ΑΠΟΨΕΙΣ
Μαρία, Ελένη, Κατερίνα…Άννα, του τότε, του σήμερα… μην κλαις!
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016. Στο καθιστικό ενός σπιτιού η στόφα είναι φθαρμένη, πολυκαιρισμένη, ιστορική κι αυτή, το φως χαμηλωμένο, συννεφιασμένο, τρεμοπαίζει στη λάμπα ασθενικό… Μόλις φωτίζει…
της Μαρίας Λιονάκη
Είναι κάποιες μέρες στη ζωή σου που δεν είναι σα σελίδες γραμμένες σε βιβλίο Ανθολόγιο του Δημοτικού ή παλιό αναγνωστικό… Γραμμένες με αισιόδοξη διάθεση, γραμματοσειρά… Σε στυλ «ο ήλιος λάμπει, η φύση πρασινίζει , τα πουλάκια τιτιβίζουν…» Είναι κάποιες μέρες που όσα ζεις , δεν είναι εικόνες παραμυθιού βγαλμένου από διήγηση, μπροστά από το τζάκι, μια ψυχρή χειμωνιάτικη νύχτα, τρυφερής μάνας ή σοφής γιαγιάς …Που η διήγηση ανάμεσα στο «κάποτε», το « μια φορά κι ένα καιρό» και το « Ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!» δεν έχει βασίλισσες, βασιλόπουλα, πριγκιποπούλες, άμαξες και αμαξάδες, χρυσά παλάτια και φλουριά…
Είναι κάποιες μέρες που ο καιρός εξακολουθεί πεισματικά να λιάζει, μα εσύ απορείς… σε ποιο κόσμο ζει αυτός -σκέφτεσαι- τέτοια ηρεμία, τέτοια απάθεια και αναισθησία; ….πώς τα καταφέρνει άραγε κι εσύ δεν μπορείς; Το δικό σου μετεωρολογικό δελτίο έχει ήδη, άλλοτε με έγκαιρη πρόγνωση κι άλλοτε χωρίς, εντοπίσει και ζήσει αέρηδες, βοριάδες, βροχές, καταιγίδες και πλημμύρες, μη σου πω… Κάθε είδους.
Μόνο αυτός, ο καιρός, ο τωρινός, εξακολουθεί να είναι απαθής, κλεισμένος στο δικό του κόσμο, στο δικό του πλανήτη, τον άλλο, το διαφορετικό, στην ακινησία του, πηγαίνει με το πάσο του … Οι υπόλοιποι, οι άνθρωποι, οι επιβάτες του πλανήτη γη , του πιο κοντινού περιβάλλοντος, έχουν αλλάξει , εδώ και μέρες, καιρό, ζωή, ασχολίες, συνήθειες, διάθεση, ουρανό… ανάμεσα σε σύννεφα βαδίζουν, αέρας φυσάει ,βρέχει, βρέχονται, ομπρέλα δεν πήραν, ούτε αντιανεμικό, δεν έχουν βρει μέρος απάνεμο, απάγκειο να σταθούν, να προφυλαχθούν…
Είναι κάποιες μέρες που ξυπνάς και σκέφτεσαι… εγώ δεν είμαι η Μαρία, η Ελένη, η Κατερίνα, η Άννα… εγώ είμαι αθλητής στην πάλη και η ζωή είναι ένα ρινγκ… φοράω τη στολή μου, στο κεφάλι, στο πρόσωπο τον ανάλογο εξοπλισμό πάλι σήμερα, ξυπνώντας, με το καλημέρα, αμέσως μετά τον καφέ μου, τον βιαστικό, τον πρωινό, ο κόσμος έξω ακούγεται, φωνάζει, περιμένει… είμαι έτοιμη να βγω!
Ζωή φθινοπωρινή στον κόσμο μας λοιπόν!… χωρίς παραλίες, ακρογιαλιές, θάλασσες και δειλινά, χωρίς διακοπές, άδειες και άλλα εξωτικά, ζωή χωρίς πετσέτες θαλάσσης, μαγιό, αντηλιακά… Εξελίσσεται δυναμικά, με δουλειά, υποχρεώσεις, πίεση, κίνηση, με ρολόι, αυστηρό πρόγραμμα, άγχος, απρόοπτα, στο βιαστικό, συχνά στο πολύ βιαστικό… Συχνά με αρρώστιες, χρέη, προβλήματα σοβαρά δυστυχώς.
Στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς πολλές μαζί, νοικοκυρές σε απόγνωση, ρολάρουν διάφορες ώρες καλαθάκια μοντέρνα με ροδάκια… Λίγο θέλουν να τα απογειώσουν, να κάνουν ράλι, να τα μετατρέψουν σε αυτοκινητάκια συγκρουόμενα του λούνα παρκ!… Μπροστά στα ψυγεία με τα αλλαντικά, την πάριζα, τα τυριά …μισό κιλό φέτα (απ’ την καλή κυρ Στέφανε!) ζητάς και φλερτάρεις με το δεξί μάτι τα μακαρόνια στο ράφι το αντικρινό… Απομακρύνεσαι, χάνεις τη σειρά, τα βουτάς! …έρχεσαι όμως, με αυτή την αυθόρμητη, την παρορμητική, την απερίσκεπτη κίνηση, στην επιστροφή σου στο ψυγείο μπροστά, σε σύγκρουση, με την κυρία που περιμένει ήδη πιο πίσω, στην ίδια ουρά και νιώθει ότι έχει δίκιο να διαμαρτύρεται, γιατί παράγγειλες και απομακρύνθηκες βιαστικά… « Συγνώμη βιάζομαι, λες μαλακά, δουλεύω!» -« Κι εγώ δουλεύω και πολλές ώρες μάλιστα!….» σου απαντά.-« Ναι μα εγώ δουλεύω τώρα, στην ώρα που βρισκόμαστε πιο κοντά!….» λες και μετά βίας χαμογελάς…. Συγκρουόμενα αυτοκινητάκια η ζωή αυτή την εποχή , με αστείο τρόπο συχνά… Του Λούνα Παρκ!
Κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέπτη, τέλος Οκτώβρη και δεν τον αναγνωρίζεις… στη δίνη υποχρεώσεων, ρουτίνας, κούρασης, δουλειάς ψάχνεις βαθιά μέσα σου, στα μάτια, στην ψυχή, στο μυαλό την καλοκαιρινή σου εκδοχή, που αναζητάς... «Εγώ δεν ήμουν έτσι πριν…» σκέφτεσαι, « Ήμουν ήρεμη, υπομονετική … Εγώ δε θέλω να είμαι έτσι!» τολμάς…
Ζωή που σοβαρεύτηκε μετά το καλοκαίρι ξαφνικά… που πιο δύσκολα χαμογελά… Ζωή σαν αγώνας σε ρινγκ, αγώνας δρόμου, σαν τα συγκρουόμενα του Λούνα Παρκ, σαν λογαριασμός που δεν πληρώνεται, σαν επιταγή που δεν εξαργυρώνεται, σαν ήχος ασθενοφόρου που τρέχει, που στριγκλίζει, που βογγά … Κοριτσάκι δύο χρονών, καθισμένο στο κάθισμα συνοδηγού χτυπήθηκε θανάσιμα, όταν άνοιξε ο αερόσακος και δε ζει πια… Τόσος χώρος γύρω μας, τόση γη, τόσος αέρας, φύση, ζώα, αντικείμενα, ήλιος, φως κι όμως αυτό δε χωρά… Αυτό δε χωρά! Μόνο στο σκοτάδι, στον ουρανό χωρά….
Παραμονή της 28ης Οκτωβρίου… Ήταν μια φορά κι ένα καιρό ένας πόλεμος… ο δεύτερος παγκόσμιος, του φασισμού και του Ναζισμού, των απάνθρωπων ολοκληρωτικών, ρατσιστικών καθεστώτων, των Ιταλών και των Γερμανών κυρίως , του Μουσολίνι και του Χίτλερ , των δυο παρανοϊκών κατακτητών … Κι ήταν κι ένας λαός, ο ελληνικός που αντιστάθηκε γενναία , που βροντοφώναξε το ΟΧΙ του Μεταξά, το δικό του, που πολέμησε με ανδρεία… Που μέτρησε θανάτους, εκτελέσεις, αναπηρίες, φυλακίσεις, μαρτύρια, βασανιστήρια, πείνα, εξορίες, ορφάνια, οικονομική εξαθλίωση… Απ’ τις Γειτονιές του κόσμου του Γιάννη Ρίτσου φτάνει η ποίηση ανάκατη με τις ιστορικές μνήμες…
« Η Κυρα-Λένη κάθεται μονάχη στο κατώφλι της.
Δε μιλάει σε κανέναν. Δεν κοιτάζει τίποτα.
Κανένας από τους χαφιέδες που κόβουν βόλτες στο σκοτάδι
δεν καταλαβαίνει τίποτα. Μα η κυρα-Λένη
κοιτάει κατάματα το θάνατο,
κοιτάει πίσω από το θάνατο το μέλλον,
βλέπει τα τρία παιδιά της
και κείνους που σκοτώσαν τα παιδιά της,
βλέπει και κείνους πούρχονται να εκδικηθούν τα παιδιά της,
βλέπει όλα τα παιδιά του κόσμου(...)
