ΑΠΟΨΕΙΣ

Κορυφαίοι επιστήμονες με καταγωγή από το Μεραμπέλλο

Η αρχή του αφιερώματος γίνεται από τον Βασίλη Φθενάκη, καθηγητής της Εξελικτικής Ψυχολογίας και της Ανθρωπολογίας.

No profile pic
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
 

 Είναι και οι τρεις τους καθηγητές Πανεπιστημίου. Είναι όμως κάτι πολύ παραπάνω. Είναι πρωτοπόροι στον τομέα τους στον Κόσμο. Στην έρευνά τους κατεβαίνουν σε τέτοια δυσθεώρητα βάθη μέσα μας, που πριν δεν έχει κατέβει κανείς άλλος στην Ιστορία του Ανθρώπινου Οργανισμού. Και είναι και οι τρεις τους από τα μέρη της Ανατολικής Κρήτης!

Έλκουν την προέλευσή τους από το Βραχάσι, από την Φουρνή, από τις Λίμνες. Η Παγκόσμια Επιστημονική Κοινότητα τους ξέρει πολύ καλά, εμείς όχι. Κι όμως, έχουν έρθει κι έχουν κυκλοφορήσει ανάμεσά μας κάποια καλοκαίρια. Είναι ευκαιρία, μέσα από τρεις αφιερωματικές συνέχειες, μία για τον καθένα τους, να τους γνωρίσουμε.

 

 

      Ο Βραχασιώτης είναι ο Βασίλης Φθενάκης, καθηγητής της Εξελικτικής Ψυχολογίας και της Ανθρωπολογίας. Μένει σήμερα στο Μπογκενχάουζεν, που είναι η αριστοκρατική συνοικία του Μονάχου, και το σπίτι του στεγάζεται στο μεγαλοπρεπές οίκημα που έζησε ο Ντήζελ, ο εφευρέτης των ομώνυμων μηχανών. Από την έδρα του μπορεί να συμβουλεύει, ως ειδικός μοναδικός στο είδος του, τις εκάστοτε κυβερνήσεις ανά τον Κόσμο για θέματα παιδείας και οικογενειακής πολιτικής. Λέει χαρακτηριστικά «Η ζωή είναι η τέχνη της επιβίωσης».

      Ο Φθενάκης είναι τώρα σε μεγάλη ηλικία. Όμως η διάθεσή του, η φυσική του κατάσταση, οι ζωηρές και γρήγορες κινήσεις του, η πνευματική του διαύγεια και οι μοντέρνες ιδέες του, δείχνουν καθαρά από πού έχει προέλθει. Καθώς και την Κρήτη που έχει μέσα του.

 

 

      Αν και γεννημένος στη Μακεδονία το 1937, τριών χρονών ταξίδεψε με τους γονείς και τα δύο αδέλφια του στο Βραχάσι, για να γνωρίσει την οικογένεια του πατέρα του. Όμως φτάνοντας στα μέρη μας, είχε ήδη ξεσπάσει το 1940 ο Πόλεμος. Και ο πατέρας του, ως αξιωματικός, έπρεπε να φύγει για το Μέτωπο. Ακόμη τον θυμάται να γελάει, να του δίνει ένα λουκουμάκι στο χέρι και να ανεβαίνει στο λεωφορείο. Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε, γιατί άφησε την τελευταία του πνοή στην Αλβανία. 

      «Ξαφνικά ξεμείναμε στην Κρήτη» λέει ο ίδιος. «Ξένοι, χωρίς οικονομική βάση, με μια εικοσιεπτάχρονη μητέρα, την αγωνίστρια της ζωής Αλεξάνδρα Ζήση. Στον πόλεμο μαθαίνει κανείς πώς να επιβιώνει. Θυμάμαι τις σπηλιές όπου κρυβόμασταν όταν έρχονταν οι Γερμανοί στο χωριό, καθώς και τον Γερμανό αλεξιπτωτιστή που έπεσε μπροστά στο σπίτι μας. Και τώρα το σενάριο έχει αντιστραφεί. Εγώ δίνω την εκπαιδευτική γραμμή στην κυβέρνηση της Γερμανίας και της Ιταλίας. Δεν είναι παράδοξο;» Και προσθέτει, με χιούμορ, ότι χρειάστηκε μικρός να διανύσει εικοσιτέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα, απόσταση ίση με την περίμετρο της Γης, προκειμένου να πάρει απολυτήριο - αφού το Γυμνάσιο της Νεάπολης απείχε εφτά χιλιόμετρα από το Βραχάσι. Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο, η οικονομική δυνατότητα του έδωσε ως μοναδική επιλογή την Παιδαγωγική Ακαδημία του Ηρακλείου, απ’ όπου ξεκίνησε τις σπουδές του. 

      Ένα καλοκαίρι, εντελώς συμπτωματικά, δυο Γερμανοί τουρίστες, στη δαιδαλώδη πόλη, του ζήτησαν να τους βοηθήσει να βρουν το ξενοδοχείο τους. Ο Φθενάκης, γνωρίζοντας Γερμανικά, τους έπιασε κουβέντα γι’ αρκετή ώρα. Οι τουρίστες ήταν καθηγητές πανεπιστημίου. Και λέει, τι ακολούθησε: «Τους είπα για τα βιώματά μου με τους Γερμανούς και τη γνώμη μου γι’ αυτούς. Μου απάντησαν πως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και με παρότρυναν, αν έχω αυτή την προκατάληψη, να πάω στη Γερμανία, για να το διαπιστώσω από κοντά». Ο ένας απ’ αυτούς, καθηγητής της Νομικής Σχολής του Μονάχου, έστειλε στον νεαρό Βασίλη πρόσκληση με υποτροφία. Έτσι, το 1963 άρχισε να σπουδάζει Ιατρική. Και παράλληλα Ψυχολογία. Επειδή όμως οι κανονισμοί της Ιατρικής δεν το επέτρεπαν, την παράτησε, για να ακολουθήσει Ανθρωπολογία και Μοριακή Γενετική στην Φυσικομαθηματική Σχολή. Μετά από οκτώ εξάμηνα ήταν διδάκτορας Φυσικών Επιστημών! «Εκείνη ήταν και η στιγμή που αποφάσισα να γυρίσω πίσω, αλλά ένα τηλεφώνημα μου ανέτρεψε τα σχέδια. Μου ζητούσαν να διδάξω. Ήταν το 1969. Κι έτσι οι βαλίτσες έμειναν στο Μόναχο».

 

 

      Τα όσα ακολούθησαν τον έφεραν στην κορυφή της γνώσης. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 μέχρι και το 2005 διετέλεσε διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας για τα Παιδιά και την Οικογένεια, ενώ μέχρι σήμερα από διάφορες επίσημες θέσεις συμβουλεύει κυβερνήσεις σε θέματα οικογενειακού δικαίου και οικογενειακής πολιτικής. 

      Αναφέρω εδώ δύο από τις έρευνές του:

      Είναι ο πρώτος στον Κόσμο που ασχολήθηκε με το θέμα του πατέρα και με την ψυχολογία της σχέσης πατέρα-παιδιού. Το σχετικό δίτομο έργο του, που δημοσιεύτηκε το 1985, προκάλεσε αίσθηση. «Κάναμε τη μοναδική υπάρχουσα εμπειρική μελέτη στο θέμα του πατέρα. Βρήκαμε πρώτοι, λοιπόν, ότι το 67% των Γερμανών δεν επιθυμεί να είναι «ο κουβαλητής», δηλαδή να επωμίζεται μόνος του το οικονομικό φορτίο. Στην έρευνα δεν κοιτάμε τί κάνει ο πατέρας στο σπίτι, αλλά πώς εκείνος οριοθετεί τον εαυτό του. Είναι ενδιαφέρον ότι το 67% ανέπτυξε μια πατρότητα που έχει και τους δυο ρόλους. Και το ίδιο απαιτούν και από τη γυναίκα. Όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, αυτή είναι και η καλύτερη βάση για συμμετρική σχέση στην οικογένεια».

 

      Το δεύτερο μεγάλο θέμα που έχει απασχολήσει τον καθηγητή είναι το διαζύγιο. Από τις έρευνές του προκύπτει ότι το τείχος των χωρισμένων κόσμων δεν ανταποκρίνεται στις αναλύσεις του δικού μας 21ου Αιώνα. «Εμείς έχουμε διαπιστώσει πως αυτό που λειτουργεί είναι η ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου διαζυγίου που δεν χωρίζει την οικογένεια. Το διαζύγιο χωρίζει αυτό που ενώνει ο γάμος, όχι την οικογένεια. Χωρίζει δηλαδή την συζυγική σχέση κι όχι τη γονεϊκή. Ζήτησα από το Δικαστήριο της Γερμανίας να υιοθετήσει άλλη φιλοσοφία και με άκουσε ο νομοθέτης. Οι ίδιοι οι γονείς μετά το διαζύγιο να παραμένουν εξίσου υπεύθυνοι για τα παιδιά τους. Κοινή γονεϊκή επιμέλεια χωρίς δικαστική απόφαση. Πιστέψτε με, είναι το μόνο μοντέλο που νικάει».

      Ο καθηγητής, επί τριάντα ολόκληρα χρόνια, έχει ασχοληθεί με περισσότερες από πέντε χιλιάδες περιπτώσεις οικογενειών και μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιές είναι οι αιτίες που χωρίζουν τα ζευγάρια. «Δεν μπορούν να φανταστούν ότι θα ζήσουν τη ζωή τους με το ίδιο πρόσωπο. Χωρίζουν χωρίς να μαλώνουν και, ουσιαστικά, χωρίς να έχουν διαφορές. Το καινούργιο που έχουμε είναι ότι οι άνθρωποι πια επιθυμούν να ζήσουν το μάξιμουμ της ευτυχίας σε μια σχέση, χωρίς απαραίτητα να έχουν παιδιά. Έχουμε δηλαδή μια μετατόπιση του άξονα της οικογένειας από το υποσύστημα γονέων-παιδιών στο υποσύστημα των δύο φύλων. Από εκεί ρυθμίζεται η οικογένεια πια. Το κακό όμως είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι προετοιμασμένοι για ένα οικογενειακό σύστημα που να στηρίζεται στην ποιοτική σχέση». 

      Αυτά τα λίγα για τον κορυφαίο επιστήμονα από το Βραχάσι που διαπρέπει στο Μόναχο. 


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση