ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιαγιά μου, τι δεν θα ‘δινα να διάβαζες αυτό το γράμμα…

Τα χάδια σου ήταν πάντα τραγουδιστά. Η αγκαλιά κι η ποδιά σου ήταν πάντα εκεί για μένα.

No profile pic

της Ιωάννας Τοπούζη

Ακόμη θυμάμαι τον τρόπο που χτένιζες τα μαλλιά μου. Είχες δυο χέρια τόσο επιδέξια, κατάφερναν καθετί με μαεστρία. Έπλεκες τις κοτσίδες μου και επέμενες να συμμορφώσεις κάθε τρίχα, ήθελες να είναι όλα στην εντέλεια. Μικρή παραπονιόμουν για το πόσο σχολαστική ήσουν στην φροντίδα μου, τώρα ξέρω ότι απλά ήθελες να μου δώσεις τα πάντα που φυλάτε η καρδιά σου.

Με θυμάμαι να παραπονιέμαι για το ζευγάρι κάλτσες που μου μπάλωνες με τη βοήθεια ενός μαγικού ξύλινου αυγού. Το κράτησα να ξέρεις… Το περνούσες μέσα στην κάλτσα και την έραβες όπου την είχα φθείρει. Γκρίνιαζα που θα φορούσα μπαλωμένο πράγμα μα δεν είχα φέρει άλλες μαζί μου όταν είχα έρθει σπίτι σου.

-Παιδί μου, τα ρούχα σου να είναι πάντα καθαρά, να μυρίζεις όμορφα κι ας τύχει να έχουν και το μπάλωμα τους…

Αυτό είχες πει και γέμισες την ψυχή μου από το καθάριο του γιακά της σχολικής ποδιάς μου. Τον κολλάριζες στο σίδερο, να αρμόζει στις ταχτοποιημένες μου κοτσίδες.

Θυμάσαι το πρωί που με τάιζες, τις φορές που κοιμόμουν σπίτι σου; Γέμιζες μια κούπα γάλα, κι έκοβες μέσα μπουκιές ψωμιού πασπαλισμένες με ζάχαρη. Με κυνηγούσες στη σκάλα καθώς έφευγα για το σχολείο. Για εκείνη την τελευταία μπουκιά, που κάθε φορά επινοούσες και κάτι διαφορετικό για να την φάω. «Μην αφήσεις την μπουκιά σου να γίνεις όμορφη!» «Φάε και την τελευταία να πάρεις καλό άνδρα» κι όλα εκείνα που μεγαλώνοντας στα περιέγραφα και σκάζαμε στα γέλια.

Ήσουν μια πολύ «αυστηρή» δασκάλα. Κάθε φορά που με εξέταζες στα μαθήματα μου, ήθελες τα βιβλία μου καθαρά, τα γράμματα μου στα τετράδια περιποιημένα και η γλώσσα μου να πηγαίνει ροδάνι όταν σου έλεγα το μάθημα. Θυμάσαι; Κάθε φορά που έκανα να κομπιάσω μου ζητούσες να το διαβάσω άλλη μια φορά.

-Δεν είσαι έτοιμη, ξανά!

Κι έπαιρνες τη θέση στην πολυθρόνα σου κάνοντας το εργόχειρο σου προσποιούμενη την αυστηρή.

Οι μπουγάδες σου ήταν οι πιο λευκές, τα φαγητά σου τα πιο νόστιμα. Ήταν πάντα μέτρο σύγκρισης για μένα. «Καλό, αλλά σαν της γιαγιάς μου δεν είναι!». Ότι κι αν έκανες είχε πάντα άλλη όψη. Ότι κι αν μαγείρευες είχε πάντα άλλη γεύση. Είχαν μέσα τους εσένα…

Κι εσύ ήσουν μέσα σε όλα…

Τα χάδια σου ήταν πάντα τραγουδιστά. Η αγκαλιά κι η ποδιά σου ήταν πάντα εκεί για μένα. Σε θυμάμαι στο μπαλκόνι να με παρακολουθείς καθώς έφευγα, στο μπαλκόνι να με περιμένεις να επιστρέψω. Να προσέχεις σαν αετός μη τύχει και ακουμπήσει κανείς το μικρό σου. Περνώ ακόμη κάτω από το σπίτι και τα μάτια μου σε ψάχνουν εκεί που σε θυμάμαι. Ακουμπισμένη στα κάγκελα…

Είμαι τυχερή! Σε είχα σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής μου. Στις αποφοιτήσεις μου, θυμάσαι πως καμάρωνες; Στο γάμο μου, στις γέννες των παιδιών μου. Κτίσαμε μια αγάπη μοναδική. Θυμάσαι; Συνέχεια μου έλεγες τα πάντα με παροιμίες, με γνωμικά. Με έσφιγγες στην αγκαλιά σου λέγοντας μου…

-Του παιδιού μου το παιδί, δυο φορές παιδί μου!

