της Μαρίας Λιονάκη
Οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι έχουν και μεγάλες παραξενιές. Τα δύο αυτά ποσά είναι ανάλογα, έχουν αντιστοιχία, κλιμακωτή ανάπτυξη, παράλληλη αύξηση για να θυμηθούμε και λίγα μαθηματικά. Έτσι κι η κυρά Ξανθίππη, η μανούλα, που ζει στα Χανιά έχει κι αυτή τις ιδιοτροπίες της, τις παραξενιές της . Σαν όλους τους μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους. Φυσιολογικά κι αναμενόμενα. Μια απ’ αυτές είναι ότι δεν αφήνει το σπίτι της να φύγει, ότι από το σπίτι της εύκολα, για βόλτα, για ταξίδι δε ξεκουνά.
«Θα έρθεις λίγο μανούλα και στο Ηράκλειο, στην άλλη κόρη σου, που δεν είναι τόσο υπομονετική, νοικοκυρά, σαν τη μεγάλη σου κόρη , αλλά κι αυτή καλή είναι; Έχω στρώσει χαλιά, έχω στολίσει δέντρο, ανάβω τα καλοριφέρ συνέχεια κι είναι ζεστά. Θα μιλάς με όλους μας, θα βλέπεις κίνηση, κόσμο, εμάς, θα μαθαίνεις τα πως και τα γιατί μας, θα τρώμε υγιεινά, μα και λιγότερο υγιεινά, που σου αρέσει. Θα έχεις παρέα, θα περάσουμε όμορφα, θα αλλάξεις τον αέρα σου, εικόνες, παραστάσεις…» λέω με ενθουσιασμό και είμαι σίγουρη για δύο πράγματα. Αφενός ότι είναι πολύ δύσκολο το εγχείρημα που επιχειρώ, να την πείσω να έρθει κι αφετέρου ότι σίγουρα δεν καταλαβαίνει, τι σημαίνει η λέξη «παραστάσεις», αλλά μου αρέσει, πόσο μου αρέσει, να την πειράζω, ενώ δεν το καταλαβαίνει και να κρυφογελώ, να της κάνω την έξυπνη, τη γραμματιζούμενη. Αυτό με τις δύσκολες λέξεις το έκανα άλλη μία φορά έντονα, παροιμιακά. Χτυπούσε το τηλέφωνο επίμονα σε μέρα δικής μου κυκλοφοριακής συμφόρησης. Όταν το σήκωσα λοιπόν απηυδισμένη που δεν είχε ψυχή το άψυχο να σταματήσει και άκουσα τη μανούλα να ρωτά χαλαρή και ήρεμη, που ήμουν και γιατί δεν το σήκωνα, απλά της είπα την αλήθεια: «Τώρα μόλις μπήκα. Ήμουν από το πρωί σε σεμινάριο για τη χρήση πολυμέσων στην εκπαίδευση, στο Αμφιθέατρο του Πειραματικού Γυμνασίου.» Τρία λεπτά έκανε τότε η καλή μου να ξετρυπώσει δυο τρεις λέξεις να μου τις πει. Πόσες τύψεις είχα μετά, όταν ηρέμησα που δεν της είπα κάτι πιο απλό, στα μέτρα της…
-«Το καλοκαίρι θα έρθω!» λέει κοφτά, χωρίς σκέψη, αμετάκλητα η κυρά-Ξανθίππη, για να γυρίσουμε στο παρόν. -« Ποιο καλοκαίρι θα έρθεις μαμά… Όλο τα ίδια και τα ίδια μου λες. Το χειμώνα μου λες το καλοκαίρι και το καλοκαίρι μου λες ότι θα κάτσεις σπίτι σου, δεν πας πουθενά. Γιατί δε θες να ξεβολευτείς.
-«Δεν αφήνω το σπίτι μου! Εκεί που με άφησε ο πατέρας σου, όταν έφυγε από τη ζωή, εκεί θα μείνω.» λέει η κυρά-Ξανθίππη αποφασιστικά και σε αποστομώνει. Ένας λυγμός σπαρταρά στο στήθος σου, παλεύει να βγει, τον σπρώχνεις παραμέσα στο σπίτι του και η συζήτηση σταματά, σταματάς να επιμένεις, γιατί οφείλεις να σεβαστείς την επιθυμία, την απόφαση, το μεγαλείο μιας άλλης γενιάς.
