρρώ πως δεν υπάρχει πιο τρυφερή εικόνα σε αυτό τον κόσμο από μια μάνα που ψιθυρίζει γλυκόλογα στο μωρό της να το ησυχάσει. Που το νταντεύει, το ταχταρίζει στα πόδια της , το νανουρίζει στην αγκαλιά της, που του μαθαίνει τις πρώτες λεξούλες, τα πρώτα βήματα να περπατά
της Μαρίας Λιονάκη
Μαμά... λέξη απλή για να την προφέρουν εύκολα τα πιο τρυφερά χειλάκια, μπουμπουκάκια που λίγους μήνες πριν ξεπρόβαλαν στο δέντρο της ζωής, στον κόσμο μας. Νεοσσοί που γεννήθηκαν και φώλιασαν στη σκεπή των σπιτιών. Αλλάζοντας για πάντα τη διαρρύθμισή τους, μα κυρίως τη διαρρύθμιση στην καρδιά των γονιών τους. Λέξη με τέσσερα μόνο γράμματα, με τα οποία γράφονται όλες οι άλλες λέξεις. Με δύο άλφα που είναι το πρώτο γράμμα της αλφαβήτου, για το πρόσωπο που είναι το πρώτο στην αλφαβήτα των προσώπων της ζωής μας. Και η λέξη μπαμπάς έχει δυο άλφα, μα εκείνο το μπ είναι βουνό, δυσκολοπρόφερτος φθόγγος, βράχος που σκοντάφτουν τα μωρουδιακά χειλάκια, γραντζουνίζοντας τα γόνατα της ψυχής των μπαμπάδων τους. Μαμά, λέξη πολύτιμη, μα σύντομη, χωρίς φτιασίδια, με δυο μόνο συστατικά γραμμένη, με μοσχοβολιά πούδρας, χαμομηλιού, με ήχο κουδουνίστρας, λέξη απλή για την Άνοιξη του κόσμου, που μας ριζώνει στη γη, που μας ανοίγει τις πύλες της ζωής, που είναι η γέφυρα που μας περνά στη ζωή μια ειμαρμένη μέρα.
Άνοιξη, σε μια αρχαία εποχή, μια φορά κι έναν καιρό, ζωντάνευε η πλάση, γέμιζε η φύση με λουλούδια και καρπούς, τότε στη Μινωική Κρήτη. Χάρη στη μητρική θεά την Ειλειθυία, σπήλαιο της οποίας βρέθηκε στην Αμνισό, που κατέβαινε μετά από θρησκευτικές επικλήσεις από τον ουρανό (όπου έμενε το χειμώνα) στη γη, χάρη στην ευτραφή γυναίκα-αποθήκη, όπως απεικονίζεται στα πήλινα ειδώλια, με τους μαστούς- οπές για να ρέει το προσφερόμενο υγρό, όπως παρίσταται στα ρυτά. Χάρη στη μητέρα- θέα, τη θεά της γονιμότητας, που σχετίζεται με τη φύση, τη βλάστηση της γης. Μινωίτες καλλιτέχνες απαράμιλλα την αποτύπωσαν ανάμεσα σε άλλα, σε αγαλματίδιο από φαγεντιανή της νεοανακτορικής περίοδου, που κοσμεί το Αρχαιολογικό μας Μουσείο (όπως και η κόρη σε δεύτερο αγαλματίδιο) με το γυμνόστηθο ποδήρες ένδυμα, την ποδιά και τα περιτυλιγμένα στα χέρια της φίδια.
Με τη γη συσχέτιζε τη μάνα του κι ο «θεός» της κρητικής γραφής ο Νίκος Καζαντζάκης περιγράφοντας τη μάνα του ως αγία γυναίκα, με την υπομονή, την αντοχή και τη γλύκα της γης. « Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.»
Χαρακτηριστικά της μάνας του Καζαντζάκη, της κάθε μάνας είναι η αφοσίωση, η αντοχή, η υπομονή, η έγνοια, η φροντίδα, η καλοσύνη, η τρυφερότητα. Η πιο ανιδιοτελής αγάπη του κόσμου, μια αγάπη ως τον ουρανό, άνευ όρων, εφ’ όρου ζωής είναι η μητρική αγάπη, η μητρική στοργή. Για το παιδί που γέννησε ή το παιδί της καρδιάς, που υιοθετεί. Από την πρώτη ανάσα του παιδιού της ως την τελευταία δική της. Ακοίμητος φρουρός ζωής. Αγωνιά, ενθαρρύνει, προστατεύει, συγχωρεί. Ηρωικά στέκεται δίπλα στο άρρωστο ή με ειδικές ανάγκες παιδί, βάζοντας τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα, πολεμώντας να αλλάξει τη μοίρα. Η πρώτη αγκαλιά είναι η μάνα, το πρώτο χάδι και το πρώτο φιλί. Το ζεστό γάλα στο τραπέζι, το καλομαγειρεμένο φαγητό το μεσημέρι, το γλυκό με μπόλικη σοκολάτα που σου αρέσει. Το ραμμένο κουμπί, το ρούχο που μυρίζει λεβάντα, η καλοσιδερωμένη μπλούζα. Η πιο γνοιαστική συμβουλή. Πρόσεχε τις παρέες σου, πως οδηγείς, τόσα γίνονται. Μην ξενυχτάς, μην πίνεις πολλούς καφέδες, μην τρως απ’ έξω όλο, δεν είναι αυτά που τρως υγιεινά. Ως πότε θα κάνεις αυτή τη ζωή, βρες έναν καλό άνθρωπο να παντρευτείς. Εγώ δε θα ζω αιώνια…. Ομπρέλα να πάρεις θα βρέξει και ζακέτα να φορέσεις…κι ας είναι έξω ο καιρός καλός, λιακάδα. Ο καλός καιρός είναι η μάνα, η ήρεμη θάλασσα, η νηνεμία, το ασφαλές λιμάνι. Που πάντα γυρνάς, ακόμα και μεγάλος για να επισκευάσεις το τραυματισμένος σου σκαρί. Να εισπνεύσεις μητρική αγάπη, σπιτική θαλπωρή. Κι ας μεγάλωσες πια κι ας ντρέπεσαι να δείξεις πόσο το έχεις ανάγκη, πόσο σου λείπει, στην αγκαλιά της να χωθείς.
Θαρρώ πως δεν υπάρχει πιο τρυφερή εικόνα σε αυτό τον κόσμο από μια μάνα που ψιθυρίζει γλυκόλογα στο μωρό της να το ησυχάσει. Που το νταντεύει, το ταχταρίζει στα πόδια της , το νανουρίζει στην αγκαλιά της, που του μαθαίνει τις πρώτες λεξούλες, τα πρώτα βήματα να περπατά. Που του λέει παραμύθια κι αυτό την κοιτά με τα πιο αγνά μάτια, με απόλυτη εμπιστοσύνη, με τη δίψα να μάθει. Δεν υπάρχει πιο τρυφερή εικόνα από το μωρό που έχει γείρει κοιμισμένο στον ώμο μιας μάνας.
« Σε ευχαριστώ που με πήρες» λέει στην αρχή κάθε τηλεφωνήματός μας, η μαμά που ζει στα Χανιά. Το ίδιο που είπα κι εγώ προχθές στο τηλέφωνο στην κόρη μου και γελάσαμε. Την κόρη μου που με πειράζει πως μόνο η μαμά μου, χαίρεται τόσο, όταν ακούει τη μιλιά μου. Κι όλο ρωτάει στα τηλεφωνήματά μας η μαμά μου, όλο αυτό το διάστημα, πότε θα πάω να τη δω κι όλο δεν καταλαβαίνει γιατί δεν έχω πάει ακόμα. Να μην κάθεσαι με ανοιχτό παράθυρο μαμά, δεν καλοκαίριασε ακόμα καλά καλά .Ούτε στο μπαλκόνι. Ο ήλιος δεν είναι ακόμα τόσο ζεστός. Να προσέχεις τη σκάλα όταν ανεβοκατεβαίνεις και να τρως όλα τα φαγητά. Μην πέσεις, μην κρυώσεις, μην…Βλέπετε, τώρα εγώ είμαι η μαμά της. Και φοβάμαι. Φοβάμαι εγωιστικά. Μην ορφανέψω και στερηθώ την πιο μεγάλη, απόλυτη αγάπη. Χρόνια πολλά μαμά! Μαμάδες Χρόνια μας πολλά!
Μιχάλη Γκανά, [Εσύ δεν θα πεθάνεις...]
— Εσύ δεν θα πεθάνεις.
— Μάζεψε τη φωτιά.
— Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
— Όχι. Κοίταξε μην καείς.
— Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
— Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.
— Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
— Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
Σύρε να παίξεις.
— Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
— Μπα σε καλό σου…
(Φωτ: Πίνακας Γ. Ιακωβίδη: Μητρική στοργή 1889)