Σάλο και θρησκευτικό αναβρασμό προκάλεσαν αυτές τις μέρες τα λόγια του Προκαθήμενου της Ελλαδικής Εκκλησίας Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, ότι δηλαδή «το Ισλάμ και οι πολίτες του δεν είναι θρησκεία αλλά πολιτικό κόμμα, είναι άνθρωποι του πολέμου». Μετά από τις έντονες αντιδράσεις, που προκάλεσαν οι δηλώσεις αυτές το γραφείο τύπου της Αρχιεπισκοπής εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία αποσαφηνίζονται τα λόγια αυτά του κ. Αρχιεπισκόπου, ο οποίος εννοούσε «τη διαστροφή της ίδιας της μουσουλμανικής θρησκείας από μια δράκα ακραίων φονταμεταλιστών , που σπέρνουν τον τρόμο και τον θάνατο σε όλη την οικουμένη» και ότι «τόσο ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος όσο και όλοι οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος σέβονται έμπρακτα όλες τις γνωστές θρησκείες και αντιμετωπίζουν όλους τους πιστούς τους με τη χριστιανική αγάπη και αλληλεγγύη». Ας σημειωθεί εδώ ότι φονταμεταλιστές είναι πιστοί, που δείχνουν φανατική προσήλωση σε αρχές και τυφλή υπακοή σε θρησκευτικές αρχές ή πεποιθήσεις.
Από την άλλη μεριά εκπρόσωποι του Ισλάμ, αφού αποποιήθηκαν τις παραπάνω κατηγορίες, τις οποίες χαρακτήρισαν «άρρωστη αντίληψη», που στοχεύει στην «περιθωριοποίηση» των Μουσουλμάνων, υπεραμύνθηκαν της θρησκείας τους, την οποία χαρακτήρισαν «υπέρτατη», και «θρησκεία της ειρήνης, που στοχεύει στην εκπλήρωση υψηλών αξιών, όπως της δικαιοσύνης της ειρήνης και της ευημερίας». Οι Έλληνες μουφτήδες της Θράκης, αλλά μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, χαρακτήρισαν τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου «άστοχες» (χωρίς όμως να διαβλέπουν «κακές προθέσεις»), οι οποίες προσβάλλουν «το θρησκευτικό τους αίσθημα». Προσθέτουν δε ότι οι ίδιοι έχουν καταδικάσει «τις ακρότητες ορισμένων, που στο όνομα του Ισλάμ έχουν διαπράξει, αφού είναι ενάντιες στο Ιερό Κοράνι».
Παρά το σεβασμό και την αγάπη που τρέφω προς το πρόσωπο του ιεράρχη μας, δεν διστάζω να εκθέσω τις απόψεις στο θέμα αυτό, έστω και αν είναι αμφιβόλου αξίας. Θα ήθελα να μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι δεν είναι ορθό να γενικεύομε και να καταδικάζομε ή να αγνοούμε μια θρησκεία, επειδή ορισμένοι αμετανόητοι και αιμοχαρείς οπαδοί της σκορπούν τον θάνατο αναίτια. Είναι βέβαια επανορθωτική η δήλωσή του, πράγμα που τον τιμά, ότι σέβεται έμπρακτα όλες τις γνωστές θρησκείες. Οι ακραίες όμως συμπεριφορές δεν μπορούν να αποκλεισθούν από καμιά θρησκεία, διότι ως άνθρωποι δεν είμαστε αλάθητοι. Όσον αφορά τον Χριστιανισμό δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί τις αιματοβαμμένες σταυροφορίες από το 1100 έως το 1300 , τα κρεματόρια, δηλαδή τους φούρνους και τους θαλάμους αερίων, που αποτέφρωναν τους Εβραίους (κατά το θρήσκευμα) τα ναζιστικά στρατεύματα των Χριστιανών στην καρδιά της πολιτισμένης Ευρώπης, τις διώξεις του Ν. Καζαντζάκη από καθαρούς Χριστιανούς ή ακόμα και τις ασελγείς πράξεις καθολικών ιερέων εις βάρος ανήλικων αγοριών, υπόθεση για την οποία επιλήφτηκε ακόμη και ο Πάπας.
Η πίστη προς τον θεό έχει πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, επειδή αποτελεί τη συνισταμένη των πεποιθήσεών μας και μάλιστα στον ύψιστο βαθμό, αφού συνδέεται με ενδεχόμενη μεταθανάτια ζωή. Στο γεγονός ακριβώς αυτό τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα σεβασμού της θρησκείας του άλλου με τα όποια μειονεκτήματά της, διότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει λάθος. Σήμερα σε όλο τον κόσμο υπάρχει ο μονοθεϊσμός, που θεμελιώνεται στην πίστη ότι ο θεός είναι ένας και μοναδικός, πράγμα που αποτυπώνεται στο σύμβολο της πίστης μας «Πιστεύω σ’ έναν θεό..». Πρόκειται για μια ιδέα, που εμπεδώθηκε και συστηματοποιήθηκε από τον Πλάτωνα(Τίμ. 92 b). Με δεδομένο λοιπόν ότι ο θεός είναι ένας και μοναδικός για όλον τον κόσμο, είναι αναγκαίο οι πιστοί μιας θρησκείας, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, να αρνούνται την ύπαρξη των άλλων θρησκειών και κατά συνέπεια των άλλων θεών. Με το πνεύμα αυτό πριν από λίγα χρόνια που γίνονταν ο πόλεμος στο Ιράκ και σε άλλες περιοχές, οι Μουσουλμάνοι αποκαλούσαν τους Χριστιανούς άπιστους.
Θεμέλιο και συνδετικός κρίκος κάθε ατόμου με τον θεό είναι η πίστη του προς αυτόν. Όταν δεν υπάρχει πίστη, δεν υπάρχει ούτε θεός γι αυτόν. Με το πνεύμα αυτό μιλούσε ο Ν. Καζαντζάκης και τόσοι άλλοι, που έλεγαν ότι εμείς θα σώσομε τον θεό στην Ασκητική του. Οι Θρησκείες είναι δημιουργήματα των ανθρώπων, πράγμα που εξηγεί και τις διαφορετικές αξίες και τον προσανατολισμό κάθε μιας. Με το πνεύμα αυτό θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί η εκτίμηση των μουφτήδων της Θράκης, ότι δηλαδή ο Μακαριώτατος δεν είχε κακή πρόθεση. Τέτοια προδιάθεση δεν υπήρξε από κανένα, ούτε από τον Μακαριώτατο όυτε από τους επικριτές του, αφού η κάθε πλευρά υποστηρίζει με κόσμιο και πολιτισμένο τρόπο τη θρησκεία του, χωρίς να στοχοποιεί ούτε να υποτιμά τον άλλο. Δεν έπρεπε όμως να θεωρηθεί εκ μέρους της Τουρκίας ότι οι δηλώσεις αυτές του Αρχιεπισκόπου υπονομεύουν τις διερευνητικές επαφές, για να αρχίσει εποικοδομητικός διάλογος προς αμοιβαίο όφελος και των δύο χωρών μας.
Με το πνεύμα αυτό ο πιστός κάθε θρησκείας όχι μόνον μπορεί αλλά και πρέπει να θεωρήσει τις άλλες θρησκείες ως ανύπαρκτες, διότι, αν υπάρχει ένας και μόνον αληθινός θεός, είναι αναμενόμενο ότι θα υπάρχει μία και μοναδική θρησκεία. Αυτό οφείλει να πιστεύει ο καθένας αναφορικά με τον θεό που πιστεύει( π.χ. Χριστός, Αλάχ, Βούδας κ.α.) και θα αποτελεί κοινό μυστικό αλλά δεν επιτρέπεται να το λέει σε οπαδούς άλλων θρησκειών, επειδή αυτό αποτελεί ανεπίτρεπτη προσβολή του θρησκευτικού των αισθήματος , με αποτέλεσμα να προκαλούνται αδικαιολόγητες έριδες και διαμάχες, που μόνον στη διχόνοια και στον αλληλοσπαραγμό οδηγούν. Αν όμως εξετάσει κανείς το θέμα σε βάθος, θα έπρεπε, στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης, να γίνεται διάλογος μεταξύ των θρησκειών για την δυνατότητα αναζήτησης μιας καλύτερης επιλογής.
Θα μπορούσε με τον διάλογο να καταργηθεί για παράδειγμα η μαντήλα στις γυναίκες του Ισλάμ, αφού αυτή υποδηλώνει υποταγή και υποτέλεια της γυναίκας προς τον άνδρα, πράγμα που καταργεί την ισότητα των δύο φύλων, αφού μειώνει απαράδεκτα την αξία και την προσωπικότητά της. Στόχος του διαλόγου των θρησκειών πρέπει να είναι η προσέγγιση των διαφορετικών απόψεων για μια πιο ειρηνική και πιο ευχάριστη ζωή, ή τουλάχιστο λιγότερο δύσκολη και επώδυνη, και μάλιστα στους κρίσιμους καιρούς που περνούμε. Ίσως με τον τρόπο διατύπωσης των επιχειρημάτων μου να δίνω την εντύπωση ότι δεν είμαι πιστός Χριστιανός , αφού είναι φανερό ότι ο λόγος μου δεν ταιριάζει στην θρησκεία μας και ότι μπαίνω σε ξένα οικόπεδα. Στην περίπτωση αυτή δεν έχω τίποτα άλλο να πω παρά να ζητήσω ειλικρινή συγνώμη και να πω ως αντιστάθμισμα ότι η ελευθερία της έκφρασης ,στο πλαίσιο βέβαια της κοσμιότητας και της νομιμότητας, περισσότερο ωφελεί παρά που βλάπτει ποτέ, έστω και αν στενοχωρεί ενίοτε κάποιους.
Από την άλλη μεριά εκπρόσωποι του Ισλάμ, αφού αποποιήθηκαν τις παραπάνω κατηγορίες, τις οποίες χαρακτήρισαν «άρρωστη αντίληψη», που στοχεύει στην «περιθωριοποίηση» των Μουσουλμάνων, υπεραμύνθηκαν της θρησκείας τους, την οποία χαρακτήρισαν «υπέρτατη», και «θρησκεία της ειρήνης, που στοχεύει στην εκπλήρωση υψηλών αξιών, όπως της δικαιοσύνης της ειρήνης και της ευημερίας». Οι Έλληνες μουφτήδες της Θράκης, αλλά μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, χαρακτήρισαν τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου «άστοχες» (χωρίς όμως να διαβλέπουν «κακές προθέσεις»), οι οποίες προσβάλλουν «το θρησκευτικό τους αίσθημα». Προσθέτουν δε ότι οι ίδιοι έχουν καταδικάσει «τις ακρότητες ορισμένων, που στο όνομα του Ισλάμ έχουν διαπράξει, αφού είναι ενάντιες στο Ιερό Κοράνι».
Παρά το σεβασμό και την αγάπη που τρέφω προς το πρόσωπο του ιεράρχη μας, δεν διστάζω να εκθέσω τις απόψεις στο θέμα αυτό, έστω και αν είναι αμφιβόλου αξίας. Θα ήθελα να μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι δεν είναι ορθό να γενικεύομε και να καταδικάζομε ή να αγνοούμε μια θρησκεία, επειδή ορισμένοι αμετανόητοι και αιμοχαρείς οπαδοί της σκορπούν τον θάνατο αναίτια. Είναι βέβαια επανορθωτική η δήλωσή του, πράγμα που τον τιμά, ότι σέβεται έμπρακτα όλες τις γνωστές θρησκείες. Οι ακραίες όμως συμπεριφορές δεν μπορούν να αποκλεισθούν από καμιά θρησκεία, διότι ως άνθρωποι δεν είμαστε αλάθητοι. Όσον αφορά τον Χριστιανισμό δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί τις αιματοβαμμένες σταυροφορίες από το 1100 έως το 1300 , τα κρεματόρια, δηλαδή τους φούρνους και τους θαλάμους αερίων, που αποτέφρωναν τους Εβραίους (κατά το θρήσκευμα) τα ναζιστικά στρατεύματα των Χριστιανών στην καρδιά της πολιτισμένης Ευρώπης, τις διώξεις του Ν. Καζαντζάκη από καθαρούς Χριστιανούς ή ακόμα και τις ασελγείς πράξεις καθολικών ιερέων εις βάρος ανήλικων αγοριών, υπόθεση για την οποία επιλήφτηκε ακόμη και ο Πάπας.
Η πίστη προς τον θεό έχει πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, επειδή αποτελεί τη συνισταμένη των πεποιθήσεών μας και μάλιστα στον ύψιστο βαθμό, αφού συνδέεται με ενδεχόμενη μεταθανάτια ζωή. Στο γεγονός ακριβώς αυτό τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα σεβασμού της θρησκείας του άλλου με τα όποια μειονεκτήματά της, διότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει λάθος. Σήμερα σε όλο τον κόσμο υπάρχει ο μονοθεϊσμός, που θεμελιώνεται στην πίστη ότι ο θεός είναι ένας και μοναδικός, πράγμα που αποτυπώνεται στο σύμβολο της πίστης μας «Πιστεύω σ’ έναν θεό..». Πρόκειται για μια ιδέα, που εμπεδώθηκε και συστηματοποιήθηκε από τον Πλάτωνα(Τίμ. 92 b). Με δεδομένο λοιπόν ότι ο θεός είναι ένας και μοναδικός για όλον τον κόσμο, είναι αναγκαίο οι πιστοί μιας θρησκείας, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, να αρνούνται την ύπαρξη των άλλων θρησκειών και κατά συνέπεια των άλλων θεών. Με το πνεύμα αυτό πριν από λίγα χρόνια που γίνονταν ο πόλεμος στο Ιράκ και σε άλλες περιοχές, οι Μουσουλμάνοι αποκαλούσαν τους Χριστιανούς άπιστους.
Θεμέλιο και συνδετικός κρίκος κάθε ατόμου με τον θεό είναι η πίστη του προς αυτόν. Όταν δεν υπάρχει πίστη, δεν υπάρχει ούτε θεός γι αυτόν. Με το πνεύμα αυτό μιλούσε ο Ν. Καζαντζάκης και τόσοι άλλοι, που έλεγαν ότι εμείς θα σώσομε τον θεό στην Ασκητική του. Οι Θρησκείες είναι δημιουργήματα των ανθρώπων, πράγμα που εξηγεί και τις διαφορετικές αξίες και τον προσανατολισμό κάθε μιας. Με το πνεύμα αυτό θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί η εκτίμηση των μουφτήδων της Θράκης, ότι δηλαδή ο Μακαριώτατος δεν είχε κακή πρόθεση. Τέτοια προδιάθεση δεν υπήρξε από κανένα, ούτε από τον Μακαριώτατο όυτε από τους επικριτές του, αφού η κάθε πλευρά υποστηρίζει με κόσμιο και πολιτισμένο τρόπο τη θρησκεία του, χωρίς να στοχοποιεί ούτε να υποτιμά τον άλλο. Δεν έπρεπε όμως να θεωρηθεί εκ μέρους της Τουρκίας ότι οι δηλώσεις αυτές του Αρχιεπισκόπου υπονομεύουν τις διερευνητικές επαφές, για να αρχίσει εποικοδομητικός διάλογος προς αμοιβαίο όφελος και των δύο χωρών μας.
Με το πνεύμα αυτό ο πιστός κάθε θρησκείας όχι μόνον μπορεί αλλά και πρέπει να θεωρήσει τις άλλες θρησκείες ως ανύπαρκτες, διότι, αν υπάρχει ένας και μόνον αληθινός θεός, είναι αναμενόμενο ότι θα υπάρχει μία και μοναδική θρησκεία. Αυτό οφείλει να πιστεύει ο καθένας αναφορικά με τον θεό που πιστεύει( π.χ. Χριστός, Αλάχ, Βούδας κ.α.) και θα αποτελεί κοινό μυστικό αλλά δεν επιτρέπεται να το λέει σε οπαδούς άλλων θρησκειών, επειδή αυτό αποτελεί ανεπίτρεπτη προσβολή του θρησκευτικού των αισθήματος , με αποτέλεσμα να προκαλούνται αδικαιολόγητες έριδες και διαμάχες, που μόνον στη διχόνοια και στον αλληλοσπαραγμό οδηγούν. Αν όμως εξετάσει κανείς το θέμα σε βάθος, θα έπρεπε, στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης, να γίνεται διάλογος μεταξύ των θρησκειών για την δυνατότητα αναζήτησης μιας καλύτερης επιλογής.
Θα μπορούσε με τον διάλογο να καταργηθεί για παράδειγμα η μαντήλα στις γυναίκες του Ισλάμ, αφού αυτή υποδηλώνει υποταγή και υποτέλεια της γυναίκας προς τον άνδρα, πράγμα που καταργεί την ισότητα των δύο φύλων, αφού μειώνει απαράδεκτα την αξία και την προσωπικότητά της. Στόχος του διαλόγου των θρησκειών πρέπει να είναι η προσέγγιση των διαφορετικών απόψεων για μια πιο ειρηνική και πιο ευχάριστη ζωή, ή τουλάχιστο λιγότερο δύσκολη και επώδυνη, και μάλιστα στους κρίσιμους καιρούς που περνούμε. Ίσως με τον τρόπο διατύπωσης των επιχειρημάτων μου να δίνω την εντύπωση ότι δεν είμαι πιστός Χριστιανός , αφού είναι φανερό ότι ο λόγος μου δεν ταιριάζει στην θρησκεία μας και ότι μπαίνω σε ξένα οικόπεδα. Στην περίπτωση αυτή δεν έχω τίποτα άλλο να πω παρά να ζητήσω ειλικρινή συγνώμη και να πω ως αντιστάθμισμα ότι η ελευθερία της έκφρασης ,στο πλαίσιο βέβαια της κοσμιότητας και της νομιμότητας, περισσότερο ωφελεί παρά που βλάπτει ποτέ, έστω και αν στενοχωρεί ενίοτε κάποιους.