Γιαγιάκα μου, τώρα που μεγαλώνουν τα παιδιά μου σε νιώθω. Δεν ξέρω αν είχα προλάβει να στο πω. Νιώθω καθετί που έσταξες με τα λόγια σου στην ψυχή μου. Μπορώ να έρθω στη θέση σου… Ναι! Έτσι θα αγαπώ κι εγώ τα εγγόνια μου, τα πλάσματα που θα προέλθουν από τα παιδιά μου. Δυο φορές!

Ήσουν μοναδική. Ένα σπάνιο πλάσμα, μια αρχόντισσα. Μια όμορφη γυναίκα, που δεν έδωσες ποτέ προτεραιότητα στον εαυτό σου. Αλήθεια, πως το κατάφερες αυτό; Δεν απασχόλησες ποτέ κανένα, μόνο έδινες τα πάντα. Αγάπη και χρόνο στα παιδιά σου με κάθε τρόπο!

Ξέρεις τώρα όλα είναι αλλιώς, απέχουν πολύ από το ουσιαστικό καθώς πρέπει. Κι εγώ σου θυμώνω καμιά φορά. Λένε πως σου μοιάζω… κι αυτό το καθώς πρέπει με βάζει σε θυσίες…

Όταν ξεκίνησε η αρρώστια σου, σου ζήτησα να μην παραιτηθείς, θυμάσαι; Σου ζήτησα να κάνεις τα πάντα να μην παραδώσεις το μυαλό σου στην άνια.

-Λύνε σταυρόλεξα γιαγιάκα μου! Πρέπει να εξασκείς το μυαλό σου. Αν δεν το κάνεις θα φτάσεις σε τέτοιο σημείο που δεν θα με αναγνωρίζεις. Σου μιλούσα σα να είχαν αλλάξει οι ρόλοι πια. Σα να ήσουν εσύ το μικρό μου…

Θυμάσαι τι μου είπες; Μου έπιασες το χέρι, δακρύζοντας …

-Αν φτάσει η στιγμή να μη σε αναγνωρίζω, θέλω να πεθάνω!

Να σου πω; Υπάρχουν κομμάτια της κοινής μας ζωής που δεν τα κατέγραψες. Τα έζησα μόνη. Μόνη να με στοιχειώνουν.

Καθόσουν στην αυλή στο εξοχικό μας σπίτι. Βγήκα από το αμάξι τρέχοντας να έρθω στην αγκαλιά σου. Είπα να χαϊδευτώ μαζί σου, να με νταχταρίσεις στα πόδια σου κι ας ήμουν «μεγάλο κορίτσι» πια…

-Ποια είμαι εγώ; σου φώναξα κι έσκυψα κοντά σου…

Τα μάτια σου με κοιτούσαν με τόση αγάπη και απορία συγχρόνως. Φώναξες τη μαμά μου, το φύλακα Άγγελο σου σε όλα τα δύσκολα…

-Παυλίνα! Ποιο είναι αυτό το όμορφο κορίτσι;

Είχα παγώσει το ξέρεις; Δεν ξέρω τι με πονούσε πιο πολύ, το ότι δεν με γνώρισες ή ότι ήξερα ότι θα προκαλούσες το τέλος…

-Εγώ είμαι γιαγιά, η Γιάννα σου! Μόνο αυτό είχα καταφέρει να πω… κι ακόμη και τότε ήσουν η πιο σπουδαία γυναίκα του κόσμου.

-Δεν ξέρω ποια είσαι, ξέρω μόνο ότι σ’ αγαπώ περισσότερο από τον καθένα!

Ξέρεις γιατί σου έγραψα αυτό το γράμμα, αν και ξέρω πως δεν θα το διαβάσεις; Θέλω να μοιράσω αγάπη, αυτή την αγάπη που φώλιασες εσύ στα σωθικά μου. Αγάπη για αυτούς που μας φρόντιζαν στις απουσίες των γονέων μας, αγάπη για αυτούς που μας αγάπησαν σαν να μας γέννησαν. Αγάπη για τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, τα πλάσματα που υπάρχουν στη ζωή μας μόνο για να προσφέρουν…

Μου λείπεις κάθε μια από αυτές τις 45 μέρες, όμως όταν στερεύουν τα δάκρυα μου, ξέρω ότι δε θα φύγεις ποτέ… Θα σε κουβαλώ μέσα μου κάθε στιγμή.

Σ’αγαπώ,

η εγγονή σου…

.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση