ΑΠΟΨΕΙΣ
Η Σοφία της παντοτινής Νιότης και της Λευτεριάς
"Είναι και παραμένει μια από τις κορυφαίες ποιήτριες της Νεώτερης Ελλάδας, σαν τη Μαρία Πολυδούρη ή σαν την Μυρτιώτισσα. Ξεχώρισε όμως πολύ περισσότερο απ’ αυτές"

Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Χάρη σ’ αυτήν, όλα έχουν καταλήξει σιγά σιγά σε μια εικόνα που δεν τελειώνει ποτέ της. Σαν δασκάλα που ήταν, έχει για λίγο μπροστά της παιδιά - μαθητές αυτής της χρονιάς - που στη θέση τους, του χρόνου, θα ’ναι άλλα. Η δασκάλα όμως, που έχουν αυτά τα παιδιά μπροστά τους, δεν θα αλλάξει. Θα παραμείνει εκεί ψηλά, στην έδρα της (που είναι η έπαλξή της πλάι στον μαυροπίνακα) ή εκεί χαμηλά, ανάμεσά τους, με τα λόγια της και κυρίως με την αξέχαστη μορφή της. Υπάρχει σε όλα αυτά μένας ακόμα λόγος για τη συνεχή εναλλασσόμενη παντοτινή νιότη εκεί μπροστά της, πέρα από τον χρόνο και πέρα από τον χώρο της σχολικής αίθουσας. Η δασκάλα τους δεν είναι τυχαία. Λέγεται Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη.
Είναι και παραμένει μια από τις κορυφαίες ποιήτριες της Νεώτερης Ελλάδας, σαν τη Μαρία Πολυδούρη ή σαν την Μυρτιώτισσα. Ξεχώρισε όμως πολύ περισσότερο απ’ αυτές. Γιατί, όπως λέει ανθολογώντας τα ποιήματά της η γυναίκα του γιού της Αθηνά Παπαδάκη, η κόρη του γνωστού συγγραφέα για το 21 Τάκη Λάππα, «έθεσε ολόκληρο τον εαυτό της σε πολλές δοκιμασίες. Ρωμαλέα και λυρική, στάθηκε σε διαφορετικά ανοίγματα. Το καθένα με τον δικό του ορίζοντα στοιχειοθέτησε και μια στάση ζωής. Δεν αποζητούσε τη γνώση μιας και μόνο αλήθειας. Αν και φανατική, ήταν ατίθαση και ανυπάκουη για να υπηρετήσει ένα μόνο σύστημα. Μοναδικός της στόχος ήταν να της αποκαλυφθεί ο Άνθρωπος. Σε όλες, ακόμα και στις πιο δύσκολες, στις πιο δραματικές, πτυχές του».
Για να τη βρούμε σε μια τέτοια στιγμή της στη σχολική αίθουσα όταν δίδασκε, ας δούμε τί είπε γι’ αυτήν η Μάνια Πάσσου, ποιήτρια σήμερα κι εκείνη, που τότε ήταν μαθήτριά της. Το δικό της ποίημα, με τίτλο «Όποια αλήθεια», κλείνει μέσα του συναισθήματα και εντυπώσεις από μια προσωπικότητα που βλέπουμε σ’αυτό το παράδειγμα γιατί άφησε τ’ αχνάρια της στις καρδιές πολλών γενεών παιδιών: «Στην καθηγήτριά μου Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη - Όποια αλήθεια | έμαθα στο σχολείο, | την είπες | Εσύ. | Ό,τι δεν ξέχασα από το σχολείο, | το είπες | Εσύ. | Χαμήλωνες πάντα | τη φωνή | και κοίταζες, όσο μιλούσες, | την πόρτα. | Στην διπλανή τάξη | έκανε μάθημα | ο χοντρός καθηγητής | που είχε αναγνωρίσει | ο πατέρας μου, | στο μπλόκο της πλατείας | κάτω απ’ τη μαύρη κουκούλα. | Πέρασαν χρόνια πολλά | για να καταλάβω | τί δύναμη χρειαζόταν, | εκείνα τα χρόνια, | εκείνος σου | ο ψίθυρος».
Από δασκάλα που την είπαμε πιο πριν, πώς άραγε γίνεται εδώ να την αναφέρει η μαθήτριά της ότι είναι καθηγήτρια - κι ότι ο άλλος είναι «ο χοντρός καθηγητής που έκανε μάθημα στη διπλανή τάξη»; Θα χρειαστούμε μια βοήθεια, που να μας φωτίσει. Και έχοντας τη βοήθεια του συμπατριώτη της Γιώργου Πρατσίνη, που έχει γράψει κάποια στοιχεία της βιογραφίας της το 2001, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Πρώτα απ’ όλα η πατρογονική της εστία στην Κρήτη, η Φουρνή. Έτσι περιγράφει το χωριό της (που χωριζότανε σε τρία διαφορετικά μέρη) η ονειρική πένα της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη: «Στον κάμπο και στων λόφων τα ριζά, | τρία λευκά κοπάδια, | γύρω από μιαν αρχόντισσα εκκλησιά. | Στα πόδια τους λιβάδια, | κατάφυτα απ’ του Βάκχου τη χαρά. | Κορφούλες χαμηλές, ανεγερτές, | τη Βαγγελίστρα, τον Σταυρό κορώνα. | Κι ολούθε ελιές, και δάση αμυγδαλιές, | που κάνουν άνοιξη τα μέσα του χειμώνα».
Η Σοφία γεννήθηκε στη Φουρνή Μεραμβέλλου της Ανατολικής Κρήτης στις 26 Ιουνίου του 1898. Την ακριβή ημερομηνία μάς την δίνει ο γιος της Αντώνης Παπαδάκης, δείχνοντας το απολυτήριο του «Παρθεναγωγείου Φουρνής» - όπου γράφεται η ηλικία της «Ετών Δέκα». Μετά το Δημοτικό Σχολείο, πήγε στο Γυμνάσιο της Νεάπολης για πέντε δύσκολα χρόνια, γιατί ανεβοκατέβαινε ένα ολόκληρο βουνό κάθε μέρα. Χωρίς να πάρει το απολυτήριο του Γυμνασίου, πήγε στο Διδασκαλείο του Ηρακλείου για άλλα δυο χρόνια. Κι όταν τέλειωσε πιά, το 1915, διορίστηκε δασκάλα σε ηλικία δεκαεφτά ετών στο Παρθεναγωγείο της Φουρνής. Μετά, υπηρέτησε στα σχολεία των Λιμνών και της Κεραπολίτισας, λίγο καιρό στην Νεάπολη και από το 1921 στο Δημοτικό Σχολείο της Κριτσάς.
Οι δασκάλες και ο…Δασκαλάκης
Τον ίδιο περίπου καιρό (1912-1915) που η Σοφία Μαυροειδή σπούδαζε στο Ηράκλειο, βρίσκονταν εκεί και οι δυό άλλες ιέρειες της εκπαίδευσης, η Μαρία Αμαριώτου και η Μαρία Λιουδάκη από τη Λατσίδα. Η Σοφία γνωρίστηκε τότε και με την Έλλη Αλεξίου, που ήτανε τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή της. Οι δυο μελλοντικές δασκάλες έκαναν παρέα συζητώντας πάντα τα προβλήματα της Παιδείας και έβλεπαν ότι χρειάζεται μεταρρύθμιση και γενική αναβάθμιση.
Στην Κριτσά, η Σοφία βλέπει πως οι συνθήκες ζωής αλλά και αντίληψης ύστερα από την τούρκικη σκλαβιά, βρίσκονταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Γι’ αυτό σκέφθηκε ότι, για να ανέβει το πνευματικό επίπεδο των παιδιών και κατά προέκταση του λαού, χρειάζεται περισσότερη και καλύτερη μόρφωση για να ξεφύγουν από το σκοταδισμό που αιώνες είχε επιβάλει ο βάρβαρος Τούρκος κατακτητής. Για να πραγματοποιηθεί όμως η αναβάθμιση, πρέπει πρώτα οι δάσκαλοι να επιμορφωθούν, και αποφασίζει να παραιτηθεί από τη σίγουρη θέση της δασκάλας που με τόσο κόπο είχε αποκτήσει και να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο.
Ήταν μια απόφαση πρωτοφανής για την εποχή εκείνη. Πάνω στο θέμα της εξελικτικής μόρφωσης της Μαυροειδή, η Σοφία Αμαριώτου το 1937 έγραφε: «Παιδί γεωργών, δεν μπορούσε να περιμένει από εκείνους την ώθηση προς τα πάνω και την πήρε από τον εαυτό της. Έμοιαζε με το ξεπεταρούδι που προσπαθεί ν’ απογειωθεί. Σαν το πετύχει δίνεται πια στον αιθέρα, στα ύψη και δεν κατεβαίνει παρά μόνο- απογειώθηκε, κι έφυγε από το χωριό η Μαυροειδή». Η απόφασή της ήταν εκτός λογικής, να αφήσει το σίγουρο εισόδημα που μ’ αυτό ζούσε και βοηθούσε και τη φτωχή οικογένειά της. Πώς θα ζούσε, τί θα έκανε στην Αθήνα;
Γι’ αυτό, πριν υποβάλει την παραίτησή της, θέλησε να πάρει τη συμβουλή γνωστών της Φουρνιωτών καθηγητάδων: Του συγχωριανού της γυμνασιάρχη Νικολάου Γραμματικάκη, και του θείου της Μανώλη Ζερβογιάννη. –«Είναι θαυμάσια η σκέψη σου, Σοφία» της είπε ο Γραμματικάκης. «Μόνο έτσι θα πάει μπροστά τούτος ο έρμος τόπος και μπράβο σου που σκέφτεσαι τόσο εθνικά, με τόση διορατικότητα. Αν το έχεις πράγματι αποφασίσει, μη διστάζεις, τράβα μπροστά και ο Θεός βοηθός. Το ότι θα συναντήσεις δυσκολίες, αξεπέραστες ίσως, αυτό είναι δεδομένο. Αλλά επειδή σε ξέρω, είμαι βέβαιος ότι με την εργατικότητά σου, την επιμονή και την υπομονή σου θα τα καταφέρεις... Άλλωστε, όλη μας η ζωή δεν είναι γεμάτη δυσκολίες κι αντιξοότητες;» Και ο θείος της ο Ζερβογιάννης πρόσθεσε: «Καλά είναι να τελειώσεις Πανεπιστήμιο, γιατί καλύτερη κοινωνική θέση θα αποκτήσεις, μεγαλύτερος θα ’ναι ο μισθός και δεν θα σε μεταθέτουν σε απόμερα χωριά, όπου δεν θα βρίσκεις κρεβάτι να κοιμηθείς. Με τί λεφτά όμως; Εδώ ξέρουμε πώς τα φέρνει βόλτα καθένας. Εσύ τώρα εισπράττεις το σίγουρο μηνιάτικο με το οποίο ζεις και βοηθάς και τους γονιούς σου. Αν παραιτηθείς, το χάνεις. Για τους γονείς σου δεν θα’ ναι μεγάλο το πρόβλημα, γιατί στο χωριό θα βρουν ένα κομμάτι ψωμί, όπως μέχρι τώρα. Αλλά εσύ στην Αθήνα πώς θα ζήσεις;»
Και η Σοφία του είπε: «Σωστά όλα αυτά, θείε, αλλά δεν αντέχω αυτή τη μιζέρια των ανθρώπων και των παιδιών και θέλω να βοηθήσω. Βέβαια στην Αθήνα δεν θα έχω πιά το σίγουρο μηνιάτικο, αλλά θα κάνω ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά των πλουσίων». - «Αφού το έβαλες στο κεφάλι σου» της είπε ο Ζερβογιάννης «και δεν θες να αλλάξεις, πήγαινε. Εγώ έχω γνωριμίες στην Αθήνα, θα σου δώσω τις διευθύνσεις τους και πιστεύω να σε βοηθήσουν. Κι αν χρειασθείς λεφτά, ζήτησέ τους για λογαριασμό μου...»
Όλον αυτόν τον καιρό η Σοφία διαβάζει παιδαγωγικά βιβλία, αλλά και Λογοτεχνία. Τυχαία βρήκε μια μετάφραση Ινδικών και Περσικών ποιημάτων που της άρεσαν πολύ, γιατί κι η ίδια είχε έφεση στην ποίηση. Έτσι, όταν κάποτε ανέβηκε στο Οροπέδιο Λασιθίου και πήγε στο Δικταίον Άντρον «πλημμύρησαν την ψυχή της τα πιο δυνατά αισθήματα. Και, σε έξαρση, για πρώτη φορά θα γράψει τους ποιητικούς στοχασμούς της σε πεζό τραγούδι». Το ποιητικό της ταλέντο ήταν κληρονομικό. Η αδελφή της μητέρας της, η Ελένη Μαγουλάκη, ήταν γνωστή λαϊκή ριμαδόρος με τα πηγαία κι αυθόρμητα ποιήματα και κυρίως μαντινιάδες που είχε πει. Η ανιψιά της όμως θα διαλέξει έναν άλλο δρόμο, τον λυρικό ρεαλισμό, που θα κάνει τα μικρά δημιουργήματά της να συγκινούν και ν’ αντέχουν στον χρόνο. Ένα πρώτο δείγμα αυτής της ποίησής της είναι τα βιώματα - τί άλλο; - μιας δασκάλας, που ήταν και η ίδια εκείνη την περίοδο: «Πόσες φορές αποτραβιέται | μοναχή, πέρα απ’ τα παιδιά | και πικραμένη συλλογιέται | όσα της σφίγγουν την καρδιά. |Ω τα χρυσά που έφυγαν νιάτα | μ’ όνειρα πόσα ήταν γεμάτα! | Προβιβασμός, υποτροφία, | κάποια της τύχης αλλαγή, | δύο τρία χρόνια υπηρεσία | κι ένας λεβέντης μιαν αυγή, | που θα την κλειούσε αρχόντισσά του | στο σπίτι του και στην καρδιά του. | Μά ’ταν φτωχό το σπιτικό της | και καρτερούσαν να θραφούν | γονιοί κι’ αδέλφια απ’ το μιστό της | και χρέη παλιά να πλερωθούν. | Κι αυτός, μικρός, δεν εξαρκούσε | κι όλο πιο μπρος τον εξοφλούσε. | Έχει σβηστεί στο πρόσωπό της | κάθε της νιότης ομορφιά. | Κι όσα διδάσκει στο σκολειό της | δεν τα πιστεύει εκείνη πια. | Κι όλο και γίνεται η δασκάλα | πιο νευρική και πιο ασπρομάλλα. | Άλλες μαθήτριες παντρευτήκαν, | άλλες, παιδάκια, εγίναν νιές |από τη μνήμη της σβηστήκαν | πόσες εδίδαξε γενιές. | Στη νιότη τους, π’ ανθεί και δένει, | μετράει τα χρόνια της θλιμμένη. | Κι όμως, στην έδρα της εκείνη, | για λευτεριά, για δικαιοσύνη, | διδάσκει πάντα και κηρύττει, | με ραγισμένη τη φωνή, | π’ όλο και βγαίνει πιο βραχνή | από τον χρόνιο φαρυγγίτη».
Η Σοφία Μαυροειδή ανάμεσα στην Γαλάτεια Καζαντζάκη και στην Έλλη Αλεξίου
Αποφασισμένη η Σοφία, υποβάλει την παραίτησή της - και με τις λίγες οικονομίες της πηγαίνει στην Αθήνα. Τρομάζει από τη μεγαλούπολη, αλλά γρήγορα προσαρμόζεται. Πρώτη της έγνοια είναι να βρει κάποια δουλειά να ζήσει - και μετά το Πανεπιστήμιο. Με τα γράμματα του θείου της δεν αργεί να τακτοποιηθεί, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Μια από τις πρώτες κατ’ οίκον μαθήτριές της ήταν η Διδώ Σωτηρίου (πασίγνωστο το κατοπινό βιβλίο της τα «Ματωμένα Χώματα») που θα γίνει και κουμπάρα της, και θα γράψει για τη Σοφία: «Θυμάμαι σε τί φτώχεια ζούσε, όταν την πρωτογνώρισα. Με προσφάι συνηθισμένο το κουλούρι με τυρί, σ’ ένα τσιμεντένιο δωματιάκι στη Δεξαμενή, που χρόνια έμενε γιαπί, παγωμένο το χειμώνα, φούρνος το καλοκαίρι, χωρίς λεφτά να πάρει τα βιβλία που χρειαζόταν ή ν’ αγοράσει κανένα ρούχο της προκοπής». Αθάνατο μένει το ποίημά της «Ιδιαίτερο μάθημα» όπου η Σοφία άφησε ανεξίτηλες τις δυσκολίες της για επιβίωση: «Mε το μάθημα τούτο τη φτωχή μου τη ζήση | -δραχμές χίλιες μου δίναν- είχα πια ξασφαλίσει.| Στο φαΐ μου οχτακόσιες -μια ζωή μετρημένη- | για το νοίκι διακόσες -καμαρούλα μια πήχυ- | και για τ’ άλλα, σκεφτόμουν, κάτι πάλι θα τύχει. | Ήταν κάποια κυρία κοσμική, καλεσμένη | στα μεγάλα σαλόνια κι’ είχε ανάγκη να ξέρει | για τον Όμηρο κάτι, για της Λέσβου τη λύρα, | στην κουβέντα της στίχους πού και πού ν’ αναφέρει, | ν’ απαγγέλλει Mαβίλη, Kαβάφη, Πορφύρα. | Ένα μάθημα ακόμα κι η ζωή θαν’ ωραία, | συλλογιόμουν’ στο τέλος θα της μάθω κι αρχαία. | Όταν ξάφνου μου λέει «Θα σας πάψω ένα μήνα, | πού καιρός για μελέτη, το τριώδι έχει ανοίξει, | ξενυχτώ κάθε βράδυ στους χορούς κολομπίνα. | Kαι θαρρώ, δε σας έχω το κοστούμι μου δείξει. | Tι succes που ’χω κάνει! το πιο φίνο lamee! | Δεκαπέντε χιλιάδες μου κοστίζει, μοντέλο | το Grand Chic απ’ ευθείας το ’χει φέρει για με. | Kι assorti πώς μου πάει μυτερό το καπέλο!» | Θα ’πε κι άλλα, δεν ξέρω, το μυαλό μου, σα σφήνα, |
μια κουβέντα τρυπούσε: «Θα σας πάψω ένα μήνα».
Έτσι περνούσε ο καιρός, αλλά τα οικονομικά της δεν της επέτρεπαν ακόμη να σκεφθεί το Πανεπιστήμιο. Το Πανεπιστήμιο, που εκτός τα έξοδα που απαιτεί, ζητούσε και απολυτήριο Γυμνασίου, που η Σοφία δεν το είχε. Γι' αυτό διαβάζει, δίνει εξετάσεις «κατ’ οίκον διδαχθείσα» και το παίρνει με άριστα. Η πρώτη πόρτα είχε ανοίξει. Μετά, σκέφτεται να αξιοποιήσει τις ώρες που οι μαθητές των ιδιαίτερων μαθημάτων της βρίσκονταν στο σχολείο. Εγγράφεται στο Γαλλικό Ινστιτούτο και σε δύο χρόνια παίρνει το δίπλωμα του «Institut Superieur d’ Etudes Francaises». Τώρα, μπορεί να διδάσκει και γαλλικά. Και όχι μόνο αυτό. Τα έσοδά της είναι αρκετά, που της επιτρέπουν να σκεφθεί ανώτερες σπουδές.
Όμως κι εδώ εκπλήσσει. Άριστη όπως ήταν στα Μαθηματικά, θέλει να γίνει Πολιτικός Μηχανικός! Μελετάει και μπαίνει στο Πολυτεχνείο, ξεχνώντας (προς στιγμή τουλάχιστον) τα φτωχά μαθητούδια των χωριών και τον στόχο που είχε βάλει. Η «στιγμή αυτή» στο Πολυτεχνείο κράτησε δύο χρόνια, αλλά μετά το άφησε. Έδωσε εξετάσεις στη Φιλολογία. Το 1931 παίρνει το πτυχίο της και αφοσιώνεται σ’ αυτήν. Τότε μπαίνει στη ζωή της η Καλλιθέα, το μεγάλο προάστιο της Αθήνας. Με τα πτυχία Φιλολογίας και Γαλλικών διορίζεται καθηγήτρια στη Χαροκόπειο Ανωτάτη Σχολή, εξασφαλίζοντας επιτέλους, για δεύτερη φορά στη ζωή της, ένα σίγουρο μισθό. Θα εργασθεί στη συνέχεια ή και παράλληλα σε άλλες Μέσες και Ανώτερες - δημόσιες και ιδιωτικές - Σχολές και πάντα θα βρίσκει χρόνο να ασχοληθεί με τα δικά της ενδιαφέροντα. Θέλοντας να διευρύνει τις γνώσεις της, διαβάζει και μελετά, χωρίς καμιά άλλη ηθική ή υλική βοήθεια, αλλά και δεν το θέλει. Οι μεταφράσεις που διαβάζει των ξένων συγγραφέων δεν την ικανοποιούν. Γι’ αυτό, όταν διάβασε την «Κόλαση» του Δάντη και είδε ότι δεν ήταν σωστή, άρχισε να μαθαίνει ιταλικά(!) για να τη διαβάσει από το πρωτότυπο, ενώ με μια φίλη Ρωσίδα κάνουν.... ανταλλαγή: Η Σοφία τής μαθαίνει ελληνικά και η Ρωσίδα ρώσικα.
Ακούραστη, ακατάβλητη, επίμονη με πνεύμα ζωηρό, και βαθυστόχαστη αντίληψη γράφει ποιήματα και διηγήματα - πολλά απ’ αυτά δημοσιεύονται. Γράφει επίσης κριτικές μελέτες, κάνει μεταφράσεις από τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ρώσικα και η παρουσία της γίνεται αισθητή στο Λογοτεχνικό Κόσμο.
Στα Νεοελληνικά Γράμματα η Σοφία πρωτοεμφανίζεται με το ποίημα «Δασκάλα» που αναφέραμε πριν και που δημοσιεύεται στην «Πνοή» του Α.Μαυρίδη. Οι φίλοι της, που έχουν διαβάσει χειρόγραφα ποιήματά της, την προτρέπουν να τα εκδώσει. Την εποχή εκείνη συγκεντρώνονταν στη «Δεξαμενή» της Αθήνας όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι, όπου η Σοφία θα γνωριστεί με τον Καζαντζάκη, με τη Γαλάτεια, με τον Αυγέρη, με τον Βάρναλη. Αλλά και με έναν όμορφο ψηλό αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού, που γράφει κι αυτός ποιήματα και κάνει μεταφράσεις από τα αγγλικά. Της φαίνεται πνευματικά καλλιεργημένος, και της μιλάει για τους Άγγλους ποιητές. Ενθουσιάζεται η Σοφία και τον παρακαλεί να τη βοηθήσει να μάθει κι αυτή αγγλικά, για να τους διαβάσει από το πρωτότυπο. Δεν αρνείται ο αξιωματικός και οι συναντήσεις τους είναι τακτικές.
Η Ευαγγελία Ζερβογιάννη μάς υπογραμμίζει: «Θυμούμαι πως, τις καλοκαιρινές της διακοπές που τις περνούσε πάντα στην όμορφη Φουρνή, σε μια εκδρομή μας στην Ελούντα (ασήμαντο χωριουδάκι τότε, αλλά πάντα γραφικότατο) κρατούσε το βιβλίο των Αγγλικών και μελετούσε. Ακόμη και στη βαρκάδα που κάναμε, διαρκώς ρωτούσε τον Κώστα, που ήταν γνώστης της Αγγλικής».
Η Σοφία ξέρει ότι δεν είναι πολύ όμορφη κι όπως ήταν αφοσιωμένη στα Γράμματα δεν της είχε μείνει καιρός για τα αισθηματικά της ούτε είχε συνδεθεί με κάποιον άντρα. Και μια βραδιά... Καθισμένοι σε μια ταβέρνα, ο όμορφος αξιωματικός (Κώστας Παπαδάκης) της εκμυστηρεύθηκε το αίσθημά του. Η Σοφία που δεν το περίμενε, κεραυνοβολήθηκε. Ένα ελαφρύ χαμόγελο έκπληξης και πρωτοφανούς ψυχικής ικανοποίησης κι ευχαρίστησης διαγράφηκε στα χείλη της. Το είναι της γέμισε ευφορία κι έλαμψε από φωτεινότητα το πρόσωπό της, γιατί ήταν ίσως ο πρώτος άνδρας που της μιλούσε για αγάπη, για έρωτα, αισθήματα άγνωστα
μέχρι τότε σ’ αυτήν. Τόση ήταν η χαρά της, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη, να μιλήσει, ούτε να του απαντήσει, αλλά νιώθει να εκπέμπει το πρόσωπό της μια πρωτόγνωρη λάμψη. Με σίγουρη, αυθόρμητη κίνηση, παίρνει το πακέτο με τα τσιγάρα του Κώστα, βγάζει από μέσα το άσπρο χαρτί και γράφει το θαυμάσιο «Καλωσόρισμα»: «Πόσο το φτάξιμό σου ήταν υπέροχο | σαν κτύπησες μιαν ώρα περασμένη | στα νύχια περπατώντας με διάκριση | την πόρτα μου που χρόνια ήταν κλεισμένη. | Κι εγώ για τ' ακριβό σου καλωσόρισμα | στην ερημιά μου μέσα ό,τι είχα υφάνει, | κάθε μου ιδανικό, κάθε θησαύρισμα, | κι ό,τι την ζήση ως τώρα μούχ' εκφράνει, | Τις πεθυμιές για τ' άγνωστα μελλούμενα, | τις θύμισες που πάντα στρέφουν πίσω, | φιλοδοξίες, πόνους κι όνειρα, | τα καίω, τον ερχομό σου να φωτίσω».
Από εκείνο το βράδυ συνδέονται αισθηματικά πλέον με τον Παπαδάκη, ζουν μαζί, διαβάζουν και γράφουν μαζί. Η καινούρια αισθηματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, της έχει γεμίσει ένα κενό που υπήρχε μέχρι τότε στην ψυχή της και της δίνει περισσότερη όρεξη για δουλειά. Ο Κώστας διαβάζει τα ποιήματά της, τα βρίσκει αξιόλογα, κι εκείνη με την προτροπή των φίλων της αποφασίζει να δημοσιεύσει την πρώτη ποιητική της συλλογή το 1934 με τίτλο «Ώρες Αγάπης» που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον Κωστή Παλαμά, με τα λόγια του: «Είσαι η αγαπημένη του τραγουδιού».
Εν τω μεταξύ καταπιάνεται με τη ξένη λογοτεχνία και μεταφράζει τα «Πορτογαλικά Σονέτα» της Ελίζαμπεθ Μπάρετ-Μπράουνιγκ που δημοσιεύτηκαν στην «Νέα Εστία» και προλογίζει το βιβλίο «Σπουδή» της Έλλης Αλεξίου και τα δοκίμια για το έργο του Κονδυλάκη. Γίνεται μέλος της «Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών», του «Κύκλου Παιδικού βιβλίου» και της «Academie de la balade Francaise». Δεν ξεχνά βέβαια και το πνευματικό γίγνεσθαι του τόπου της - προσφέροντας κι αυτή ό,τι μπορεί από τις στήλες της εφημερίδας «Ανατολή» του Αγίου Νικολάου, και του περιοδικού «Δρήρος» του Μανώλη Πιτυκάκη στη Νεάπολη.
Έχει ήδη παντρευτεί τον Παπαδάκη, έχει φωλιάσει μέσα της το αίσθημα της μητρότητας, θέλει να αποκτήσει παιδιά, αλλά είναι ήδη σαράντα και πλέον ετών. Κυριολεκτικά τρέμει με αυτή τη σκέψη, γιατί δεν βλέπει ευοίωνες τις προοπτικές, παρά την έντονη επιθυμία της και φοβάται μήπως είναι αργά για την ηλικία της. Αυτό τη στεναχωρεί αφάνταστα, δεν μπορεί φυσικά να αντιδράσει, αλλά κάποια μέρα, στα μέσα του 1940, γίνεται το θαύμα και διαπιστώνει ότι είναι σε ενδιαφέρουσα. Η χαρά της είναι απερίγραπτη, δεν ξέρει πώς να την εκδηλώσει και όταν πλησιάζουν οι μέρες του τοκετού πιάνει ένα «Τετράδιο» κι αρχίζει να γράφει.
Εν τω μεταξύ ξέσπασε η καταιγίδα του πολέμου, τα σχολεία κλείνουν, ο Μεταξάς επιστρατεύει όλους τους αξιόλογους ανθρώπους των μετόπισθεν και η Μαυροειδή συμμετέχει, για να συνεισφέρει κι αυτή στον τιτάνιο αγώνα του έθνους. Διδάσκει από το ραδιόφωνο στα ελληνόπουλα το μάθημα των εκθέσεων και για την προσφορά της αυτή θα τιμηθεί το 1946 με «εύφημον μνεία» από το Υπουργείο Παιδείας.
Για το ποίημά της «Ελλάδα» - που αποτελεί, μαζί με το «Ώρες Στοργής» την τριλογία του βιβλίου της «Λουλούδι της Τέφρας» και είναι ένας ύμνος για την εποποιία του στρατού μας στην Αλβανία και για την Ελληνίδα μάνα, ο Δημήτρης Χαμπουλίδης θα γράψει πως η ποιήτρια με το ποίημά της αυτό εξυμνεί το καθήκον κάθε Έλληνα, γιατί : ‘‘Όλα μπροστά στην υπόθεση του χρέους προς την πατρίδα και την ειρήνη είναι υποδεέστερα. Κι αν πρόκειται να θυσιαστούν είναι γιατί πρέπει». Και συνεχίζει, αναφερόμενος πάντα στο ποίημα «Ελλάδα»: «Πόσες πτυχές ελληνικές δεν αποκαλύπτει στα έκθαμβα μάτια μας μέσα στους υπέροχους στίχους της τούτη η μαγεύτρα του λόγου με την τρυφερή κι ευγενική ψυχή».
Η ίδια, στον καιρό του Πολέμου, γράφει στο «Τετράδιο» προς το γιο της: «Ήταν, αγόρι μου, μια εποχή, που όλοι οι Έλληνες είχαμε γίνει ανώτερα πλάσματα, έτοιμα για την πιο μεγάλη θυσία». Στα «Τετράδια» αυτά δεν κάνει λογοτεχνία, δεν γράφει για τους άλλους, παρά μόνο για το παιδί της, όπως η ίδια σημειώνει στις 18-1-1942 προλέγοντάς του πως: «Μια μέρα, σαν μάθεις τη γλώσσα του, θα το πάρεις στα χέρια σαν Ευαγγέλιο (εννοεί το Τετράδιο) να διαβάσεις την Ιστορία σου».
Ήταν στις αρχές του καλοκαιριού του '44, που η μισή Ελλάδα είχε ελευθερωθεί από τον ΕΛΑΣ και η ποιήτρια έγραφε: «Λάμπει γύρω από χαρά κι από φως η Φύση | η τετράχρονη σκλαβιά πάει να ξοφλήσει | (...) Τον χορό της λευτεριάς | καθώς σέρνει πρώτη, | τον αγώνα της δουλειάς | θ’ αρχινήσει η νιότη».
Στη δεύτερη Συλλογή της «Της Νιότης και της Λευτεριάς», που έχει γραφεί λίγα χρόνια πριν αλλά θα κυκλοφορήσει το 1946, συμπεριλαμβάνονται τα ποιήματα «Ειρηνικός» μελοποιημένο από τον τότε Επονίτη Μιχάλη (Μίκη) Θεοδωράκη, ο ύμνος
της ΕΠΟΝ «Νιάτα» με μουσική Φοίβου Ανωγειανάκη, και κυρίως ο ύμνος του ΕΛΑΣ που γράφτηκε το Μάρτη του 1944, μελοποιήθηκε από το Νικόλαο Τσάκωνα και πήρε βραβείο της Εθνικής Αντίστασης το 1946. Tο περιεχόμενο και των τριών τραγουδιών της αναφερότανε στον απλό αγωνιζόμενο Έλληνα, και δεν αποσκοπούσαν σε τίποτα άλλο παρά στο διώξιμο του κατακτητή. Αξίζει εδώ να πούμε ότι ο ύμνος του ΕΛΑΣ της είχε παραγγελθεί μέσω της φίλης της Έλλης Αλεξίου και ότι θα ερχόταν κάποιος να τον πάρει την επόμενη μέρα. Την νύχτα εκείνη η έμπνευση ήρθε - όπως έλεγε η ίδια - μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα. Οι Γερμανοί κυνηγούσαν κάποιον, εκεί κοντά που έμενε η Σοφία στην οδό Ηρακλέους στην Καλλιθέα, και οι στίχοι της γράφτηκαν με το τερέτισμα των αυτομάτων. Την άλλη μέρα το πρωί η Έλλη Αλεξίου τη ρώτησε «Έγραψες τίποτα;» «Ναι, έγραψα». Και μέσα στην Πλατεία Συντάγματος που ήταν γεμάτη με Γερμανούς, η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη της έλεγε ψιθυριστά τους στίχους και η Έλλη Αλεξίου της έσφιγγε το χέρι από τη συγκίνηση: «Με το ντουφέκι μου στον ώμο, | σε πόλεις, κάμπους και βουνά, | της λευτεριάς ανοίγω δρόμο, | τον στρώνω βάγια και περνά. | Εμπρός ΕΛΑΣ, για την Ελλάδα, | το δίκιο και τη λευτεριά, | στ’ ακροβουνό και στην κοιλάδα, | πέτα, πολέμα με καρδιά ! | Ένα τραγούδι ειν’ η πνοή σου | καθώς στη μάχη ροβολάς | κι αντιλαλούν απ’ τη φωνή σου | πλαγιές και κάμποι: ΕΛΑΣ-ΕΛΑΣ ! | Παντού η πατρίδα μ’ έχει στείλει, | φρουρό μαζί κι εκδικητή, | κι απ’ την ορμή μου θ’ ανατείλει | καινούρια, ελεύθερη ζωή. | Αλοί-του που θα μ’ απειλήσει | με τη σκλαβιά και την ντροπή. | Τον θάνατο έχω καταργήσει, | φόβος δεν ξέρω τί θα πει. | Μεσ’ στην ψυχή μου είναι η Πατρίδα, | η Λευτεριά κι η Ιδέα μαζί. | Με την κρυφή μου μόνο ελπίδα | ο σκλάβος τρέφεται και ζει. | Με χίλια ονόματα, μια χάρη : ακρίτας είτε αρματωλός, | αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι, | πάντα είμαι ο ίδιος: Ο λαός! | Με το ντουφέκι μου στον ώμο, | θα λάμψει η μέρα, δεν αργεί, | της Λευτεριάς ν’ ανοίξω δρόμο | για να διαβεί σ’ όλη τη γη».
Οκτώ αθάνατες στροφές. Όμως το μεθύσι της παντοτινής νιότης βρίσκεται στον ύμνο της ΕΠΟΝ (Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων) που τον έγραψε κι αυτόν η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη στη διάρκεια της πιο μαύρης χρονιάς της Κατοχής το 1943, τότε που είχε γίνει και η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Τη μελοποίησή του την είχε κάνει αρχικά ο Αλέκος Ξένος, αλλά τελικά επικράτησε η μουσική πρόταση του Φοίβου Ανωγιαννάκη, για να παρελαύνουν τα οπλισμένα παιδιά: «Με τη χρυσή της νιότης πανοπλία, | το θάρρος, την ορμή, τη λεβεντιά, | πετάμε στον αγώνα, στη θυσία, | για την Ελλάδα, για τη λευτεριά. | Για μια ζωή ελεύθερη κι ωραία | απλώνουμε της νιότης τα φτερά, | μια πλάση ονειρευτή, μια πλάση νέα | τα μπράτσα μας να χτίσουν τα γερά. | Τα νιάτα είμαστε ’μεις, της Γης η ελπίδα, | αλί που αντίκρυ μας θα σταθεί! | Μελίσσι από τη κάθε μια πατρίδα | κινάμε να λυτρώσουμε τη Γη! | Στο φράκτη της σκλαβιάς το πέρασμά μας | μια καταλύτρα θαν’ νεροσυρμή. | Το δίκιο, η λευτεριά για σύνθημά μας. | Ποιός θα μας αντικόψει την ορμή; | Των ταπεινών τον πόνο και την θλίψη, | του σκλάβου τη βαθειά την οιμωγή, | από τη Γη μας θέλουμε να λείψει | για να γενεί χιλιόμορφη η ζωή. | Καμαρωτά, χαρούμενα τα νιάτα | σαν σε χορό βαδίζουν πάντα μπρός. | Φλόγα, ζωή και θέληση γεμάτα, | κι είναι το πέρασμά τους όλο φως».
Για τα ποιήματά της αυτά, ο πανεπιστημιακός καθηγητής Κώστας Στεριόπουλος, εκπροσωπώντας φανερά τη μια πλευρά των Ελλήνων, κάνει κριτική: «Το πιο υπολογίσιμο μέρος της προσφοράς της είναι το πρώτο μέρος - ποίηση και, ως ένα σημείο, η συμβολή της στην παιδική λογοτεχνία. Γιατί αργότερα, περνά σε μια φλύαρη και επικαιρική αντιστασιακή ποίηση». Αντίθετα, ο πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Ηλίας Σιμόπουλος το 1989, εκπροσωπώντας φανερά την άλλη πλευρά των Ελλήνων, θα γράψει: «Η Παπαδάκη, με την ποιητική της ευαισθησία, που είναι θρεμμένη από το κρητικό της αίμα το αντάρτικο, μας έδωσε μια σειρά τραγούδια, σαν τον ύμνο του ΕΛΑΣ».
Και ο καιρός, μετά το αίμα και τις καταστροφές των Δεκεμβριανών, περνούσε, ο Αντωνάκης μεγάλωνε, η Σοφία έγραφε, ο άντρας της υπηρετούσε στο Ναύσταθμο ως ανώτερος αξιωματικός Πλωτάρχης (=Ταγματάρχης) του πολεμικού Ναυτικού, κι η δύσμοιρη Ελλάδα κατασπαραζόταν από τον αδικαιολόγητο Εμφύλιο Πόλεμο που δημιούργησαν, βοήθησαν και χρηματοδότησαν οι ξένοι για τα δικά τους συμφέροντα. Οι Άγγλοι θέλουν να είναι στην υποταγή τους η Ελλάδα για να μην μπορεί να τους ζητήσει την Κύπρο που της είχαν υποσχεθεί, ούτε να αξιώσει, σαν νικήτρια, εδαφική προσάρτηση της ελληνικής Βορείου Ηπείρου την οποία είχε ελευθερώσει για Τρίτη φορά ο ελληνικός στρατός, ούτε και πολεμικές αποζημιώσεις να ζητήσει από τους Βουλγάρους. Η Αγγλία θέλει να τάχει καλά με όλους.
Και οι γείτονές μας, παρά την αντίθεση της Ρωσίας που τη συμφέρει η υπαγωγή της χώρας μας στο ανατολικό στρατόπεδο, βοηθούν εποφθαλμιώντας τη Μακεδονία και τη Θράκη. Όλοι τους βοηθούν να ισοπεδώνεται η ήδη από τους κατακτητές κατεστραμμένη Ελλάδα, προσθέτοντας νέα ερείπια και καταστροφές. Η Σοφία αυτό το διάστημα δεν έχει καμιά πολιτική ανάμειξη στα όσα δυσάρεστα συμβαίνουν, αλλά η κακή τύχη παραμονεύει στην οικογένεια της. Ο άνδρας της θα κατηγορηθεί και θα δικασθεί σε στρατοδικείο. Ευτυχώς, χάρη στη μεσολάβηση του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα, δεν θα τουφεκισθεί - και αργότερα θα αφεθεί ελεύθερος. Ευνόητο είναι πόσο στοίχισε στη Σοφία αυτή η περιπέτεια του άνδρα της, αλλά ξαναβρίσκει τη γαλήνη - όταν, ελεύθερος πια ο Κώστας, με την υπ’ αριθμόν 2557/15-9-1951 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, επί Πρωθυπουργίας Νικολάου Πλαστήρα, επαναδιορίζεται, στις 15 Σεπτεμβρίου 1951, καθηγήτρια φιλολογίας στο Γυμνάσιο Χατζηκωνσταντίνου.
Έληξε αυτή η δύσκολη περίοδος η Ελλάδα βάδιζε ειρηνικά προς την ευημερία, αλλά οι ξένοι (πάλι;) δεν μας αφήνουν ήσυχους και βάζουν τους συνταγματάρχες στην εξουσία με όλα τα επακόλουθα της δικτατορίας. Η Σοφία δεν ανακατεύεται αλλά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου δεν παραλείπει να προσφέρει κι αυτή με τις πνευματικές της δυνάμεις ένα σχετικό ποίημα, που βρίσκεται στη μεταθανάτια συλλογή της «Άρατε Πύλας».
Η Σοφία, σαν παιδαγωγός, εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Παιδικό Βιβλίο και το Παιδικό θέατρο. Η Ζωή Βαλάση, στην κριτική της για το βιβλίο «Άλκηστη» γράφει: «Η βαθιά και πολύπλευρη ιστορική γνώση, δοσμένη με λυρισμό και συναρπαστική πλοκή, κάνει τα βιβλία της κ. Παπαδάκη ιδιαίτερα αγαπητά στους νεαρούς αναγνώστες».
Η Σοφία πάνω απ’ όλα είναι ποιήτρια που εμπνέεται από τους αγώνες του Ελληνικού λαού, την αγάπη στον άνθρωπο και τα σύγχρονα προβλήματα της ζωής, που μπορούμε να πούμε ότι τα χαρακτηρίζει ένας αισιόδοξος αγωνιστικός ρεαλισμός με στόχο την Ειρήνη και την πανανθρώπινη ευτυχία. Πολλά ποιήματα έχουν μελοποιηθεί και άλλα έχουν ανθολογηθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες μεταφρασμένα στα Γαλλικά, Αγγλικά, Βουλγαρικά, Ρωσικά, Σλοβενικά.
Ένα δείγμα τρόπου γραφής της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» της Ατλαντίδας των Αδελφών Πεχλιβανίδη. Από αυτά που έγραφε στον Αριστοτέλη ο Φίλιππος, ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας έσπευδε, πριν καλά καλά γεννηθεί ο γιος του, να εξασφαλίσει τον δάσκαλό του «για να αποφύγει τα λάθη που έκανε αυτός από άγνοια» όπως έγραφε, μάθαινα κι εγώ μικρό παιδί να έχω δασκάλα μου την Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη
Σαν καθηγήτρια υπηρέτησε σαράντα ολόκληρα χρόνια τη Μέση και την Ανώτατη Εκπαίδευση, διδάσκοντας Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αρχαία κείμενα και Ιστορία μέχρι το 1970, που αποσύρθηκε σαν συνταξιούχος. Η Σοφία πέθανε από εγκεφαλικό στις 27 Ιουνίου 1977 και θάφτηκε στο νεκροταφείο της Καλλιθέας, αλλά στη κηδεία της δεν πήγε το πλήθος των Κρητικών που έπρεπε και είχαν καθήκον να πάνε. Πήγε όμως, παρά τα ογδονταένα της χρόνια, η Μαρία Αμαριώτου. Ο Πρατσίνης στο βιβλίο του τονίζει, τότε που το έγραφε: «Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε επαρκή στοιχεία, λόγω αδιαφορίας πολλών συγχωριανών…» Η αδιαφορία αυτή ήταν η κοινωνική της απομόνωση όσο ζούσε, λόγω της αριστερής της ιδεολογίας, που πιο πολύ έβγαινε παρεξηγημένη η αγνή λαχτάρα της να πάει καλά ο τόπος. Ένα όραμα που το συνέλαβε, όπως είπαμε τότε που ήταν δασκάλα, ότι πρέπει πρώτα οι ίδιοι οι δάσκαλοι να μορφωθούν. Γι’ αυτό, αποφάσισε να παραιτηθεί από τη σίγουρη θέση της δασκάλας και να πάει στην Αθήνα. Σήμερα ο Γραμματικάκης, που είχε ζητήσει τότε τη συμβουλή του, είναι προτομή έξω από το Γυμνάσιο της Νεάπολης. Της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη είναι ήδη δύο οι προτομές (η μία που τη δείχνει ώριμη στην Καλλιθέα της Αθήνας και η άλλη που τη δείχνει νέα στη Φουρνή της Κρήτης), δείγματα ότι δικαιώνεται σιγά - σιγά και αναγνωρίζεται η προσφορά της πλάι στην Πηνελόπη Δέλτα, στην Έλλη Αλεξίου και στην Αντιγόνη Μεταξά.
Πιστεύουμε πως η Σοφία Μαυροειδή η μεγάλη μας Φουρνιώτισα, ήταν και η μεγάλη αδικημένη του καιρού μας που το πλούσιο πνευματικό της έργο δεν αξιοποιήθηκε, δεν διαβάστηκε ούτε προβλήθηκε γιατί η συνεχώς ταραγμένη εποχή που έζησε, με τα αλλοπρόσαλα πολιτικά γεγονότα, της στέρησαν το δικαίωμα να γίνει γνωστή όσο της άξιζε.
Αυτό το κενό ήρθε να το καλύψει μια παρέα νέων με επικεφαλής τον Γιάννη Δρακωνάκη, γιο του Φουρνιώτη δασκάλου Κώστα Δρακωνάκη. Η ομάδα αυτή δημιούργησε με τις δικιές της σημερινές δυνατότητες το «ηλεκτρονικό έδαφος της Φουρνής». Εκεί υπάρχει και ο δικτυακός τόπος www.mavroidi.gr που φτιάχτηκε στις 15 Ιουλίου του 2003 και τέθηκε σε λειτουργία στις 12 Φεβρουαρίου του 2004, με θεματολογία τη ζωή και το έργο της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη. Η πρωτοπορία του είναι ότι ηλικιακά αποτελεί ένα από τα πρώτα Βιογραφικά Διαδικτυακά 'Ενθετα. Μπείτε στο Ίντερνετ και δείτε το. Ακούστε τη Σοφία να απαγγέλει η ίδια.
Ζωή γεμάτη ποίηση - γραμμένη ή άγραφη - της σημαντικής στα ελληνικά γράμματα δασκάλας και αγωνίστριας Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη. Αφήνοντας τα βιογραφικά της, θα τελειώσουμε με τον τρόπο που είμαι σίγουρος ότι θα ήθελε η ίδια να γράψει μέσα από στίχους της. Πρώτα, πώς ένιωθε όταν βρισκόταν στην Κρήτη: «Ω θάμα! Να ‘ναι απ’ τις ελιές, τα πεύκα, τ’ αχνοφώς, | τις ανεμώνες που στολή στα μάρμαρα έχουνε γίνει, | ή την παλάμη του απαλή ν’ απόθεσε ο Θεός | στο μέτωπό μου, κι η ψυχή πλημμύρισε γαλήνη;» Μετά, πώς ένιωσε στον χαμό του πατέρα της: «Σαν άλλα χρόνια, φέτος δε με δέχτηκες | πρώτος φτασμένος στου χωριού την άκρη. | Μάταια τα μάτια να σε δουν κουράστηκαν | του δρόμου ξαγναντεύοντας τα μάκρη. | Μαυροντυμένο κι άραχλο το σπίτι μας, | τ’ αδέλφια μου χλωμά και λυπημένα | κι η μάνα, μες στους θρήνους της, σου φώναζε | «σήκω κι η κόρη σου ήρθε από τα ξένα». | Κι αύριο σα φύγω πάλι από τον τόπο μας, | ξεχνώντας πως δεν μ’ έχεις προβοδήσει, | μ’ όλους τους άλλους θα θαρρώ, πατέρα μου, | πως ζωντανό στο σπίτι σ’ έχω αφήσει».
Κόρη του Γεωργίου Μαυροειδή (που είχε το παρατσούκλι Μπισκαδούρος κι ήταν γεωργός και τελάλης) και της Μαρίας Ζερβογιάννη και έχοντας αδέλφια της τον φιλόλογο και πρώιμο για την εποχή του αρχαιολόγο Μανώλη Μαυροειδή και την Ελένη που έγινε μαία, η Σοφία παρ’ όλες τις Μεραμπελλιώτικες δυσκολίες του καιρού της, με σιδερένια θέληση, μ’ επιμονή και υπομονή - όπως λέει σε σχετικό βιβλίο του ο συμπατριώτης της Γιώργος Πρατσίνης - κατάφερε κι αναρριχήθηκε στην κορυφή της πνευματικής Ελλάδας.
Και, για τέλος, θα παραθέσω δυό όψεις του έρωτα, όπως μοναδικά τις απαθανάτισε εκείνη. Η πρώτη βρίσκεται στο ποίημά της «Στο Φάληρο»: «Η πλήξη ψες μάς είχε ξαναφέρει | στο Φάληρο, σε κάποιαν αμμουδιά, | ερωτικό μας άλλοτε λημέρι. | Πιο πέρα, μες στην έρημη βραδιά, | πιασμένα τρυφερά, χέρι με χέρι, | δυο ερωτευμένα εκάθονταν παιδιά. | Μα εμάς του κάκου ζήταγε η καρδιά | παλιές χαρές στη θύμηση να φέρει. | Κι ως άρχιζε η ψυχρούλα να πληθαίνει, | «τί θέμε» μου ’πες «δω, τέτοιον καιρό;» | Κι εφύγαμε κι οι δυο μετανιωμένοι. | Έκανε, αλήθεια, κρύο τσουχτερό | στ’ ακροθαλάσσι την βραδιάν εκείνη. | Μα το ζευγάρι τ’ άλλο είχε απομείνει…» Και η δεύτερη όψη, που αυτή είναι του φλογερού έρωτα, βρίσκεται στο ποίημά της «Νύχτα στο Αιγαίο»: «Η νύχτα απόψε, βακχική, τυλίγει το καράβι, | έτσι, καθώς λικνίζεται στα πέλαγα και πάει, | αγκάλη γίνεται ο γιαλός, χέρια απλωμένα οι κάβοι, | κι ένα τραγούδι απόκοσμο ξεχύνεται απ’ τα χάη. | Από τη Λέσβο εχύμηξαν κοπάδι ερωτοπούλια, | φωλιάσαν στα κατάρτια του και κελαηδούν κρυμμένα. | Στ’ άλμπουρο επάνω, εξάδιπλο φιλί, κατέβη η Πούλια, | και τ’ άστρα, μέσα στα νερά, χορεύουν μεθυσμένα. | Τα στήθη απόψε δε χωρούν τον πλήθιο ανασασμό τους. | Από λαχτάρες μυστικές γεμάτο είναι τ’ αγέρι. | Οι ναύτες σιγοτραγουδούν στην πλώρη τον καημό τους | και φλόγες γίναν οι ματιές του μαύρου τιμονιέρη. | Σειρήνες μάς ξεπροβοδούν στου πόντου τη γαλήνη, || κι είναι όλα γύρω υπέρκοσμα κι εξωτικά κι ωραία. | Πόσες παγίδες μυστικές η νύχτα απόψε στήνει, | για να ξεγελαστεί η καρδιά πως είναι ακόμα νέα!»