ΑΠΟΨΕΙΣ
Μια σφαίρα για την Ελλάδα του Μάρκου Μπότσαρη
Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόρδος Βύρων μπορεί να συναντήθηκαν στην Ιστορία, αλλά δυστυχώς δεν ήταν γραφτό να συναντηθούνε στη ζωή. Όμως βρέθηκε τρόπος να συναντηθούν, έστω αλλιώς.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
«Εύχομαι η πρώτη μπάλα να μ’ εύρη στο κεφάλι» εύχονταν οι αγωνιστές τότε στο ματωμένο Εικοσιένα. Με αυτή την ευχή εννοούσαν - εάν ήταν γραφτό να πεθάνουν, να πάνε μια κι έξω. Να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων - γιατί ήταν σίγουρο ότι θα τους βασάνιζαν, μέχρι να τους βγει η ψυχή. Μια τέτοια σφαίρα στρογγυλή - μια μπάλα όπως είπαμε ότι τη λέγανε - εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, εκεί πίσω από το γνωστό άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα. Βρίσκεται φυλαγμένη μέσα σε μικρή κασετίνα, έχοντας στο πλάι της ένα απομεινάρι από κεφαλόδεσμο. Είναι το τούρκικο βόλι που σκότωσε τον Μάρκο Μπότσαρη στις αρχές του Αυγούστου του1823, πριν ακριβώς διακόσια χρόνια. Πότε ήτανε, οι γνώμες διίστανται. Ήταν κάπου ανάμεσα στις 8 και στις 9 εκείνου του μοιραίου Αυγούστου. Πάντως ήταν βράδυ, στη διάρκεια μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης των Σουλιωτών στο Κεφαλόβρυσο, κοντά στο Καρπενήσι.
Ήταν τότε που τουρκικός στρατός αποτελούμενος από 8.000 άνδρες υπο την ηγεσία του Μουσταή Πασά πέρασε από τ’ Άγραφα, κατευθυνόμενος προς το Μεσολόγγι. Το πρώτο τμήμα του με τους μισούς 4.000 άνδρες υπό τον Τζελαλεδδίν μπέη, που συγκροτούσε την εμπροσθοφυλακή, έφτασε και κατασκήνωσε στο Καρπενήσι. Την ίδια εκείνη πρώτη νύχτα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά ο Μάρκος Μπότσαρης με 350 άνδρες και προκάλεσε μεγάλο πανικό στους Τούρκους. Παρά τη δυσαναλογία των αριθμών, οι Τούρκοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο Γεώργιος Αθάνας μας βεβαιώνει ότι προτού ξεχυθεί για την έφοδο ο Μάρκος, είπε στα παλικάρια του: «Αν με χάσετε, θα με βρείτε στο τσαντίρι του πασά!» Όμως έμελλε να φύγει πολύ πιο μακριά από το «τσαντίρι του πασά». Στην προσπάθειά του ο Μάρκος Μπότσαρης να χτυπήσει τον Τζελαλεδδίν, που βρισκόταν στην σκηνή του πίσω από μια μάντρα, χτυπήθηκε από εχθρικό βόλι (την μπάλα που είδαμε στην αρχή) και έπεσε νεκρός. «…Και στη σκηνή του πασά ξεχύνεται ο Μπότσαρης νεκρός!» απαθανάτισε τη στιγμή ένας Αμερικανός ποιητής. Οι Σουλιώτες, παρά την απώλεια του αρχηγού τους, φόρτωσαν τον οπλισμό και τα πυρομαχικά που είχαν αφήσει εκεί οι Τούρκοι, πήραν στους ώμους τους τον νεκρό αρχηγό τους και κατέβηκαν στο Μεσολόγγι, όπου τον έθαψαν με τιμές και με θρήνους. Οι Τούρκοι με τα υπολείμματά τους οπισθοδρόμησαν και η πολιορκία του Μεσολογγίου αναβλήθηκε.
Οκτώ μήνες πριν από τον θάνατό του, τα Χριστούγεννα του 1822, ο Μάρκος Μπότσαρης είχε υπερασπιστεί με τριανταπέντε μόνο άντρες το τείχος του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία από το στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη. Τότε, με παρέμβαση του Μαυροκορδάτου, του δόθηκε ο τίτλος του στρατηγού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών, κάτι που εξόργισε τον Μπότσαρη και μπροστά τους φίλησε με σεβασμό το χαρτί του διορισμού του και μετά το έσκισε, λέγοντας «Όποιος είναι άξιος, παίρνει το δίπλωμα με το σπαθί του, από τον πασά». Αυτή η μεγαλόπρεπη πράξη του απέδειξε την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Συμβολικά ο ευγενέστερος όλων των Σουλιωτών αρχηγών τιμήθηκε μετά θάνατον με τον τίτλο του «στρατηγού», που τον είχε αρνηθεί όταν ζούσε. Είχε γεννηθεί ψηλά στο Σούλι της Θεσπρωτίας το 1790 κι έχασε τη ζωή του νέος, μόλις στα τριάντα τρία του χρόνια. Έσβησε απότομα, πηδώντας πάνω από μια μάντρα που τον χώριζε από τη σκηνή του Τζελαλεδδίν, όταν έφαγε τη μικρή μπάλα στο μάτι που τον σκότωσε στο Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας.
Το μνημείο που έχει στηθεί στο Κεφαλόβρυσο συμβολίζει τη μάντρα εκείνη που περνώντας την από πάνω ο Μάρκος Μπότσαρης έχασε τη ζωή του
Η φήμη του ξεπέρασε από την πρώτη στιγμή τα μέρη του. Την αρχή της ξένης εκτίμησης την έκανε ο Μπάυρον, ο Λόρδος Βύρων, τότε που αλληλογραφούσε στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλονιά με τους επικεφαλής του Αγώνα για να αποφασίσει σε ποιά φλεγόμενη περιοχή της επαναστατημένης Ελλάδας θα πάει. Το ότι τελικά διάλεξε το Μεσολόγγι, δεν ήταν μόνο εξαιτίας του γνώριμού του στην Πίζα της Ιταλίας Μαυροκορδάτου, αλλά και του Μάρκου Μπότσαρη - που είχε σχηματίσει την καλύτερη γνώμη γι’ αυτόν.
Το γράμμα του Μπότσαρη, την παραμονή της θυσίας του, από το Καρπενήσι προς τον Λόρδο Βύρωνα στην Κεφαλονιά δείχνει την αμοιβαία τους εκτίμηση: «Το γράμμα σας, καθώς και του σεβασμιωτάτου κ.Ιγνατίου, μ’ ενέπλησαν χαράς. Η Εξοχότης σας είναι ακριβώς ο άνθρωπος, οπού μας εχρειάζετο. Κανέν εμπόδιον ας μη σταματήσει τον ερχομόν σας εις το μέρος τούτο της Ελλάδος. Πολυάριθμος στρατός εχθρικός μας απειλεί, αλλά με την βοήθειαν του Θεού και της Εξοχότητός σας θα εύρη εδώ την πρέπουσαν αντίστασιν. Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών εξ έξ ή επτά χιλιάδων, στρατοπεδευμένων σιμά εις αυτό το μέρος. Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω με μερικούς άνδρας μου, δια να έλθω προς απάντησιν της Εξοχότητός σας. Μη βραδύνετε πολύ να έλθετε. Σας ευχαριστώ δια την αγαθήν γνώμην που έχετε δια τους συμπατριώτας μου, ελπίζω δε ότι δεν θα την εύρητε αδικαιολόγητον. Σας ευχαριστώ και πάλιν δια την φροντίδα οπού ελάβετε τόσον γενναίως υπέρ αυτών. Σας παρακαλώ να με θεωρείτε φίλον. Μάρκος Μπότσαρης». Αυτό το γράμμα δημοσιεύτηκε από τον Ιταλό Πιέτρο Γκάμπα, τον φίλο και συνοδό του Μπάυρον, που ευθύνεται για την καθαρεύουσα γλώσσα που χρησιμοποιείται. Και συμπληρώνει: «…Ούτως έγραφεν ο ανδρείος Βότσαρης, η επιστολή δε αύτη είναι η τελευταία, εξ όσων έγραψε…»
Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόρδος Βύρων μπορεί να συναντήθηκαν στην Ιστορία, αλλά δυστυχώς δεν ήταν γραφτό να συναντηθούνε στη ζωή. Όμως βρέθηκε τρόπος να συναντηθούν, έστω αλλιώς. Ο Μπάυρον, μετά την ενθουσιώδη υποδοχή του στον ερχομό του στο Μεσολόγγι, φόρεσε μια σουλιώτικη φορεσιά και πήγε με πολλούς στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη.
Εκεί, σε μια ιερή στιγμή βαθειάς περισυλλογής, ορκίστηκε - και ο όρκος του τηρήθηκε. Πάνω στον τάφο του Μπότσαρη ολοκληρώθηκε η μυστική ένωση του μεγάλου φιλέλληνα με την Ελλάδα. Παρά τον πρόωρο χαμό και του ίδιου, που ματαίωσε πολλά σχέδιά του, με την Ευρώπη όμως να παρακολουθεί τις κινήσεις του σαν λόρδος της Αγγλίας και σαν πασίγνωστος ποιητής στα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρόσφερε πολλά για την ελευθερία της αγνοημένης από τα αρχαία χρόνια Ελλάδας.
Μετά τον Ύμνο του στην Ελευθερία, και ο δικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός φεύγει γεμάτος δάκρυα από το μέρος που εκτίθεται για λίγο η σορός του Λόρδου Βύρωνα, στο νεκρικό πέρασμά του από τη Ζάκυνθο. Στους στίχους που θ’ ακολουθήσουν και που θα είναι σαν να συμπληρώνουν τον «Ύμνο εις την Ελευθερία», βρήκε τον τρόπο να βάλει, μαζί για πάντα και τους δύο, τον Μπάυρον και τον Μάρκο Μπότσαρη: «Λευτεριά, για λίγο πάψε | να χτυπάς με το σπαθί. | Τώρα σίμωσε και κλάψε | εις του Μπάυρον το κορμί. | Φλάμπουρα, όπλα τιμημένα, | ας γυρθούν κατά τη γη, | καθώς ήτανε γυρμένα | εις του Μάρκου τη θανή».
Ακολούθησαν δυο κορυφαίοι Γάλλοι - των Γραμμάτων κι αυτοί. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, που τον απαθανάτισε στο βιβλίο του «Les Orientales» (Τα Ανατολίτικα) και πιο συγκεκριμένα στο ποίημά του «Les Tetes du Serail» (Τα Κεφάλια του Σεραγιού) και ο Ιούλιος Βερν στο μυθιστόρημά του «20.000 Λεύγες κάτω από τη Θάλασσα» και πιο συγκεκριμένα στη σελίδα 227, όπου τον αναφέρει σαν Λεωνίδα της τωρινής Ελλάδας. Είκοσι έξη χρόνια μετά τον ξαφνικό χαμό του, ένας Αμερικανός, ο Oliver Bell Bunce, έγραψε το 1849 το θεατρικό έργο «Marco Bozzaris, the Grecian hero».
Εάν βρεθεί κανείς στο γραφικό Στρασβούργο στη βορειοανατολική Γαλλία, που είναι σήμερα μια από τις έδρες του Ευρωκοινοβουλίου, θα εκπλαγεί όταν διαπιστώσει ότι η πλατεία, που βρίσκεται μπροστά στην Όπερα, έχει το όνομα «Markos Botzaris» και δεν αφορά κάποιον Αλσατό αγωνιστή, αλλά τον ηρωικό αρχηγό των Σουλιωτών Μάρκο Μπότσαρη.
Τιμητική ονομασία κεντρικής πλατείας στο Στρασβούργο. Έχει όμως στην επιγραφή της λανθασμένες και τις δυό χρονολογίες: Το 1788 ήταν το έτος που γεννήθηκε ο Λόρδος Βύρων, ενώ δυό χρόνια μετά, το 1790, γεννήθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης – που αυτός σκοτώθηκε το 1823 και όχι το 1813 όπως αναγράφεται
Γιατί όμως τιμούν τον Σουλιώτη ήρωα, από όλους τους άλλους ξένους περισσότερο, οι Γάλλοι; Επειδή αυτοί ήταν που τον τίμησαν για την ανδρεία του, καθώς είχαν και οι ίδιοι αίσθηση των παράτολμων εγχειρημάτων του και του τρόπου που αγωνιζόταν. Όταν το 1804 οι Σουλιώτες - κυνηγημένοι από τα στρατεύματα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων - πέρασαν στην γαλλοκρατούμενη εκείνη την εποχή Κέρκυρα, ο Μάρκος Μπότσαρης κατατάχθηκε στον στρατό του Ναπολέοντα, σε ειδικό τάγμα Ηπειρωτών. Εκεί έμαθε τις σύγχρονες τακτικές του πολέμου και έδειξε γρήγορα τις ικανότητές του στις μάχες εναντίον των Άγγλων. Τότε οι Γάλλοι, με τον στρατηγό Μπερτιέ, έμειναν έκπληκτοι από τον τρόπο που πολεμούσε και σε ηλικία μόλις είκοσι δύο χρονών τον προήγαγαν σε ταγματάρχη. Μάλιστα, σε χειρόγραφο κείμενό του που σώζεται μέχρι σήμερα, ο Μπότσαρης αναφέρει μεταξύ άλλων πως «όπου κυματίζει η αγγλική σημαία, οι λαοί είναι δούλοι», κάτι που ικανοποιούσε προφανώς (και) τους Γάλλους που αποχώρησαν όμως από τα Ιόνια νησιά το 1814 μετά την ήττα του Ναπολέοντα και ο μετέπειτα ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, ιδιώτευσε στην Κέρκυρα.
Για να αντιληφθούμε τον αντίκτυπο που είχε η δράση του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αρκεί να διαβάσει την αναφορά προς το πρόσωπό του, σε γράμμα που είχε στείλει ο λόγιος διαφωτιστής Αθανάσιος Ψαλίδας προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος (πρωθυπουργό με τους σημερινούς όρους) της επαναστατημένης Ελλάδας Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Σ’ αυτό εκθειάζεται η φήμη «του ήρωος, όπου όχι μόνον έγινε ξακουστός εις όλην την Ευρώπην, αλλά και όλες οι αρχόντισσες της Αγγλίας και της Φράνσας (της Γαλλίας) τον φορούν κρεμασμένον με χρυσήν άλυσσον στα στήθη τους ως εγκόλπιον, πράγμα όπου κανένας στρατηγός ακόμη δεν αξιώθηκε…».
Έχει μείνει τόση η συμπάθεια των Γάλλων για τον Μάρκο Μπότσαρη, που, εκτός από την πλατεία που αναφέρω, έχουν δώσει το όνομά του και σε δρόμο της καρδιάς του Παρισιού από τα τέλη του 19ου αιώνα, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της γαλλικής πρωτεύουσας. Επίσης, από τον Ιανουάριο του 1911, το όνομά του το έχει και η τοπική στάση του Μετρό, που βρίσκεται στο πολυσύχναστο 19ο διαμέρισμα της μεγάλης αυτής ευρωπαϊκής πόλης.
Η Γαλλία του παλιού καιρού είναι παρούσα ακόμα και στον τωρινό τάφο του Μάρκου Μπότσαρη, πάντα εκεί στο Μεσολόγγι. Ένα άγαλμα μικρού κοριτσιού υψώνεται από πάνω του, που σκύβει και προσπαθεί να διαβάσει το όνομά του. Την έχουν πει «η Ελληνοπούλα». Αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια Γαλλιδούλα που ο Γάλλος γλύπτης του αγάλματος Νταβίντ ντ’ Αντζέρ την είχε δει στο Κοιμητήριο του Pere-la-Chaise σκυμμένη πάνω σ’ ένα τάφο και προσπαθούσε να διαβάσει τα γράμματα που ήταν χαραγμένα εκεί. Το μόνο που άλλαξε ο δημιουργός από την πραγματικότητα ήταν ότι τώρα προσπαθεί να διαβάσει το όνομα του Μάρκου Μπότσαρη, γραμμένο στα ελληνικά. Χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο της Καρράρας και η εργασία κράτησε έξη μήνες.
Το έργο του, αφού πρώτα εκτέθηκε δυό φορές στο Παρίσι και απέσπασε ενθουσιαστικά σχόλια, στάλθηκε χάρισμα στην Ελλάδα! Το έφερε ένα γαλλικό πλοίο που είχε ελληνικό όνομα: «Αχιλλεύς». Το άγαλμα ξεφορτώθηκε στο Ναύπλιο και τον Ιανουάριο του 1835 μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι. Εκεί η «Ελληνοπούλα» παρέμεινε αρχικά για φύλαξη στο σπίτι Μεσολογγίτισσας χήρας για να στηθεί επίσημα, παρουσία του Όθωνα, το 1938 επάνω στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη. Όμως αυτό το άγαλμα που βλέπουμε σήμερα δεν είναι εκείνο που είχε στείλει ο Νταβίντ ντ’ Αντζέρ. Είναι αντίγραφο από τον γλύπτη
Γεώργιο Μπονάνο και τα λεφτά για να γίνει αυτό το αντίγραφο τα έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1915. Γιατί όμως, τί έγινε το αρχικό γλυπτό του Γάλλου; Εδώ δίνεται η ευκαιρία να πληροφορηθούμε ότι ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη ανοίχτηκε δυό φορές! Και τις δυό με βίαιο τρόπο. Την πρώτη φορά την προκάλεσαν οι Τουρκαλβανοί το 1826, όταν - μετά την ηρωική Έξοδο και την κατάληψη του Μεσολογγίου από τους Οθωμανούς - άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη, αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του. Η δεύτερη φορά ήτανε χειρότερη από την πρώτη, γιατί την έκαναν οι ίδιοι οι Έλληνες! Το 1852 τα πάθη είχαν εξαφθεί εναντίον του βασιλιά Όθωνα.
Ο μοναδικός γιος του Μάρκου, ο Δημήτρης Μπότσαρης, είχε διατελέσει υπασπιστής του Όθωνα, δυό φορές υπουργός Στρατιωτικών (Εθνικής Αμύνης που λέμε σήμερα) και είχε οργανώσει το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Επειδή τον θεώρησαν βασιλικό, ορισμένοι αντιβασιλικοί στο Μεσολόγγι, για να τον εκδικηθούν, πήγαν στον τάφο του πατέρα του και με πρωτοφανή εμπάθεια και βιαιότητα τον ανέσκαψαν και σκόρπισαν τα οστά του! Και για να συμπληρώσουν τη βεβήλωσή τους, ξέσπασαν και στο άγαλμα της «Ελληνοπούλας» που είχε τοποθετηθεί πάνω στον τάφο! Ο Γάλλος δημιουργός του, όταν έμαθε τι συνέβη στο γλυπτό του, αισθάνθηκε φρίκη και συντριβή. Δεν πρόλαβε όμως να αποκαταστήσει τις φθορές του έργου του, γιατί αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας που σύντομα τον οδήγησαν στον θάνατο.
Αργότερα το γλυπτό μεταφέρθηκε στο Παρίσι, κι εκεί οι μαθητές του έκαναν τις κατάλληλες επεμβάσεις για να αποκατασταθούν οι ζημιές και οι φθορές. Τελικά το άγαλμα επαναφέρθηκε στην Ελλάδα, αλλά αυτή τη φορά το βάλανε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο για να είναι προφυλαγμένο από πιθανή νέα βεβήλωση, αλλά και από φθορά - λόγω μεταβολών του καιρού.
Από το 2014 περίτεχνο άγαλμα του Μάρκου Μπότσαρη βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία του Μεσολογγίου, φερμένο από την Αγγλία. Ο δημιουργός του ανδριάντα Νίκος Κοτζιαμάνης, φανερά συγκινημένος, ανέφερε ότι το έργο που δώρισε στο Μεσολόγγι το αφιέρωσε στους γονείς του που τον έμαθαν να αγαπά την Ελλάδα και την πατρίδα - και ως Κύπριος ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει να σου στερούν την πατρίδα σου. Είναι ο ίδιος που έχει κάνει τα υπερμεγέθη αγάλματα του Μακαρίου, του Αυξεντίου και του Παλληκαρίδη στο νησί του. Ο ανδριάντας του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι είναι δικό του έργο και ο σπουδαίος γλύπτης το είχε φέρει κι αυτό από την Αγγλία στο Μεσολόγγι, τότε που τον γνώρισα προσωπικά. Στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Μάρκου Μπότσαρη ο
δήμαρχος υπογράμμισε τη μεγάλη σημασία που έχει το άγαλμά του αυτό για την πόλη, που ο Μάρκος Μπότσαρης την υπερασπίστηκε στη πρώτη πολιορκία και που τα αιματοβαμμένα χώματά της έγιναν η τελευταία του κατοικία.
Ήμουν δεκαέξι χρονών όταν αξιώθηκα να πρωτοσταθώ μπροστά στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη. Εκεί προσπάθησα να καταλάβω την ακαταλαβίστικη για την τότε ηλικία μου επιγραφή που είχε δημιουργήσει ο περίφημος καθηγητής Δημήτριος Σεμιτέλος στην αρχαϊκή γλώσσα του Ομήρου. Ακόμα και το όνομα του Μάρκου Μπότσαρη το διάβαζα «Μάρκου Βωσάρεως» με πολλά ωμέγα. «Αγνού μήστωρος αυτής ηγήτορος ψυχήν δη ερατής πάτρας προ σώματος οι εκδυσαμένου τόδε σήμα τέτυκται . Ελλάς τους αγαθούς ου φησί ποτ’ είναι θνητούς». Ένιωθα σαν το άγαλμα του μικρού κοριτσιού πάνω από μένα, που
έσκυβε να καταλάβει. Τελικά, ένα ζευγάρι Άγγλων ήρθε και στάθηκε δίπλα μου και ο άντρας, που ήξερε ομηρικά, τα μετέφραζε στη γυναίκα του. Έτσι, χάρη στα αγγλικά του, κατάλαβα κι εγώ: «Για τον Μάρκο Μπότσαρη, τον έμπειρο αρχηγό πολέμαρχο, που έβγαλε από το σώμα του την ψυχή υπέρ της αγαπημένης του πατρίδας, αυτό εδώ το μνήμα έχει κατασκευαστεί. Η Ελλάς δεν λέει ότι οι καλοί είναι θνητοί». Αυτό το τελευταίο μπήκε στο νου και στην καρδιά μου από τότε: «Η Ελλάδα δεν λέει ότι είναι θνητοί».