Γενικά η κυρά Ξανθίππη είναι αρκετά ιδιότροπη, καθώς η ζωή της κλήρωσε πολλά στενάχωρα λαχεία και έτσι προέκυψε. Είναι και πολύ λατρεμένη για τον ίδιο λόγο. Δυσαρεστείται λοιπόν, όπως οι περισσότεροι μεγάλοι άνθρωποι με οτιδήποτε χαλάει την ηρεμία της ή την τάξη στο σπιτικό της. Έτσι κάθε φορά που η Ηρακλειώτισσα, τώρα πια κόρη της , έρχεται για σαββατοκύριακο να τη φροντίσει λίγο και να την κανακέψει, ξεκινά την ίδια ιστορία. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού της και επιτηρεί το στρατόπεδό της, σα λοχίας το λόχο. Με το κεφάλι σε γωνία, σκεπτική και χαμηλοβλεπούσα. Ζυγίζει τη διάθεση της κόρης της, τον καιρό στο πρόσωπό της και αναλόγως ξεκινά: « Αυτό το τραπεζάκι εκεί μην το κουνήσεις, εκεί το θέλω!» ή «Πού το πας το χαλί, μην το πλύνεις, καθαρό είναι» ή «Το σεμεδάκι στρώσε καλύτερα, κρεμάει στραβά!» και άλλα τέτοια σεμεδάκια. Έχουν πλυθεί κουβέρτες στην παρανομία σε αυτό το σπίτι, έχουν κατέβει κουρτίνες για πλύσιμο κρυφά, περασμένα μεσάνυχτα, έχουν γίνει πράξη ανέκδοτα αληθινά… Κάποτε θυμάμαι ήταν Μεγαλοβδομάδα , άνοιξη καιρού, η φύση λουλούδιζε, διέταζε ανθοφορία, τα πουλιά τραγουδούσαν μελαγχολικούς σκοπούς και είχαμε αργήσει λίγο, λόγω κίνησης , να πάμε στα Χανιά.
Η κυρά Ξανθίππη καθόταν με τον εγγονό της στο δωμάτιο της και έβλεπε τηλεόραση. Τα πάθη του Χριστού έβλεπε και αντάλλασσε καμιά κουβέντα με τον εγγονό, ενώ η κόρη της σε άλλα πάθη βαλμένη, προσπαθούσε να φέρει βόλτα το υπόλοιπο σπίτι, όσο γίνεται πιο αθόρυβα. Κάποια στιγμή λοιπόν η κυρά Ξανθίππη που είχε στήσει αυτί, αλλά δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει το ομιχλώδες τοπίο, να καταλάβει τη ροή των εργασιών, αν επαπειλούνταν επίπλου ανατροπή στο μέτωπο, από την ορμή, τη βιασύνη της κόρης , γυρίζει στον εγγονό της και τον ρωτάει: « Η μαμά σου τι κάνει;» Και εννοούσε τώρα, μέσα, στο άλλο σπίτι. Και ο εγγονός της, ανυποψίαστος για το πόθεν έσχες της ερώτησης , πιστεύοντας ότι η γιαγιά του ξέχασε και ρωτά, απαντά σοβαρά: « Μάθημα σε παιδιά κάνει η μαμά μου.» Πόση δύναμη μου είχε δώσει τότε το άκουσμα αυτό, τι ακράτητο, γάργαρο, λυτρωτικό γέλιο είχε ξεκουράσει την ψυχή μου…
Αυτές οι γλυκές σκέψεις και θύμησες έρχονται παραμονές Χριστουγέννων στο μυαλό μου. Καλεσμένες από την έγνοια της προσεκτικής τωρινής επιλογής δώρου για τη μανούλα. Που θα είναι χρήσιμο και φανταχτερό μαζί. Που θα περάσει τις εξετάσεις της, θα την εντυπωσιάσει, θα την ευχαριστήσει. Λίγο πριν γίνουν, για άλλη μια φορά, το πατρικό μου και η αγκαλιά της καταφύγιο, φωλιά, σπίτι. Σφουγγάρι που θα σβήσει τα δυσκολοδιάβαστα από τον πίνακα της ζωής μου. ‘Ήλιος που θα ανατινάξει τα σύννεφα μου, μέλι που θα σιροπιάσει την καρδιά μου. Ευχές να είναι η κυρά Ξανθίππη χρόνια καλά και λοχίας , ευχές να είναι καλά όλοι οι μεγάλοι, οι ανεκτίμητοι της ζωής μας και να μην είναι μόνοι τέτοιες μέρες … Ευχές πολλές για όλους, όσοι δοκιμάζονται με διάφορους τρόπους στις παλαίστρες της ζωής… Ευχές εγκάρδιες στον κόσμο όλης της γης για υγεία, αγάπη και ελπίδα. Καλές γιορτές!