και περιμένει. Ο κόσμος περιμένει στα γόνατα της κυρα-Λένης
γιομάτος εμπιστοσύνη και ψωμί και σημαίες,
περιμένει ο κόσμος τα τριαντάφυλλα και τ’ αστέρια,
περιμένει ν’ ανοίξουν τα πράσινα παντζούρια της άνοιξης,
για τις μανάδες που κάθονται μονάχες στο κατώφλι της νύχτας.»
2016 , φθινόπωρο, Οκτώβρης, αυτής της χώρας, που μάτωσε στον πόλεμο του 1940, στο διάβα της Ιστορίας της τόσες φορές… Που γέννησε ήρωες και ηρωίδες… Που έθαψε ήρωες και ηρωίδες και τους τιμά. Αυτής της χώρας που ματώνει και σήμερα καθημερινά… Με ένα σύγχρονο πόλεμο, οικονομικό, με μια βιοπάλη, απάνθρωπη, που πονά…
Μιας χώρας που περιμένει τα τριαντάφυλλα και τα αστέρια του Γιάννη Ρίτσου, τα πράσινα πατζούρια της άνοιξης να έρθουν στη δική της γειτονιά… Που κατατρύχεται από πολιτικά αδιέξοδα, κοινωνικά προβλήματα, δυστυχήματα και δυστυχίες, φτώχεια, ανεργία, άγχος, ένταση, γρήγορους ρυθμούς… που ψάχνει επίμονα και επίπονα, μέσα σ’ όλα αυτά το φως και την άνοιξη , που προσπαθεί, που θέλει να ελπίζει, να ονειρεύεται, να αισιοδοξεί…
Ο εορτασμός για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 αρχίζει ξανά … η γαλανόλευκη σημαία, άξια, σεβάσμια, ιερή, γιορτάζει ! Κυματίζει στον καθαρό φθινοπωρινό αέρα καθαγιασμένη , βαμμένη από το αίμα όσων σκοτώθηκαν για την πατρίδα, όσων θυσιάστηκαν για τη λευτεριά, γαλάζια σαν τη θάλασσα και τον ουρανό της χώρας μας , λευκή σαν περιστέρι…
« Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱερὸ πανί, πού, ὅταν περνᾷ μπροστά μας, ὑγραίνονται τὰ βλέφαρα καὶ σπαρταρᾷ ἡ καρδιά μας. Δὲν εἶναι ἡ αὔρα, ποὺ ἔρχεται γλυκὰ νὰ τὸ χαϊδέψῃ, δὲν τ’ ἀνεμίζει πρόσχαρα ἡ αὔρα ἡ σιγανή˙ εἶναι μιὰ ἀθάνατη πνοή, ποὺ ὁρμᾷ νὰ ζωντανέψη μὲ ἀνατριχίλα ἀνέκφραστη τὸ δίχρωμο πανί. Τὸ πῆρε κάποια μάγισσα καὶ τό ᾽καμε χλαμύδα, νὰ ζῆ σ’ αὐτὸ καὶ πάλλεται ὀλόκληρη ἡ Πατρίδα.» ( Στέφανος Δάφνης, απ’ το «ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ» 1955 )
Οι ήρωες που μας χάρισαν την ελευθερία τιμώνται και πάλι. Τραγούδια πατριωτισμού , ηχητικά ντοκουμέντα, επιβλητικές μουσικές ηχούν περήφανα στο δροσερό αέρα του Οκτωβρίου… «Κορόιδο Μουσολίνι …» τραγουδά η Σοφία Βέμπο διασχίζοντας με τη φωνή της το χρόνο απ’ το παρελθόν στο παρόν…
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016. Στο καθιστικό ενός σπιτιού η στόφα είναι φθαρμένη, πολυκαιρισμένη, ιστορική κι αυτή, το φως χαμηλωμένο, συννεφιασμένο, τρεμοπαίζει στη λάμπα ασθενικό… Μόλις φωτίζει… Τρία παιδιά παίζουν αμέριμνα, καθισμένα κάτω στο ξύλινο δάπεδο… Κρατάνε πλαστικά στρατιωτάκια, τα κουνάνε, τα παρατάσσουν, δίνουν παραγγέλματα, κρατάνε μικρές σημαίες, παιδικές ζωγραφιές με δάφνινα στεφάνια, με το ΟΧΙ το ηρωικό… Η τηλεόραση ανοιχτή δείχνει την παρέλαση των μαθητών, της νεολαίας, του στρατού ξανά…
Ένας άντρας , νέος, σκυφτός, σκεφτικός, καθιστός στον καναπέ δίπλα στη νέα γυναίκα του, της πιάνει το χέρι, της μιλά, σιγανά, τρυφερά…
«Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι,
Άννα μην κλαις, θα γυρέψουμε βερεσέ απ' τον μπακάλη…
Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή, Άννα μην κλαις,
στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί… (Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Μαρία, Ελένη, Κατερίνα…Άννα, του τότε, του σήμερα… μην κλαις!