ΑΠΟΨΕΙΣ

Μαύρες τρύπες με φόντο την Παγκόσμια Κληρονομιά

Η πιθανολογούμενη αποτυχία ένταξης της Σπιναλόγκας - γιατί θα είναι θαύμα η ένταξη - έχει προφανώς ονοματεπώνυμα!

No profile pic

 

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

 

Αναμφίβολα ο πολιτισμός αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους συντελεστές ήπιας ισχύος μιας χώρας στο διεθνές περιβάλλον. Η ιστορική διαχρονία και συνέργεια της πολιτιστικής διπλωματίας ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής (πρέπει να) ενέχει μια ξεχωριστή θέση για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που διαθέτει εξαιρετικά πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Η μικρή όμως λίστα εγγραφής των ελληνικών μνημείων στο πάνθεον της παγκόσμιας αναγνώρισης, προβάλει αυτόματα την υποψία μιας οξύμωρης αντίφασης: Πως μια μικρή χώρα γεννήτορας των δυτικών αξιών που έχει να επιδείξει μία τρισχιλιάχρονη βαριά και πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, δεν έχει κεφαλαιοποιήσει αυτό το βαρύ φορτίο, προκειμένου να προωθήσει τις εθνικές της επιδιώξεις και να διαμορφώσει συνθήκες υπεραξίας τόσο στο πολιτικό και οικονομικό της σύστημα, όσο και στη σταθεροποίηση του ρόλου της σε διεθνές επίπεδο, στην μετα-κορωνοϊό εποχή; Το ερώτημα φυσικά δεν είναι καθόλου ρητορικό και δεν είναι καινούργιο. Είναι πολύ συγκεκριμένο και προκύπτει, όπως και οι σκέψεις που αναπτύσσονται στην παρούσα δημόσια παρέμβαση, σχολιάζοντας τα τελευταία 18 χρόνια τους κρατικούς χειρισμούς εγγραφής στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας της οχυρής νησίδας Σπιναλόγκας.

Εάν η πανδημία του κορωνοϊού δεν ενέσκηπτε στον κόσμο για να φέρει τα πάνω κάτω, αύριο Δευτέρα 29 Ιουνίου, στην πόλη Φουτσόου της ΝΑ Κίνας, κτισμένη στις όχθες του ποταμού Μιν και πρωτεύουσας της επαρχίας Φουτσιάν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κίνας με πληθυσμό σχεδόν όσο και η Ελλάδα, θα ξεκινούσε  η 44η Σύνοδος της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Οι προγραμματισμένες εργασίες προβλέπονταν μέχρι και τις 9 Ιουλίου. Αυτό αποφασίστηκε στην περσινή αντίστοιχη 43η σύνοδο που έγινε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, που έδωσε τη σκυτάλη στους Κινέζους. Μέχρι και

την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει ανακοινωθεί επίσημα η ακριβής ημερομηνία μετάθεσης της κρίσιμης για τη χώρα μας Συνόδου. Και γιατί είναι κρίσιμη για την Ελλάδα; Γιατί σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα (προ εξαετίας  τουλάχιστον όταν εγγράφτηκε στην ελληνική tentative list) αναγγελίες του Υπουργείου Πολιτισμού, η Ελλάδα θα έθετε ως επίσημη εθνική υποψηφιότητα προς εγγραφή στη λίστα της Παγκόσμιας Κληρονομιάς την οχυρή νησίδα της Σπιναλόγκας. Είναι γνωστές άλλωστε, οι τυμπανοκρουσίες και η ακραία εκμετάλλευση και προβολή τουλάχιστον για μια δεκαετία της πιο δημοφιλούς ίσως ελληνικής υποψηφιότητας, η οποία (…εκούσια ή ακούσια) «ξέφυγε» από τους εθνικούς χειρισμούς και περνώντας σε αλλότρια χέρια και παράπλευρους τοπικούς – περιφερειακούς θεσμούς, χωρίς φυσικά να μην ευθύνεται το κεντρικό ΥΠ.ΠΟ. και το πολυσύνθετο πλέγμα του που συνιστά την (ελλειπή) Εθνική Πολιτιστική Διπλωματία (ΕΠΔ), κινδυνεύει να «φάει πόρτα»! Οι εικασίες και οι υποθέσεις έχουν απόλυτη βάση δεδομένου ότι το ελληνικό ΥΠ.ΠΟ. παρ’ ότι επίσημη ελληνική υποψηφιότητα, ήθελε να περάσει ίσως εσκεμμένα, σε άλλα χέρια και να απεκδυθεί των χειρισμών έτσι ώστε να «κάψουν» άλλοι το χαρτί της υποψηφιότητας!  Πως άλλωστε μπορεί να ερμηνευτεί το γεγονός ότι στην περσινή περιφερειακή συνάντηση του Δικτύου ICOMOS της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στο Κότορ του Μαυροβουνίου (26, 27 Σεπτεμβρίου 2019) στην οποία συμμετείχε και η Ελληνική αντιπροσωπεία, όταν τέθηκε από τους

