ΑΠΟΨΕΙΣ
Μια ζωγραφιά, μια μαχαιριά
Τι σκεφτόταν, κοιμόταν άραγε τις τελευταίες νύχτες; Πώς κτυπούσε η καρδιά του κάθε φορά που συναντούσε τους εχθρούς-φίλους του; Πόσες φορές άραγε «ούρλιαξε» και κανείς δεν «άκουσε» τη βουβή κραυγή του για βοήθεια;
της Μαρίας Τζανή
Όλες αυτές τις μέρες βλέπουμε την εικόνα των γονιών του Βαγγέλη. Πρόσωπα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ο πόνος χαραγμένος σε κάθε ρυτίδα του προσώπου τους.
Και αναρωτιέσαι. Οι γονείς αυτοί μεγάλωσαν ένα παιδί. Έζησαν την παιδική του ηλικία, την εφηβική. Έσβησαν μαζί τα κεράκια των γενεθλίων του, τότε δεν ήξεραν ότι θα είναι τόσο λίγα. Και το αγόρι μεγάλωσε. Το έστειλαν για ένα καλύτερο μέλλον σε μια σχολή στην πάνω Ελλάδα.
Μακριά από αυτούς. Μιλούσαν μαζί του, ήταν μακριά δεν έβλεπαν τα μάτια του όταν τους έλεγε πώς περνούσε.
Ένα παιδί ευαίσθητο, συνεσταλμένο. Είναι τόσο κακό στην εποχή μας να είσαι ντροπαλός και εσωστρεφής ώστε πρέπει να τιμωρείσαι; Έψαχνε την αποδοχή, σε λάθος πρόσωπα δυστυχώς. Δεχόταν τα βασανιστήρια στωικά, πειράγματα τα είπαν στις μαρτυρίες του παραλόγου. Ένιωθε την ανάγκη να είναι ένας από αυτούς, να ανήκει κάπου. Ντρεπόταν να μιλήσει γιατί είναι κακό να μην φαίνεσαι άνδρας σκληρός και ατρόμητος.
Κανείς δεν του είπε ότι αληθινός άνδρας ήταν αυτός και όχι αυτοί που εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη της μάζας-συμμορίας βασάνιζαν μια αδύναμη ψυχή . Και κανείς δεν του είπε ότι η εικόνα που έβγαζαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με φωτογραφίες από βραδινές εξόδους σε μπαράκια (σε μερικές κάπου στη γωνία τρύπωνε και αυτός, προσπαθώντας κάπου να ανήκει) ήταν μια ψεύτικη και απατηλή εικόνα θρασύδειλων ανθρώπων δίχως ταυτότητα. Ανθρώπων που δεν έμαθαν ότι το υπέρτατο αγαθό δεν είναι οι σπουδές, δεν είναι τα πλούτη. Είναι ο σεβασμός στην αξιοπρέπεια του συνανθρώπου τους. Και δεν ήταν μόνο η σωματική βία. Ο ψυχολογικός εξευτελισμός ήταν πολύ πιο καταλυτικός στη συντριβή της γαλήνης του παιδιού αυτού.
Τι σκεφτόταν, κοιμόταν άραγε τις τελευταίες νύχτες; Πώς κτυπούσε η καρδιά του κάθε φορά που συναντούσε τους εχθρούς-φίλους του; Πόσες φορές άραγε «ούρλιαξε» και κανείς δεν «άκουσε» τη βουβή κραυγή του για βοήθεια; Και όλοι αυτοί που παρακολουθούσαν παθητικά, θύτες και αυτοί και ακόμα πιο σκληροί, γιατί άντεχαν να βλέπουν χωρίς να ανακατεύεται το στομάχι τους και ενώ μπορούσαν να τον σώσουν από τα ακατανόητα και ζωώδη αυτά βασανιστήρια δεν το έκαναν. Γιατί και αυτοί ήθελαν να ανήκουν στη μάζα, το λίγο διαφορετικό το απομόνωναν, μαύρο πρόβατο που ξεστρατίζει. Γενιά των σοσιαλ, των λαϊκ, γενιά της πλάκας και της καρπαζιάς, γενιά του κοπαδιού γιατί θέλει δύναμη και παιδεία να αντέχεις να πορεύεσαι μόνος κάποιες φορές. Και δυστυχώς στην εποχή μας λίγες είναι οι εξαιρέσεις.
Δε νιώθω τόσο μεγαλόψυχη αυτή τη στιγμή ώστε να πιάσω να αναλύσω τι οδήγησε τα παιδιά αυτά να προκαλέσουν τόσο πόνο σε ένα συνομήλικό τους, τι τραύματα παιδικά τυχόν έχουν.
Αυτά ίσως τα σκεφτώ τη μέρα που θα περάσω από το Κακό Όρος και θα αντέξω να αντικρύζω τον πόνο και τη μοναξιά που ξεχειλίζουν από τα μάτια του Βαγγέλη χωρίς να αποστρέφω το βλέμμα μου.
Και είναι απλώς μια ζωγραφιά.