ΑΠΟΨΕΙΣ
Με αφορμή την εορτή των Τριών Ιεραρχών
Το Σάββατο εορτάστηκε η εορτή των Τριών Ιεραρχών: Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που έχει καθιερωθεί ως η εορτή της ελληνικής Παιδείας. Εφέτος, λόγω της πανδημίας αλλά και επειδή η εορτή έπεσε ημέρα Σάββατο, ό, τι σχετικό με τους Τρεις Ιεράρχες έγινε στα ανοιχτά Δημοτικά Σχολεία την Πέμπτη, 28 του μήνα. Θα υπενθυμίσω εδώ ότι, όπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι, η ημέρα των Τριών Ιεραρχών ήταν μια ημέρα που πράγματι τα σχολεία εόρταζαν τη μνήμη τους με εκκλησιασμό των μαθητών, με το μοίρασμα των αρτιδίων και με πανηγυρικές ομιλίες. Σήμερα η εορτή φαίνεται να έχει ατονήσει. Δεν θα αναλύσω τους λόγους αυτού του φαινομένου, που μπορεί να είναι πολλοί και διάφοροι. Θα αναφερθώ όμως σε ένα σημείο, κατά τη γνώμη μου λίαν σημαντικό.
Θα ξεκινήσω με λίγα ιστορικά στοιχεία. Οι τρεις Ιεράρχες εορτάζονται από την Εκκλησία μας ξεχωριστά ο καθένας: ο Μ. Βασίλειος την 1η Ιανουαρίου, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος την 25η και ο Χρυσόστομος την 27η του ίδιου μήνα. Ωστόσο, τον 11ο αιώνα υπήρξε μια φιλονικία μεταξύ των λογίων της εποχής. Κάποιοι θεωρούσαν ανώτερο τον Βασίλειο, άλλοι τον Γρηγόριο και άλλοι τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή απλώθηκε και στο λαό, που διασπάστηκε σε «Βασιλείτες», «Γρηγορίτες» και «Ιωαννίτες». Τέλος στην έριδα αυτή έθεσε ο μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, ο οποίος ανέλαβε την συμφιλίωση των αντιμαχόμενων μερίδων και καθόρισε να εορτάζεται από κοινού η μνήμη τους την 30ή Ιανουαρίου. Η καθιέρωση της μνήμης των Τριών Ιεραρχών ως εορτής της Ελληνικής Παιδείας έγινε επίσημα το 1911, παρόλο που και πολύ νωρίτερα (1842) είχε καθιερωθεί ως ημέρα κατά την οποία ετελείτο μνημόσυνο υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου.
Ας ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι: α)και οι Τρεις Ιεράρχες είχαν πολύ υψηλού επιπέδου ελληνομάθεια, αφού οι μεν Βασίλειος και Γρηγόριος είχαν σπουδάσει στις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, ο δε Ιωάννης είχε δάσκαλο τον σπουδαίο, μη χριστιανό, ρήτορα και σοφιστή Λιβάνιο, β) και οι τρεις ζουν στον δύσκολο 4ο αιώνα, όταν ο Χριστιανισμός, μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ. Χ.), παύει μεν να διώκεται, αλλά έχει απέναντί του μια θολή πραγματικότητα, ως αποτέλεσμα της συνάντησης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας με τις ανατολικές οργιαστικές θρησκείες και τον απρόσωπο μυστικισμό που τις συνόδευε, οπότε, μέσα σ’ αυτό το θρησκευτικό συγκρητισμό και την πανσπερμία των λαών, έπρεπε να καθορίσει την ταυτότητα και τη διδασκαλία του, και γ) υπήρξαν πρόσωπα, όπως ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, που χωράς να λαμβάνουν υπόψη τα μηνύματα των καιρών και τις ριζικές αλλαγές της εποχής, θέλησαν να επαναφέρουν την ειδωλολατρία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, οι Τρεις Ιεράρχες, οπλισμένοι με τη βαθιά γνώση των κλασικών ελληνικών Γραμμάτων και με τη μελέτη σε βάθος της Αγίας Γραφής και των προ αυτών χριστιανών συγγραφέων (Ιουστίνου, Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, Ωριγένους κ.ά.) αλλά και με μια ζέουσα χριστιανική πίστη, κατόρθωσαν, μέσα σ’ ένα ιστορικό περιβάλλον όπου συγκρούονταν το ελληνικό πνεύμα με το νέο πνεύμα που κόμιζε ο Χριστιανισμός, να ενώσουν τα «διεστώτα» σε μια καινούργια σύνθεση που συναιρούσε το χριστιανισμό με τα αρχαία ελληνικά Γράμματα. Εδώ είναι ξεκάθαρα δυο πράγματα: α) κατά τη σύνθεση αυτή είναι βέβαιο ότι οι Τρεις μεγάλοι Διδάσκαλοι κράτησαν από το ελληνικό πνεύμα τα ευγενέστερα στοιχεία και β) χωρίς αυτή τη σύνθεση κανείς δεν γνωρίζει τι θα συνέβαινε με τα ελληνικά Γράμματα, καθώς ύστερα από λίγο τα βαρβαρικά φύλα κατέκλυζαν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, ως Έλληνες και χριστιανοί οφείλουμε πολλά στην αγιότητα αλλά και στις γνώσεις και στη διορατικότητα των Τριών Ιεραρχών, που δρώντας σ’ ένα συγκρουσιακό περιβάλλον, δεν απέρριψαν την ελληνική σοφία, αλλά την ενέταξαν στο όλο οικοδόμημα της νέας ελληνοχριστιανικής σκέψης, που συνεχίστηκε από τότε χωρίς διακοπή σε όλη τη μακρά διάρκεια της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, της Τουρκοκρατίας και του Νεότερου Ελληνισμού. Έτσι, η σύνθεση του ελληνικού με το χριστιανικό πνεύμα δεν είχε ιδεολογικό χαρακτήρα, αλλ’ ήταν θα λέγαμε μια ιστορική αναγκαιότητα.
Για του λόγου το αληθές θα κάμω μια σύντομη αναφορά στο πιο γνωστό ίσως έργο του Μ. Βασιλείου, που φέρει τον τίτλο «Πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Δηλαδή: Ομιλία προς τους νέους και πώς μπορούν να ωφεληθούν από τα ελληνικά Γράμματα. Στο έργο αυτό φαίνεται πάσο πολύ ο Μ. Βασίλειος είχε ενδιατρίψει στους αρχαίους συγγραφείς, αφού στις σελίδες του παρελαύνουν ονόματα αρχαίων συγγραφέων, όπως του Ομήρου, του Ησιόδου, του Θέογνη, του Σόλωνα, του Αρχίλοχου, του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Ηροδότου, του Δημοσθένη, του Ξενοφώντα, του Ιπποκράτη, του Πλουτάρχου κ.ά. Η ομιλία «προς τους νέους» πραγματεύεται τις σχέσεις της εθνικής-ελληνικής με τη χριστιανική παιδεία και τους κινδύνους που απορρέουν από μια άκριτη μελέτη των ελληνικών κειμένων, έχει δε ως κεντρικό θέμα της την αρετή. Πρόκειται δηλαδή τελικά για ένα έργο ηθικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα.
Επισημαίνω την κεντρική σημασία της αρετής στο εν λόγω έργο του Μ. Βασιλείου, επειδή η αρετή ήταν κυρίαρχη έννοια της αρχαίας ελληνικής πολιτικής, κοινωνιολογικής και ηθικής σκέψης. Όλη η παιδαγωγική των σοφιστών αλλά και η φιλοσοφική σκέψη των μεγάλων φιλοσόφων στην αρετή απέβλεπε. Βλέπουμε ότι ακριβώς την ίδια άποψη έχει και ο Μ. Βασίλειος, παρόλο, βέβαια, που η έννοια της αρετής έχει τώρα εμπλουτιστεί και με νέο περιεχόμενο από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου δεν είναι δυνατόν να αναφερθεί κανείς αναλυτικότερα στο λόγο «προς τους νέους» ούτε και στην έννοια της αρετής. Ωστόσο, η έννοια αυτή, που με τόση ένταση τονίζει ο Μ. Βασίλειος, είναι και σήμερα άκρως επίκαιρη. Αναφέρομαι στα τελευταία φαινόμενα βίας στο χώρο των νέων και δη ανηλίκων, που δηλώνουν πως η έννοια της ηθικής αρετής έχει ατονήσει, πράγμα που σημαίνει ότι οι βασικοί θεσμοί (οικογένεια, σχολείο), αυτοί δηλαδή που μπορούν να εμπνεύσουν στα παιδιά την έννοια αυτή, δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο τους, γεγονός που με τη σειρά του αποκαλύπτει πως τόσο η οικογένεια όσο και το σχολείο ως θεσμοί διέρχονται σοβαρή κρίση. Πράγματι, για τη σημερινή «παιδοκεντρική» οικογένεια, που βασικός της στόχος έχει καταντήσει η ικανοποίηση των υλικών «αναγκών» των παιδιών, πραγματικών και πλασματικών, και όπου οι βίαιες συμπεριφορές όχι μόνο επιτρέπονται αλλά και συγκαλύπτονται από τους γονείς, η αρετή, με όλα όσα σημαίνει, φαίνεται να έχει μπει στο περιθώριο. Αλλά και στο σχολείο η προσπάθεια του δασκάλου όλων των βαθμίδων να μιλήσουν για την αρετή θεωρήθηκε και θεωρείται ως ένα είδος «κατήχησης» και «πολιτικής» καθοδήγησης. Όμως η αρετή ως έννοια είναι δηλωτική όλων εκείνων των ηθικών αξιών που εξανθρωπίζουν τον άνθρωπο, που στρέφουν την ψυχή προς το Αληθές, το Καλό και το Ωραίο, δηλαδή προς το Θεό, που είναι η Αγάπη. Η αγάπη είναι η «αρετή του Θεού», αν αυτό μπορεί να ειπωθεί μ’ αυτή τη φράση. Αν όλα αυτά τα απορρίπτουμε ως «κατήχηση, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Ο Μ. Βασίλειος αλλά και ο Γρηγόριος και ο Χρυσόστομος μάς καλούν να ανακαλύψουμε ξανά το ήθος της αρετής, όπως αυτό ξεπηδά από τη μεγάλη ελληνική και χριστιανική μας παράδοση. Δεν πρόκειται για ιδεολογικό ζήτημα, όπως θέλουν να το ερμηνεύσουν κάποιοι. Πρόκειται για την ίδια τη ζωή και την αξία της, πρόκειται για ό, τι μας κάνει να σεβόμαστε «εαυτούς και αλλήλους». Γι’ αυτό οι Τρεις Ιεράρχες, με το συγγραφικό τους έργο, όπου συντέθηκε η ελληνική με την χριστιανική παιδεία, και προπάντων με την ίδια τη ζωή και το παράδειγμά τους, εξακολουθούν να είναι οι προστάτες της ελληνικής Παιδείας, δηλαδή οι οδηγοί των νέων προς τις αξίες εκείνες που θα τους σηκώσουν «λίγο ψηλότερα», κατά την έκφραση του ποιητή.