 

Μαυροβούνιους και άλλους, ότι για την Ελλάδα στην UNESCO, προέχει η εγγραφή των κρητικών Μινωικών ανακτόρων πριν τη νησίδα της Σπιναλόγκας, οι Έλληνες προσποιήθηκαν  όχι μόνο ότι δεν άκουγαν, αλλά δεν απήντησαν καν! Αλλά δεν είναι μόνο αυτό! Οι καίριες και βαρυσήμαντες παρατηρήσεις που έγιναν το περσινό καλοκαίρι από την ιταλίδα απεσταλμένη κ. T. Colletta εκπρόσωπο του Διεθνούς ICOMOS αλλά και οι επισημάνσεις και σχόλια από άλλους εμπειρογνώμονες του Κέντρου Παγκόσμιας Κληρονομιάς, που είτε έχουν γίνει με αλληλογραφία είτε με προφορικές in situ παρατηρήσεις, εκθέτουν πρώτα απ’ όλα την κεντρική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και την καχεκτική ΕΠΔ, αλλά και τους αρμόδιους τοπικούς φορείς της αρχαιολογίας για την αποτελεσματικότητα των πολυετών αναστηλωτικών προγραμμάτων μέσα από ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους όσον αφορά την πιστή τήρηση των διεθνών συμβάσεων που έχουν ενταχτεί στην ελληνική νομοθεσία, για τις μεθοδολογίες και τα υλικά αναστήλωσης μνημειακών συνόλων και τόπων. Μια μεγάλη και ευγενική προσπάθεια που ξεκίνησε από την Κοινωνία των Πολιτών και το ΤΕΕ/ΤΑΚ και

υιοθετήθηκε από το ελληνικό κράτος, για ένα μακρύ χρονικό διάστημα, έγινε την τελευταία κρίσιμη πενταετία μια κιτς, φολκλορική και γκλάμουρ διαδικασία αυτοπροβολής με προεξάρχουσα την οικεία Δημοτική Αρχή και άλλους αλεξιπτωτιστές που εμφανίστηκαν από το πουθενά ως κομήτες της τέχνης και της κουλτούρας, απλά για να φωτογραφηθούν με το αζημίωτο, στο δημοφιλές και ιστορικό νησί. Άλλωστε, είναι ευρύτατα γνωστό, ότι με τη δικαιολογία της ετοιμασίας ενός «αξιόπιστου και τεκμηριωμένου φακέλου για την UNESCO», σε καιρούς μνημονίων εκταμιεύτηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από διάφορες τσέπες του δημοσίου, μόνο και μόνο για να γίνουν διάφορες εκδηλώσεις πολιτισμού πάνω στη νησίδα και σώου αυτοπροβολών. Όλα αυτά όμως συνιστούσαν τη «βιτρίνα» και το «φαίνεσθαι». Ασφαλώς ενώ γνώριζαν, ποιούσαν ότι αγνοούσαν, πως η UNESCO (ευτυχώς ακόμη) κοιτάζει την ουσία. Και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις ακεραιότητας και αυθεντικότητας για τη νησίδα, όπως και άλλες παράμετροι που ενισχύουν τα κριτήρια εγγραφής, ήρθαν σε δεύτερη μοίρα, σε αυτή την όπως φαίνεται προσπάθεια που θα είναι θαύμα αν επιτύχει.

 

 

Μια Via Dolorosa για το φρούριο…

Όταν η σημερινή υπουργός πολιτισμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη, (δεξί χέρι των κυβερνήσεων Σημίτη και Παπανδρέου στο ΥΠ.ΠΟ. σχεδόν ισόβια αν όχι ίσως η μακροβιότερη Γ.Γ. του υπουργείου) στάθηκε η πιο ένθερμη υποστηρίκτρια της αμφιλεγόμενης εικαστικής έκθεσης προσβολής της μνημοσύνης του Κώστα Τσόκλη, «εσύ ο τελευταίος λεπρός» στην οχυρή νησίδα της Σπιναλόγκας, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε εκείνη, ούτε ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αλλά και η ίδια η κοινωνία, ότι ο σταυρός που ανήρτησε στις κρημνοπρεπείς νότιες οχυρώσεις του φρουρίου, θα σηματοδοτούσε μια «οδό του Μαρτυρίου» σε ένα συνεχόμενο Γολγοθά για την ενταξιακή πορεία στην UNESCO. Ίσως και να δικαιώνεται ο καλλιτέχνης, μόνο και μόνο ως προς την επιμονή του να έμενε μόνιμα ο γιγάντιος Σταυρός…

 

Ίσως προφητικά, για να σηματοδοτούσε μια πορεία. Μια πορεία που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια εκτός από την τραγικότητα, ένα γραφικό, και φολκλορικό χαρακτήρα πολιτικού παιγνίου με σκοπιμότητες προσπόρισης ατομικών πολιτικών ωφελειών.  Το επίσημο ΥΠ.ΠΟ. και η ελλιπής ΕΠΔ είχε απεμπολήσει από τα χέρια του και είχε εκχωρήσει τους χειρισμούς στην ουσία, με αποτέλεσμα λίγο καιρό πριν την κρίσιμη απόφαση του διεθνούς οργανισμού να μιλάμε για την εκκόλαψη ενός διαφαινόμενου φιάσκου μεγατόνων, όταν γίνει η 44η σύνοδος της UNESCO!  Είναι το επιστέγασμα μιας πορείας που θα θυμίζει το περίφημο απόφθεγμα του Λουκιανού «έτεκεν όρος και ώδυνεν μυν».

Πως φτάσαμε όμως σ’ αυτή την κατάντια; Ήθελε ή δεν ήθελε το ίδιο το υπουργείο να «κάψει» το χαρτί της ένταξης; Η απάντηση είναι ναι. Όχι μόνο γιατί ποτέ δεν προσαρμόστηκαν οι ελληνικές ηγεσίες πολιτισμού στους διεθνείς κανόνες νομιμότητας και στη βελτίωση όλων εκείνων των προαπαιτούμενων κριτηρίων που πρέπει να τηρούνται από τις επιχειρησιακές οδηγίες της UNESCO, αλλά και για έναν ακόμη παραπάνω λόγο όπως διαφαίνεται παρακάτω. Ακόμη και τα ίδια τα ενταγμένα ελληνικά μνημεία άλλωστε, κρέμονται από μια κλωστή για να απενταχτούν, αφού στα περισσότερα δεν τηρούνται στοιχειώδεις συμμορφώσεις  της χώρας μας έναντι της διεθνούς κοινότητας. Ειδικά για τη Σπιναλόγκα παρόλα τα ισχυρά ατού και προσόντα της, από την αρχή κιόλας της προσπάθειας, προσέκρουσε στην άποψη ότι προηγούνται (και δικαίως) να εγγραφούν στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας τα Μινωικά ανακτορικά κέντρα της Κρήτης με ό,τι αυτό σηματοδοτεί, και μετά να ακολουθήσει η οχυρή νησίδα. Αυτή η άποψη επικρατούσε και επικρατεί σήμερα και έξω, στο κέντρο παγκόσμιας κληρονομιάς. Εφόσον όμως για τη Σπιναλόγκα δημιουργούνταν με σοβαρότητα μια αυστηρή προσαρμογή και βελτίωναν τις κατά προτεραιότητα απαιτήσεις που θέτουν οι ξένοι, αλλά και οι διεθνείς συμβάσεις για την παγκόσμια κληρονομιά, οι οποίες ξαναθυμίζουμε ότι έχουν ενταχτεί στην ελληνική νομοθεσία μνημείων, και το ΥΠ.ΠΟ. συστηματικά υπεκφεύγει και αγνοεί επιδεικτικά, ναι θα έμπαινε στην UNESCO. Η 18ετία που κύλησε από την πρώτη πρόταση το 2002, δεν

 

στάθηκε ικανή για τις διαχρονικές ηγεσίες του ελληνικού πολιτισμού και της ΕΠΔ , να κάνουν τις αυτονόητες διευθετήσεις για να ανοίξει ο δρόμος. Αρκεί να λεχθεί μόνον ότι μέχρι και την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, το ΥΠ.ΠΟ. δεν έχει αλλάξει την επίσημη ονομασία της νησίδας. Όχι ενδεικτικό, αλλά καθοριστικό γεγονός των αληθινών του προθέσεων. Εκείνο το ανιστόρητο και προκλητικό «Καλυδών» το οποίο ναρκοθετεί ευθέως και υποθάλπει το βασικό ενταξιακό κριτήριο, όπως έχουμε ξαναγράψει πολλές φορές. Αυτό το γνωρίζουν οι ξένοι. Δεν γνωρίζουν όμως, ατυχώς μόνον αυτό. Γνωρίζουν πολλά περισσότερα πράγματα που επιμελώς το ΥΠ.ΠΟ. απέκρυπτε συστηματικά και μεθοδευμένα, χρησιμοποιώντας διπλή γλώσσα. Συμβαίνει σήμερα κάτι ανάλογο, για να μην πούμε ακριβώς το ίδιο, με αυτό που συνέβαινε την εποχή που ήταν χανσενικό κολαστήριο: Για το κράτος όλα έβαιναν καλώς μέσα στο σανατόριο, τη στιγμή που οι εφημερίδες στην Αθήνα, στο Λονδίνο και το Παρίσι βοούσαν για τη βαρβαρότητα ενός άλλου Νταχάου που επικρατούσε επί των εγκλείστων χανσενικών στο νησί. Τούτη η ίδια διπλή γλώσσα εξακολουθούσε και σήμερα να σκιάζει ατυχώς την εθνική προσπάθεια. Στο βαθύ «imperium in imperio» του ΥΠ.ΠΟ. μετά από μια εικοσιπενταετία στερεωτικών επεμβάσεων και συντηρήσεων από ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά μέσα, αδυνατούν να παρουσιάσουν έτοιμο έναντι της διεθνούς αξιολόγησης ένα μνημείο που (πρέπει να) τηρεί τις διεθνείς συνθήκες για την εγγραφή στον παγκόσμιο οργανισμό. Οι στοιχειώδεις υποδομές εξυπηρέτησης των επισκεπτών χωρίς την υιοθέτηση ολιστικού προγράμματος αποτροπής του overturism που απειλούσε (προ πανδημίας φυσικά) ευθέως το μνημείο αλλά και την παράκτια βιωσιμότητα της περιοχής, η ολιστική διαγραφή από τα αναστηλωτικά προγράμματα μιας από τις δεσπόζουσες περιόδους της ιστορίας του, εκείνης της Οθωμανικής, η αμετανόητη εμμονή για τη μη διαγραφή και διόρθωση της επίσημης ανιστόρητης ονομασίας της «Καλυδών» που υποθάλπει ευθέως και αντιστρατεύεται το βασικό ενταξιακό κριτήριο των επιχειρησιακών οδηγιών της UNESCO, τα μηδενικά πειστικά εχέγγυα προστασίας έτερων μνημείων της στενής περιοχής επιρροής της (buffer zone, ολοσχερή καταστροφή ψηφιδωτών διάκοσμων δαπέδων παραπλήσιας παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, ετοιμόρροπα άλλα κηρυγμένα κτίρια κ.λπ), η απουσία και η μη πρόβλεψη πειστικού επιχειρησιακού σχεδίου εφαρμογής για την προστασία των πέριξ υδάτινων εκτάσεων εναλίων αρχαιοτήτων που λεηλατούνται συστηματικά και απροκάλυπτα κατά παράβαση του ίδιου του ισχύοντος αρχαιολογικού νόμου, είναι μερικές μόνο από τις αρνητικές συνθήκες που έχουν εντοπιστεί από τους ξένους.  Φυσικά και η μεγάλη ληστεία από το αφύλακτο ταμείο του αρχαιολογικού χώρου το καλοκαίρι του 2018, η οποία μέχρι και σήμερα παραμένει ανεξιχνίαστη και που προφανώς οι πολιτικές ευθύνες για την τέλεσή της βαρύνουν αποκλειστικά το ΥΠ.ΠΟ. για τα πλημμελή μέτρα φύλαξης, αξιολογείται δραματικά και δημιουργεί τις χείριστες εντυπώσεις για τη χώρα. Αλλά και η απουσία μέριμνας για προληπτικά μέτρα ασφαλείας στις περιηγητικές διαδρομές που ελλοχεύουν αφύλακτοι γκρεμοί και απροστάτευτα βάραθρα που χάσκουν. Το καθεστώς ακεραιότητας του μνημείου έναντι των διαδοχικών του ιστορικών περιόδων είναι ένα από τα βασικά κριτήρια που ενδιαφέρει τους εμπειρογνώμονες και κυρίως οι κατεδαφίσεις κυρίαρχων στοιχείων της οθωμανικής αρχιτεκτονικής όπως το κατεδαφισμένο από το 1929-33 οθωμανικό τζαμί με το μιναρέ και τα εξαφανισμένα αρχιτεκτονικά μέλη του οθωμανικού οικισμού αλλά και οι συστηματικές κατεδαφίσεις των κτιριακών έργων του διάσημου έλληνα αρχιτέκτονα Ορέστη Μάλτου, κτίρια που έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 και τα οποία κατεδαφίστηκαν από το ίδιο του ΥΠ.ΠΟ. μέχρι και μετά το 1980!

 

Η πιθανολογούμενη αποτυχία ένταξης - γιατί θα είναι θαύμα η ένταξη - έχει προφανώς ονοματεπώνυμα! Η κ. Λ. Μενδώνη διαχρονική Γ.Γ. του υπουργείου και τωρινή υπουργός Πολιτισμού,  ήταν η πρώτη που παρέλαβε το αίτημα ήδη από το 2002. Αποδείχτηκε τραγελαφικό, ότι 18 χρόνια δεν ήταν αρκετά για να ωριμάσει ένα παγκόσμιο τρόπαιο για τον ελληνικό πολιτισμό. Και φυσικά έχουν δίκιο, όσοι λένε (είτε φωναχτά είτε σιωπηρά σε πολιτικά πηγαδάκια), ότι μια ενδεχόμενη «πόρτα» της Σπιναλόγκας από την UNESCO, θα γίνει η αφορμή και ένδειξη για μια δεύτερη σημειολογική πολιτική πόρτα: Εκείνης της άδοξης εξόδου από το Υπουργείο Πολιτισμού της σημερινής επικεφαλής του χαρτοφυλακίου για τον Ελληνικό Πολιτισμό.

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση