ΑΠΟΨΕΙΣ
Μερικές στιγμές του Γιάννη Μαρκόπουλου
Ο θείος του ο δήμαρχος κατάλαβε την κλίση του, όταν στα ένδεκά του χρόνια ο μικρός ανιψιός του αναπαρέστησε τη μουσική κλίμακα, βάζοντας οκτώ ίδια ποτήρια στη σειρά και γεμίζοντάς τα όλα με διαφορετική ποσότητα νερού
Η ταμπέλα λέει: Σαν σήμερα, πριν ένα χρόνο, έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Λες και γράφω τηλεγράφημα, αρχίζω να το συντομεύω - πετώντας έξω τις περιττές λέξεις. Το «σαν» και το «σήμερα» δεν έχουνε νόημα. Τί θα πει «σαν σήμερα»; Είναι σαν να λέω «σαν αύριο» ή «σαν χθες». Το βγάζω λοιπόν. «Έφυγε από τη ζωή». Ποιά ζωή, τη δικιά του ή τη δικιά μας ή γενικά τη ζωή; Και πότε έφυγε κάτι πουν συνεχίζει να μας απασχολεί; Κάτι και κυρίως κάποιος που έγινε μέρος του εαυτού μας μέσα από τους αιφνιδιαστικούς δρόμους της μουσικής. Και όχι μιας οποιασδήποτε μουσικής που μας έκανε να τραγουδήσουμε ή που στόλισε τις ώρες μας. Αλλά μιας ποικιλότροπης μουσικής, που μας έκανε να σταθούμε εκστατικοί μπροστά στη δημιουργία. Έφυγε από τη ζωή μας μαζί του, όταν έσβησε αυτός; Όχι! Άρα περιττές οι λέξεις «Έφυγε από τη ζωή». Τί έχει μείνει λοιπόν; Τί έχει μείνει αν τα αφαιρέσω όλα αυτά από το υποτιθέμενο τηλεγράφημα; Μόνο το όνομα Γιάννης Μαρκόπουλος. Κι αυτό είναι αρκετό σ’ εσάς που σας το στέλνω.
Μικρός όταν ήταν κάποτε ο Μπάυρον, συνήθιζε να ξαπλώνει πάνω σ’ έναν τάφο - κι εκεί να διαβάζει ή να γράφει. Εκεί λοιπόν έγραψε σε στίχους παρόμοια με αυτά που σας είπα τώρα μόλις: «Άμα στ’ αέρινα μέρη τους καλέσουν την ψυχή μου | οι πρόγονοί μου…» λέει στην αρχή και συνέχιζε με λόγια σαν να τα λέει ο ίδιος ο Γιάννης: «…κι όταν πάνω στη θύελλα το σχήμα μου καλπάσει | ή σκοτεινό κάποια αχλή εδώ το κατεβάσει, | ω η σκιά μου άμποτε υδρίες να μη δει | στη θέση αυτή όπου η γη ξαναγυρνάει στη γη. | Στη πέτρα σκαλιστό μη δει κανένα παίνεμά μου! | Μονάχα για επιτάφιο να έχω τ’ όνομά μου. | Και αν στη σκόνη μου τιμή αυτό μόνο δεν δίνει, | τότε δεν πρέπει οι πράξεις μου να έχουν άλλη φήμη. | Με τ’ όνομά μου μοναχά στη θύμηση να μείνει | η θέση αυτή. Ή και τα δυό να σβήσουν απ’ τη μνήμη».
Ας πάμε πίσω στα χρόνια που κι ο Γιάννης Μαρκόπουλος είχε μόνο το όνομά του ή που άρχιζε να το φτιάχνει όπως το ξέρουμε εμείς τώρα - και με τη βοήθεια των τριών αδελφιών του ας βρούμε μερικές στιγμές δικιές του.
Πρώτα απ’ όλα να αναφέρουμε αυτόν και τ’ αδέλφια του. Η τύχη τα έφερε να έρθουνε στο φως με αυξανόμενο αριθμό: Ο Γιάννης ήταν ο πρώτος και γεννήθηκε το 1939. Δυό χρόνια αργότερα γεννήθηκε η αδελφή του η Μιμίκα το 1941. Τρία χρόνια ύστερα από τη μοναδική αδελφή τους γεννήθηκε ο Μάνος το 1944. Και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1948, γεννήθηκε και ο μικρότερος αδελφός του Γιάννη ο Μάριος, ένας ακόμη Μαρκόπουλος. Δύο, τρία, τέσσερα χρόνια διαφορά μεταξύ τους, η μαγεία των μαθηματικών.
Αυτή η μεγάλη χρονική απόσταση έκανε τον Γιάννη να σκύψει σαν πατέρας με μεγαλύτερη φροντίδα στον μικρότερο. Ο Μάριος έμαθε κοντά του την αλευρόκολλα. Και κολλούσε, με τον…κολλητό του, φιγούρες θεάτρου σκιών και χαρταετούς. Από τον μεγάλο του αδελφό έμαθε τις νότες πολύ πριν μάθει τα γράμματα της αλφαβήτας στο σχολείο. Αλλά κυρίως, εκείνο που μου τόνισε, του χρωστάει τη ζωή του. Ήτανε πέντε χρονών ο Μάριος όταν, χωρίς «να του κόβει», έπιασε στην ταράτσα του σπιτιού τους το εκτεθειμένο καλώδιο του ηλεκτρισμού. Ευτυχώς γι’ αυτόν, η τάση του ρεύματος δεν ήταν υψηλή γιατί το τροφοδοτούσε τα χρόνια εκείνα μια ιδιωτική εταιρία κάτω στην Ιεράπετρα. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, δεκαπέντε χρονών τότε, αντιλήφθηκε τί συμβαίνει, έτρεξε από κάτω και τράβηξε απότομα τον μικρό του αδελφό που του είχαν μελανιάσει τα χέρια, σώζοντάς του τη ζωή. Ο Μάριος σπούδασε χημικός στη Ρώμη και τελικά έγινε σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ.
Ο άλλος αδελφός του Γιάννη, ο Μάνος, που ήταν πέντε χρόνια μικρότερός του, σπούδασε κι αυτός στη Ρώμη αλλά αρχιτέκτονας. Αυτός μου είπε ότι στα πρώτα τους χρόνια, πολύ πριν τα θερμοκήπια, η Ιεράπετρα ήταν ένα ψαροχώρι. Αλλά του μικρού Γιάννη του άρεσε να πηγαίνει στην παραλία και να ακούει τους ψαράδες, αυτούς τους ανθρώπους του θαλασσινού μόχθου, και να μιλάει μαζί τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ξεκίνησε από τραγούδια όπως το «Γαλάζιο Περιστέρι» που το τραγούδησε η όμορφη τραγουδίστριά του Μαίρη Δαλάκου και που δεν είναι περιστέρι αλλά καράβι: «Καράβι μου, άνοιξε πάλι τα πανιά, | και χάραξε μες στου Αιγαίου τα νησιά. | Καράβι μου, άνοιξε πάλι τα πανιά και δείξε μου τον ήλιο μες στη συννεφιά | Γαλάζιο περιστέρι με άσπρα φτερά, | δελφίνια ταξιδεύουν στο πέλαγο βαθιά…» Ο Μάνος μου είπε ακόμη και κάτι άλλο για τα πρώτα μουσικά βήματα του αδελφού του. Είχε συνθέσει στα δώδεκά του χρόνια τη μουσική που αργότερα έγινε τα «Μαλαματένια Λόγια», με σκοπό να δημιουργήσει τα δικά του κάλαντα!
Ένα άλλο από τα πρώτα του τραγούδια, που ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός τού έβαλε στίχους αργότερα ενώ είχε προηγηθεί η μουσική του Γιάννη, ήταν το πασίγνωστο «Τον ήλιο είχες αγκαλιά | βασιλικό στο χέρι | και προς το μέρος της καρδιάς | κάτασπρο περιστέρι. | Πέρα από τη θάλασσα, πέρα από τα δάση, βρήκα την αγάπη μου που την είχα χάσει. Πέρασαν τα όνειρα, πέρασαν τα πάθη, έλαμψε σαν άνοιξη η δική σου αγάπη». Για την φράση «Πέρα από τη θάλασσα», μου δείξανε τον σχολιασμό που είχε κάνει: «Απέναντί μας υπήρχε η Αίγυπτος, μαζί με την αίσθηση αυτής της πολιτιστικής έκρηξης της Αλεξάνδρειας, όπου λέγαμε να πάμε όλοι και να ενσωματωθούμε εκεί πέρα, να γίνουμε κι εμείς μέρος της!»
Από την αδελφή του τη Μιμίκα έμαθα μια άγνωστη στιγμή του - και με τον ιδιαίτερο ευτράπελο τρόπο που μου την αφηγήθηκε, θα τη μεταφέρω εδώ. Ο Γιάννης τα χρόνια εκείνα τα πρώτα, ακόμα πειραματιζόταν. Στην Κυψέλη της Αθήνας που βρισκόταν με τη μητέρα του και με την αδελφή του, παρατάει το πιάνο στο διπλανό δωμάτιο και μπαίνει ήρεμος στην κουζίνα. Ήρεμος; Δεν θα το ’λεγα. Κάτι ψάχνει. Ανοίγει τα ντουλάπια. Διαλέγει ένα πιάτο, το επεξεργάζεται για λίγο και το αφήνει να πέσει. Το πιάτο σπάει. Πιάνει ύστερα ένα φλιτζάνι, το ρίχνει κι αυτό κάτω. Σπάει κι αυτό πάνω στο μωσαϊκό του πατώματος. Πιάνει άλλο σκεύος, έχει κι αυτό την ίδια τύχη. Η μητέρα του τρελαίνεται. Έχουν κάνει εισβολή στα κουζινικά της. «Τί σ’ έπιασε, Γιάννη μου;» Μια απελπισμένη απορία που μένει αναπάντητη.
Ο Γιάννης, ανένδοτος και σιωπηρός, συνεχίζει το καταστροφικό του έργο. Σκαρφαλώνει σε μια καρέκλα, γιατί έχει ανακαλύψει στο πάνω μέρος του μπουφέ μια πήλινη λεκανίδα ανεστραμμένη, δηλαδή φυλαγμένη, που τη χρησιμοποιεί η μητέρα του για να κάνει ξεροτήγανα. «Όχι! Όχι αυτή, Γιάννη!» Η απάντησή του στο μοιραίο σπάσιμό της από τα χέρια του στο πάτωμα ήταν θριαμβευτική ικανοποίηση: «Αυτό μάλιστα!» Ο ήχος του δικού της σπασίματος ήταν αυτό που γύρευε. Ξαναγύρισε στο διπλανό δωμάτιο, στο πιάνο του. Ήταν η εποχή που ο Γιάννης Μαρκόπουλος ανίχνευε ήχους.
Η δισκογραφία του σαν συνθέτης μεγάλων προδιαγραφών ξεκίνησε το 1961 και έφτασε, μέχρι πριν εφτά χρόνια, στο 2017. Στα σχεδόν εξήντα αυτά μέρη της ζωής του στην καταγραμμένη του μουσική, έχει να επιδείξει «σπουδαία επιτεύγματα και τραγούδια αξέχαστα» αλλά κι ένα κλάμα! Ήταν τότε που ηχογραφούσαν στο στούντιο τον δίσκο του «Θητεία» και ξαφνικά ακούστηκε το κλάμα της ανιψιάς του Ειρήνης, της κόρης του αδελφού του Μάνου, που τότε ήταν ανεξέλεγκτη, γιατί ήταν…μωρό. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος παρήγγειλε να μη το κόψουν κι έτσι ακούγεται στην έναρξη του δίσκου, στα «Λόγια και τα χρόνια τα χαμένα». Έχει μείνει από την εποχή της ανίχνευσης των ήχων.
Ο Γιάννης λέει κάπου κάτι σχετικά μ’ αυτό: «Για τη δισκογραφία κινήθηκε το ενδιαφέρον μου πάλι από μικρό παιδί. Στην Ιεράπετρα, κοντά στο σπίτι μας, υπήρχε μια λίμνη όπου τις νύχτες οι βάτραχοι έστηναν χορό με τις φωνές τους. Συγκλονιζόμουν απ' το ακρόαμα κι η μάνα μου νόμιζε πως έπρεπε να με δει γιατρός. Εγώ, όμως, ευχόμουν να γινόταν ένας δίσκος με όλο αυτό, ώστε να εμπνέονταν οι συνθέτες μας από την ίδια τη Φύση».
Μιας και ο ίδιος ανέφερε τον καιρό εκείνο, είναι ευκαιρία να πούμε πώς ο Γιάννης Μαρκόπουλος μπήκε στον κόσμο της μουσικής. Και ο καλύτερος τρόπος για να το πούμε, είναι να μας τα πει ο ίδιος: «Οι μουσικές μου σπουδές ξεκινούν στα ένδεκά μου χρόνια, όταν ο αδερφός του πατέρα μου γίνεται δήμαρχος. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να φτιάξει μια μπάντα. Παραγγέλνει τα όργανα, έρχεται κι ένας καλός δάσκαλος, ο Σερέπετσης, ωραίος, αριστερός, μαθητής του Καλομοίρη και του Κωνσταντινίδη, μα δεν πάτησε κανένας! Πιάνουν τον πατέρα μου και του λένε «Στείλε τον Γιαννάκη να μάθει κάνα όργανο, γιατί όλοι στην Κάτω Μερά φοβούνται μην πάθουν πνευμονία, καθώς θα φυσάνε τα όργανα». Πήγα, λοιπόν, ως μέλος μιας τεράστιας, αγαπημένης συμμορίας νεαρών που κοιτάζαμε να κάνουμε δύο κινήσεις: πρώτον, να παίζουμε πόλεμο με την Κάτω Μερά, αλλά ταυτόχρονα να παίζουμε και να βρίσκουμε τραγούδια δικά μας και δεύτερον, και σημαντικότερο, να βοηθάμε τους γέρους. Στη Φιλαρμονική έκατσα μέχρι τα 16-17 μου, μαθαίνοντας κλαρίνο και βιολί».
Ο θείος του ο δήμαρχος κατάλαβε την κλίση του, όταν στα ένδεκά του χρόνια ο μικρός ανιψιός του αναπαρέστησε τη μουσική κλίμακα, βάζοντας οκτώ ίδια ποτήρια στη σειρά και γεμίζοντάς τα όλα με διαφορετική ποσότητα νερού. Μετά, χτύπησε τη γυάλινή τους επιφάνεια με ένα πιρούνι και οι ήχοι που ακούστηκαν ήταν το ντορεμιφασολασιντό.
Αυτά για τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην αρχή του, με διάνθισμα μερικών στιγμών του. Τα υπόλοιπα τα γράφει η Ιστορία.