ΑΠΟΨΕΙΣ

Για ένα πουκάμισο αδειανό

Γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Γιατί έπρεπε να σκοτωθούν τόσοι άνθρωποι και να γίνουν τόσες καταστροφές, αφού το τέλος ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο;

Για ένα πουκάμισο αδειανό

Του  Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

 

Ζήσαμε και ζούμε ακόμη τα φοβερά γεγονότα του πολέμου μεταξύ του κράτους του Ισραήλ και της Χαμάς, της οργάνωσης με τα τρομοκρατικά χαρακτηριστικά που κυβερνά τη Λωρίδα της Γάζας. Είδαμε αθώους ανθρώπους να σφαγιάζονται, να συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι και να διαπομπεύονται, όπως συνέβαινε στα χρόνια που οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες έκαναν τους θριάμβους τους ή τότε που οι ορδές του Τζένγκις Χαν έσφαζαν, έκαιγαν και ισοπέδωναν τα πάντα στο πέρασμά τους, για να αναφερθώ σε δυο μόνο από τα πολλά παρόμοια παραδείγματα που μπορεί να αντλήσει κανείς από την ανθρώπινη ιστορία. Και είδαμε, επίσης, από την πλευρά του Ισραήλ να ισοπεδώνεται μια πόλη, να παραδίδονται οι κάτοικοί της βορά στις βόμβες και στις οβίδες των πυροβόλων, τα παιδιά να παθαίνουν αβοήθητα, τους γονείς να θρηνούν πάνω στα άψυχα σώματα των παιδιών τους και χιλιάδες ανθρώπων να μένουν άστεγοι και να μεταναστεύουν δια της βίας, προκειμένου να γλυτώσουν τη ζωή τους. Η βία στο αποκορύφωμά της. 

 Πολλές οι αναλύσεις που έχουν γίνει από ειδικούς σχετικά με τις αιτίες όλων αυτών των αποτρόπαιων γεγονότων. Πρέπει όμως, ακολουθώντας το παράδειγμα του Θουκυδίδη,  να διαχωρίσουμε τις αιτίες από τις αφορμές όσων συμβαίνουν σ’  αυτό το πολύπαθο μέρος της γης. Αφορμή υπήρξε η ξαφνική επίθεση των ανδρών της Χαμάς στα χωριά των Ισραηλιτών και όλες οι βιαιότητες που ακολούθησαν. Αυτά  έδωσαν την αφορμή στους Ισραηλινούς να αντεπιτεθούν, και μάλιστα με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους (και έχουν πολλά) και να δούμε όλα όσα έγιναν στη μαρτυρική Γάζα και στον πληθυσμό της. Άραγε εκείνοι που οργάνωσαν την επίθεση κατά του Ισραήλ περίμεναν μήπως ότι οι Ισραηλίτες θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια; Δεν ήξεραν ότι θα υπάρξουν αντίποινα; Δεν γνώριζαν ότι στην Παλαιά Διαθήκη, που είναι το ιερό βιβλίο των Εβραίων, αναγράφεται το «ψυχή αντί ψυχής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χειρ αντί χειρός και πόδα αντί ποδός;» (Έξοδος 21, 23-24). Που σημαίνει ότι το χτύπημα των ανδρών της Χαμάς εξάπαντος δεν θα έμενε αναπάντητο. Κι αν το ήξεραν, γιατί το διακινδύνευσαν; Και προπάντων γιατί χτύπησαν και σκότωσαν ανθρώπους που δεν είχαν καμιά σχέση με τις διενέξεις μεταξύ Ισραηλιτών και Παλαιστινίων;  Τα ερωτήματα ζητούν απαντήσεις, οι οποίες κινούνται στο χώρο της ψυχολογίας, της θρησκείας και της πολιτικής. Αν δούμε το πράγμα από ψυχολογική άποψη, η απάντησή μας θα σχετίζεται με την καταπίεση που υφίστανται τα εκατομμύρια των Παλαιστινίων, που ζουν περιορισμένοι σε μια στενή λωρίδα γης, εξαρτημένοι απόλυτα από τη διεθνή βοήθεια και από το κράτος του Ισραήλ για την επιβίωσή τους. Είναι επόμενο, λοιπόν, κάποια στιγμή, λόγω αυτής της καταπίεσης και όλων των αρνητικών συναισθημάτων που γεννά, να υπάρξει αντίδραση, ξέσπασμα και μάλιστα άγριο, οπότε ξεχύνεται όλη η αγριότητα και βαρβαρότητα του καταπιεζόμενου εναντίον του καταπιεστή του. Βέβαια, σημαντικό ρόλο παίζουν εδώ και τα πρόσωπα που προβαίνουν στις τρομοκρατικές πράξεις. Πρόκειται για φτωχούς ανθρώπους οι οποίοι, προτού εκτελέσουν την αποστολή τους, υφίστανται «πλύση εγκεφάλου» με διάφορους τρόπους, κυρίως με υποσχέσεις χρημάτων και άλλων υλικών αγαθών. Κι ένας άνθρωπος που έχει υποστεί μια τέτοια προπαγανδιστική διαδικασία, είναι πολύ εύκολο να γίνει υποχείριο του πομπού και να προβεί σε πράξεις ακραίας αγριότητας και βαρβαρότητας. 

