"Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;(…)
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.»
(Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος)
Πολυαγαπημένος ο Αύγουστος, βαρυφορτωμένος σταφύλια, σύκα και καρπούζια, όνειρα και προσδοκίες διακοπών κι ανάπαυλας αφίχθη… Κουβαλώντας δυστυχώς μαζί του κι ένα καύσωνα μεγέθους έξτρα λάρτζ, σαρανταέξι ρίχτερ και βάλε. Ποτέ η πραγματικότητα δεν είναι ίδια με την προσδοκία. Το όνειρο με την ενσάρκωσή του. Από το ογδόντα εφτά του προηγούμενου αιώνα είχε η χώρα να ματαδεί τέτοιο καύσωνα. Κι έμεινε πάλι να υπομένει στωικά. Όπως καιρό τώρα. Ανεμιστήρες και κλιματιστικά στο φουλ, ρεύμα και νερό σε υπερκατανάλωση. Αντοχές, δυνάμεις και υπομονή διαγωνίζονται σε ολυμπιακά αθλήματα. Παρόμοια με αυτά που χάρισαν στη χώρα μας διακρίσεις, δροσίζοντας τις ψυχές μας με το νερό της περηφάνιας.
Εύβοια, Μάνη, Κως, Ρόδος, Βαρυμπόμπη, Αδάμες, Θρακομακεδόνες, Ολυμπιακό χωριό κι έπεται συνέχεια στο κηδιόσημο των τόπων. Η Κόλαση του Δάντη ξαναγράφεται απόψε. Τα Τάρταρα μετοικούν καθώς η πύρινη λαίλαπα ανοίγει το λιονταρίσιο στόμα και καταβροχθίζει ο,τι βρει στο πέρασμα της. Φλόγες λαίμαργες που εκτοξεύονται σε απίστευτο ύψος και τρέχουν άπιαστες, αχαλίνωτες με την ταχύτητα του φωτός. Δέντρα που διάβηκαν χρόνια να αντρωθούν, να γίνουν παλικαράκια, δάση που πήραν χρόνια να κατοικηθούν αρμονικά και φιλιωμένα από τους πράσινους κατοίκους τους, που αποτελούσαν οάσεις δυσεύρετες, χάρμα πνευμόνων, ματιών και ψυχής, λουλούδια προικισμένα με χρώματα και μυρωδιές, σπίτια που αν τα στύψεις θα ποτίσεις με ποτάμια ιδρώτα ιδιοκτητών κι εργατών τη γη, περιουσίες ίσως ακόμη χρεωμένες, ζωάκια και ζωύφια, ταπεινό μα σπουδαίο προλεταριάτο του κόσμου μας.
Ποιος να το φανταζόταν ότι η φωτιά που έκλεψε κάποτε ο Προμηθέας από τον Ήφαιστο για να τη δωρίσει στους ανθρώπους, όταν ο Επιμηθέας αστόχησε στη μοιρασιά δυνάμεων κι εφοδίων, η φωτιά η τόσο χρήσιμη για τη ζωή μας θα γινόταν σήμερα ο χειρότερος εχθρός; Εμπρηστές ή αστοχίες; Εγκληματικές ενέργειες ή γενικότερη έλλειψη σεβασμού για το περιβάλλον; Καταπατήσεις, μολύνσεις, κατασπατάληση φυσικών πόρων, έλλειψη αντιπυρικών ζωνών, ελλιπής προστασία, ολιγωρία; Τι από όλα; Πόσα απ’ όλα μαζί;
Η νύχτα καταφθάνει ζοφερή. Συντροφευμένη από το μαύρο του καπνού. Τα αστέρια και το φεγγάρι τρίβουν τα μάτια τους που τσούζουν. Διαμαρτύρονται στο θεό του ουρανού. Άνθρωποι σε απόγνωση, ανήμποροι να τα βάλουν με τα στοιχεία της φύσης που γίνονται ενίοτε στοιχειά, καλούν μάταια σε βοήθεια, εγκαταλείπουν με πανικό και πόνο τις περιουσίες τους ή αρνούνται κεραυνόπληκτοι να το κάνουν, υπερασπιζόμενοι όπως μπορούν τους κόπους μιας ζωής, πυροσβέστες που παλεύουν σαν λιοντάρια, που παίζουν κορώνα γράμματα τη ζωή τους, ταγμένοι στο ύψιστο χρέος, θυμίζοντας μας τον ιερό ρόλο τους. Εμείς κι οι γείτονες Τούρκοι από αντίδικοι στον ίδιο πια παρονομαστή. Κοινή εξάλλου η μοίρα των ανθρώπων και το μέλλον αόρατο. Θε μου ρίξε το βλέμμα σου στη γη μας…
«Έλα να πάμε στα καμένα,
δε μας χωράει πια το σπίτι,
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,
έρχονται φλόγες απ' τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει,
μέσα στο πύρινό της χνότο,
από τον έσχατο ως τον πρώτο.»(Μιχάλης Γκανάς)