ΑΠΟΨΕΙΣ
Η επιστροφή του χειμώνα...
"Τέτοια θερμή υποδοχή, ούτε σε πρόεδρο δημοκρατίας, ούτε στο καλοκαίρι. Τον μόνιμο αντίζηλο του..."
Της Μαρίας Λιονάκη
Δεν το πιστεύει στα μάτια του, με τα ματοτσίνορα τα ραντισμένα από σταγόνες βροχής ο χειμώνας. Πως οι άνθρωποι, όσο έλειπε, θα τον αναζητούσαν τόσο. Η αλήθεια είναι πως έλειψε καιρό. Είχε πάει σε συγγενείς του σε πιο θερμά κλίματα για να δεχτεί θεραπεία για τα αρθριτικά του που τον ταλαιπωρούσαν τόσο. Από τη μία λοιπόν τα ιαματικά λουτρά, από την άλλη οι παρέες, οι βεγγέρες τα ζεστά βράδια στις αυλές που μύριζαν αγιόκλημα και βασιλικό, από την άλλη ένα ψιλό φλερτ που δε θέλει να μιλήσει τώρα γι αυτό, πέρασε ο καιρός και δεν το κατάλαβε. ‘Όταν έκλεινε εισιτήριο επιστροφής, όταν έβαζε στη βαλίτσα του σκούφους, κασκόλ, ομπρέλες κι ένα βαρύ παλτό, δώρο του παππού του, του χρόνου, το συνειδητοποίησε πως έλειψε τόσο. Αγχώθηκε τότε λίγο. Πώς θα τον υποδέχονταν άραγε οι άνθρωποι, μετά από τόσο καιρό απουσίας; Θα παραπονούνταν, θα γκρίνιαζαν; Θα τον θυμόνταν, θα ήταν ευγενικοί κι υπομονετικοί με τα χούγια του; ‘Η εριστικοί κι απότομοι; Θυμάται στο παρελθόν. Έβρεχε, παράπονα! δεν έβρεχε, παράπονα! Άκρη δεν έβρισκε, άλλα τους έφταιγαν, αλλού ξεσπούσαν.
Τώρα όμως μοιάζουν πιο συγκαταβατικοί. Αν δεν τον γελούν τα μάτια του. Όλο χαιρετούρες, αγάπες, φιλιά και τραταρίσματα… Τέτοια θερμή υποδοχή, ούτε σε πρόεδρο δημοκρατίας, ούτε στο καλοκαίρι. Τον μόνιμο αντίζηλο του. Τώρα όμως μοιάζει αυτόν να αγαπούν παραπάνω. Δεν πρόλαβε να αφιχθεί και τον καλούν από δω, τον καλούν από εκεί. Όλο προτάσεις και προσκλήσεις. Ο δε ζήλος που δείχνουν για να ετοιμάσουν τα σπιτικά τους για την υποδοχή του είναι πρωτοφανέρωτος! Στο πι και φι κατέβηκαν στις αποθήκες. Τα πιο ζεστά, τα πιο μάλλινα χαλιά τους ξέθαψαν, φορτώθηκαν στους ώμους και τα ανέβασαν στις σκάλες χωρίς αναπνοή. Χαλιά, μοκέτες, κουρελούδες από τη γιαγιά. Με το χαμόγελο τα έστρωσαν, με το τραγούδι χοροπηδούσαν πάνω. Ιδίως τα μικρά παιδιά. Ξυπολήθηκαν και χόρευαν. Τι αφράτα, πόσο μαλακά… Και ξύλα για το τζάκι ανέβασαν. Από το στέγαστρο του κήπου. Τα φόρτωσαν στο κασόνι και δυο δυο τα σκαλιά τα ανέβασαν. Τώρα τα παρατηρούν πόσο συναγωνίζονται να πηδήσουν οι φλόγες τους όλο και πιο ψηλά. Τι ωραίο ήχο που κάνουν ενώ τριζοβολούν, ενώ βουτάνε στη φωτιά, σαν τους αμάθητους στον έρωτα και καίγονται χαρίζοντας τη θέρμη της καρδιά τους, το πιο ωραίο κόκκινο τους στους ανθρώπους. Θέρμη που ενώνεται με τη ζεστασιά μιας άλλης φωτιάς που ετοιμάζει λουκουμάδες στην κουζίνα. Με μπόλικο μέλι, σουσάμι και κανέλα. Να τραταριστούν οι άνθρωποι...
Οι άνθρωποι που για καιρό αγωνιούν για την κλιματική αλλαγή και την πιθανή επερχόμενη λειψυδρία του καλοκαιριού, μα τώρα αποξεχνιούνται και απολαμβάνουν. Το χουχούλιασμα με μια μαλακή κουβερτούλα στον καναπέ, παρέα με ένα καλό βιβλίο ή μια ταινία. Ακόμα καλύτερα παρέα με τον σύντροφο τους στις δικές τους στιγμές, ή παρέα με τα παιδιά τους στις ανεπανάληπτες οικογενειακές στιγμές. Στις πιο σπάνιες τη σημερινή εποχή, μα τόσο σημαντικές συζητήσεις ή στις κόντρες για το ποιος έκανε ζαβολιά σε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι. Ενώ ο φωτισμός στο δωμάτιο είναι χαμηλός, ενώ τα κύματα καλπάζουν στις θάλασσες, ο αέρας παρενοχλεί φυτά και δέντρα, πουλιά και ζωάκια ψάχνουν απάγκιο να κρυφτούν. Ενώ ο ξεχασμένος ρυθμικός ήχος της βροχής ντύνει με ρομαντισμό τις στιγμές. Τις στιγμές που σε κάποιους άλλους τα προσωπικά αδιέξοδα, τα ανεκπλήρωτα, τα πάθη κι οι επιθυμίες βγαίνουν σεργιάνι και κατακλύζουν την ύπαρξη τους, όπως το νερό της καταιγίδας τη γη μας.
Τη γη μας που ρουφάει λαίμαργα το νερό. Θα εισχωρήσει ως τα έγκατα της να θρέψει φυτά και δέντρα. Αγριολούλουδα. Καινούρια όνειρα κι ελπίδες.