Σημαντικός όμως είναι ο ρόλος της θρησκείας, αφού το ακραίο Ισλάμ (γιατί υπάρχει και το μετριοπαθές Ισλάμ) χρησιμοποιεί την θρησκεία, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του, φανατίζοντας τους οπαδούς του και προτρέποντάς τους προς τον «ιερό πόλεμο». Δεν υπάρχει, όμως, χειρότερος φανατισμός από τον θρησκευτικό φανατισμό και τον φονταμενταλισμό. Η ιστορία έχει να μας δώσει πολλά παραδείγματα και από τον χριστιανικό κόσμο, όπως τις σταυροφορίες, τους αιματηρούς πολέμους Καθολικών με Προτεστάντες κατά τον 16ο και 17ο αιώνα κ.ά.  Θα πρέπει να σκεφτούμε ότι η θρησκεία δίνει νόημα στη ζωή των ανθρώπων και κάθε θρησκευτική ομάδα ή κάθε θρησκεία, που είναι ο φορέας του νοήματος αυτού, αναλαμβάνει το καθήκον να υποδείξει το νόημα αυτό στα μέλη της καθώς και τους τρόπους και τις ενέργειες για την πραγμάτωσή του. Μάλιστα, όσο πιο κλειστή είναι μια θρησκεία, τόσο πιο απόλυτο είναι το νόημα αυτό και τόσο περισσότερο φανατίζει τα μέλη της και τους επιβάλλει να ζουν ακολουθώντας με απαρέγκλιτο  τρόπο τις υποδείξεις και τους κανόνες της, ώστε να πραγματωθεί ο σκοπός της, πράγμα που συμβαίνει με το ακραίο Ισλάμ. Έτσι, τα μέλη του είναι έτοιμα, με μικρή παρότρυνση και με υποσχέσεις ενός μεταφυσικού παραδείσου γεμάτου ηδονές, να πραγματώσουν και τα πιο ακραία σχέδια των ηγετών της θρησκείας τους. 

Η πολιτική άποψη λέει ότι προφανώς οι ηγέτες τόσο της Χαμάς όσο και των Ισραηλιτών σκέπτονται και το πολιτικό τους μέλλον. Πολλά εξαρτώνται από τη στάση τους:  οι μεν ηγέτες της Χαμάς πρέπει να δείξουν ότι αγωνίζονται για ένα ελεύθερο και αυτόνομο παλαιστινιακό κράτος, οι δε κυβερνώντες το Ισραήλ ότι υπερασπίζονται με τον καλύτερο τρόπο τη χώρα τους. Επομένως, και οι δυο έχουν συμφέρον πολιτικό να κάνουν ο ένας μεγαλύτερο κακό στον άλλο. Οι πολιτικές στοχεύσεις, λοιπόν, δεν είναι άμοιρες των όσων συμβαίνουν στην περιοχή αυτή. Βέβαια, σημαντικός είναι και ο πολιτικός ρόλος που παίζουν εξωτερικοί παράγοντες, δηλαδή τρίτες χώρες που υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη πλευρά. Η έχθρα π.χ. μεταξύ Ιράν και Ισραήλ σαφώς παίζει το ρόλο της στον πόλεμο αυτό.  

Εδώ, βέβαια, γεννάται ένα βαθύτερο ανθρωπολογικό ερώτημα, που άπτεται πλέον της ίδιας της φύσης του ανθρώπου, ένα ερώτημα που απασχόλησε τους ανθρώπους των Γραμμάτων και της διανόησης: τι είναι εκείνο που ωθεί τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται με τόση αγριότητα στους όμοιούς του; Κάποιος θα πει ότι είναι τα συμφέροντα, οικονομικά ή πολιτικά ή γεωστρατηγικά. Το τελευταίο αφορά τους συσχετισμούς δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο (παγκόσμιο ή περιφερειακό) και συνδέεται με την έννοια της πολιτικής ισχύος και της εξωτερικής πολιτικής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμαστε στα ευρύτερα γεωστρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ αλλά και δυνάμεων της περιοχής της Μ. Ανατολής. Προφανώς τα συμφέροντα παίζουν σημαντικό ρόλο στην έκρηξη ενός πολέμου ή γενικά της βίας. Ωστόσο, το πρόβλημα της βίας, σε ατομικό, κοινωνικό και διακρατικό επίπεδο, πρέπει να το δούμε στην ανθρωπολογική του θεώρηση και να καταλάβουμε γιατί ο άνθρωπος, ακόμη και σήμερα που λέμε ότι έχει προοδεύσει στο χώρο των επιστημών και της τεχνολογίας, συμπεριφέρεται με βία, όποτε του δοθεί η ευκαιρία. Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί στο ζήτημα αυτό είναι πολλές. Αναφέρω στη συνέχεια μερικές από αυτές. Ο Ηράκλειτος είπε το περίφημο «Πόλεμος πατήρ πάντων», εννοώντας ότι όλα στον φυσικό κόσμο αλλά και στην κοινωνία γεννούνται μέσα από τις αντιθέσεις. Επομένως και ο πόλεμος, που είναι η ακραία έκφραση της αντίθεσης, είναι κάτι το «φυσικό» θα λέγαμε. Ο Πρωταγόρας δίδασκε ότι πριν από τη σύσταση πολιτικών κοινωνιών οι άνθρωποι αλληλοεξοντώνονταν, επειδή δεν είχαν νόμους και κανόνες. Ο Ρουσσώ πίστευε ότι ο άνθρωπος, ενώ στη φυσική κατάσταση είναι ον φιλήσυχο και ειρηνικό, όταν δημιουργεί κοινωνίες, λόγω των ανισοτήτων που δημιουργούνται, επέρχονται οι συγκρούσεις. Επομένως,  ο πόλεμος δεν βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου αλλά είναι κοινωνικό δημιούργημα. Ο χριστιανισμός πιστεύει ότι οι πόλεμοι και η βία είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου, δηλαδή από τη στιγμή που ο πρώτος άνθρωπος, που είχε πλαστεί «καλός λίαν»,  επαναστάτησε κατά του Θεού και έπαψε να ακολουθεί τον νόμο του. Ο Χριστός ήλθε ακριβώς για να επαναφέρει τον άνθρωπο στην κατάσταση πριν από την πτώση, να φέρει ειρήνη και να ενώσει τα «διεστώτα», δηλαδή τον άνθρωπο με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ο Φρόιντ μίλησε για τα «ένστικτα του θανάτου», ως ένα πόλο αντίθετο προς το ένστικτο της ζωής. Τέλος, ο Θουκυδίδης, ύστερα από τη μελέτη του εμφυλίου πολέμου στην Κέρκυρα, όπου με εμβρίθεια ανατέμνει και παρουσιάζει τις συνέπειες των εμφύλιων διαμαχών, αποφαίνεται ότι οι βιαιότητες και οι πόλεμοι θα συμβαίνουν, όσο η ανθρώπινη φύση θα παραμένει η ίδια και δεν αλλάζει. Η άποψη αυτή, πολύ απαισιόδοξη, μας λέει ότι ο πόλεμος και η βία ανήκει στην ίδια την ανθρώπινη φύση, ότι έτσι είναι ο άνθρωπος και ότι μπορεί η μόρφωση και η γνώση να συντελούν στην εξημέρωση των ηθών και των συμπεριφορών, ποτέ όμως δεν εξαλείφουν το ένστικτο της βίας, γιατί η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια. Βέβαια, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, ο Χριστός ένωσε στο πρόσωπό Του τη θεία με την ανθρώπινη φύση, την ένωσε δηλαδή με τον Θεό, δίνοντας τη δυνατότητα και στον άνθρωπο να πράξει το ίδιο και να ξαναβρεί την ειρήνη. Ωστόσο, αυτό δεν γίνεται κατά τρόπο μαγικό. Απαιτείται η ανθρώπινη συνεργασία, η ανθρώπινη βούληση και προσπάθεια. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Θουκυδίδης έχει δίκιο:  όσο παραμένουμε δέσμιοι της φύσης μας, αυτής της φύσης που κουβαλάει μέσα της τον φόβο, τη θέληση για επιβολή, την κενοδοξία, την επιθυμία του πλούτου και της πρωτοκαθεδρίας, οι πόλεμοι και η βία δεν θα εξαλειφθούν. Και όσο ο ένας άνθρωπος θα καταπιέζει κοινωνικά τον άλλο με τη δύναμη του πλούτου και της θέσης του και το ένα κράτος θα επιβουλεύεται τα εδάφη και τον πλούτο των άλλων κρατών, τόσο οι πόλεμοι και η βία θα δίνουν το αιματοβαμμένο τους «παρών» στον κόσμο μας. Και ύστερα αυτό που θα κάνουμε είναι να μετράμε τα θύματα και να χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα γι’  αυτά και τις καταστροφές, όπως συμβαίνει και τώρα στη Γάζα, όπου, ύστερα από όλο αυτό το μακελειό, ήλθε η εκεχειρία και γίνεται η ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Και διερωτάται κανείς: γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Γιατί έπρεπε να σκοτωθούν τόσοι άνθρωποι και να γίνουν τόσες καταστροφές, αφού το τέλος ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο; Και συμπεραίνουμε, νομίζω εύκολα, ότι όλα έγιναν τελικά «για ένα πουκάμισο αδειανό», δηλαδή για ένα τίποτε. 

 

 

 

Φωτογραφία από hosny salah από το Pixabay

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση