ΑΠΟΨΕΙΣ
Εσφίξανε οι κάψες στ´ Όρη!
Κοίταξα ψηλά, και μουρμούρισα χαμηλόφωνα :- Θέ μου/Αλλάχ τους, βοηθήστε τους, δουλειά σας είναι μπλειό...Δε θωρείτε την ανικανότητα των αθρώπων να φερθούνε αθρωπινά;...
του Γιώργου Μηλιαρά
Εσφίξανε οι κάψες στ´ Όρη...
-Διαόλοι μέσα ντου ετσά καιρός...ούτε στο Λιμνάκαρο δε βρίσκω ησυχασμό... Κι πήρα κάτω, οθέ ντο γιαλό , να δροσερέψει ο νους μου και να χορτάσει τ´αμάτι μου απεραντοσύνη...και να ξεφύγει από τη μικρότητα του ...κάθε μέρα τα ίδια...
Ύστερα είναι κι αυτή η πλανεύτρα θάλασσα...
-Και πήρα κάτω στο γιαλό. Όχι στο περιγιάλι, μόνο σε δέτες άγριους και βράχους κοφτερούς σαν τ´αοριού...έτσι για να ισορροπεί ο νούς μου...
-Μέρες είχα στη σκέψη μου μια τέτοια μπονάτσα, απού θα μ´άφηνε να σιμώσω στους γούσπους της ακροθαλασσάς και να μαζώξω αλάτσι ή αφρό όπως τόνε λένε οι σκέτοι ακροθαλασσίτες, για ν´αλατίζω το βραστό κρέας τ´αοριού μου και νάχει διπλή νοστιμάδα...
-Μα ελογάριασα χωρίς το ξενοδόχο...
- Επέρασα το Κουδούμαλο ( χωριό του Μεραμπέλλου), και πήρα το κατήφορο τ´ αγαπημένου μου μονοπατιού για το ησυχαστήριο, που κατεβαίναμε σ´αλλοτινούς καιρούς πεζοπορώντας ( μόνο στο κατήφορο...), με το μακαριστό αξέχαστο δεσπότη μας, Κυρού Νεκτάριο, κάθε παραμονή τ´ Αγίου Αντρέα...
-Υποψιάστηκα από την αρχή της κατηφόρας βλέποντας δεξά ζερβά του δρόμου απομεινάρια κουρασμένων πεζοπόρων...
Κουβέρτες ,μπουφάν, ζακέτες, σκούφοι, κάλτσες , άδεια και μισοάδεια μπουκάλια νερού και άλλα είδη ρουχισμού που ο ανήφορος και η κάψα τα έκαναν βάρος περιττό κι αβάσταχτο...Σε δυό τρία σημεία με λίγα δέντρα που έδειχναν όαση στην έρημο, απλωμένες κουβέρτες και άλλα ίχνη, ενημέρωναν εύγλωττα για το ξαπόστεμα και την ανασεμιά κάποιων κουρασμένων ή αδυνάτων...
-Τότε μου ήρθαν στο νου ( ναι αρκετά καθυστερημένα είναι αλήθεια ...), οι χθεσινές ειδήσεις των τοπικών ειδησεολόγων, για την εμφάνιση 130 προσφύγων στην περιοχή, που φιλοξενούνται ήδη στο κλειστό γυμναστήριο της Νεάπολης...
-Συνέχισα εποχούμενος ανάποδα το οδοιπορικό της απελπισμένης προσφυγιάς... Έφθασα στο πάτο της απότομης ξεροπλαγιάς, πιό κάτω από το ησυχαστήριο του Αγίου Αντρέα, στο μικροσκοπικό όρμο που σχηματίζεται εκεί. Πλησίασα και αντίκρυσα αυτό που δεν μπορώ να περιγράψω μα και που δύσκολα θα καταλάβετε από τις φωτό που σας παραθέτω...
Όλη η μικρή παραλία είναι γεμάτη από σωσίβια, κουβέρτες , ρούχα κάθε είδους, μικρά και μεγάλα δοχεία νερού , παπούτσια , σκεύη, καλλυντικά , οδοντόβουρτςες, σαμπουάν, αραβικές πίτες και άλλα τρόφιμα και δεκάδες άλλα μικροαντικείμενακαι είδη ρουχισμού...
-Τίτοτα δεν έδειχνε ιδιαίτερη φτώχεια ή ρακένδυτους επαίτες.Τουναντίον θα έλεγα...
- Διάβαζες όμως εύκολα την απελπισία και την απόγνωση...
-Έκατσα σε μια πέτρα, χούφτωσα το πηγούνι μου και έκλεισα τα μάτια...Προσπάθησα να ακολουθήσω, με τη σκέψη μου, ανάποδα τη διαδρομή που έκαναν αυτοί οι άνθρωποι...Κι έζησα πολλά σ´ αυτό το νοερή οδοιπορικό...
- Είδα τα κύματα της θάλασσας να θέλουν να με καταπιούν, άκουγα μωρά να κλαίνε γοερά και μάνες να κραυγάζουν απελπισμένα, είδα άνδρες μελαψούς να κοιτάζουν τον ουρανό και να ζητάνε βοήθεια απ´το θεό τους, διέκρινα τους δουλέμπορους να συνομιλούν ψυθιριστά και να κοιτάζουν με απάνθρωπο βλέμμα το φορτίο των ψυχών που κουβαλούσαν , είδα παιδάκια και μεγαλύτερους να πνίγονται στον εμετό τους και να προσπαθούν απεγνωσμένα ν´ανασάνουν... Είδα κι άλλα πολλά που δεν θα ξαναφύγουν απ´το μυαλό μου. Κι ύστερα πιάσαμε στεριά. Ένας τόπος γεμάτος κόκκινες σημαίες με μισοφέγγαρα, ( που τις βρήκαν αλήθεια τόσες σημαίες ;...)κι άρχισε μια ατέλειωτη πεζοπορία κατά το νότο... Ένας ατέλειωτος Γολγοθάς...
-Πρέπει να πάω στο τέλος σκέφτηκα, (εκεί απ´που άρχισαν) και κράτησα τα μάτια μου κλειστά ...
-Τα άνοιξα όμως τρομαγμένος από τους κρότους των εκρήξεων, το βόμβο των αεροπλάνων , τους συριγμούς των οβίδων , τα κροταλίσματα των πολυβόλων, τις κραυγές των λαβωμένων, τα κλάματα των μανάδων, τις φωνές των παιδιών που εβιάζονταν, την απαίσια μυρωδιά της καμένης σάρκας και την άχνη του φρέσκου αίματος που έτρεχε ποταμός πάνω στη καυτή άμμο...
-Δεν τόλμησα να τα ξανακλείσω . Δεν ήθελα ούτε να δω ούτε να ακούσω άλλα...Αγκάλιασα το βράχο που καθόμουνα και αναγάλιασα....
-Ούφ, όνειρο ήτανε, (μα τόσο αληθινό).
-Ανάθεμά σε για θάλασσα κι ανεταράχισές με σήμερα, με τσοι καυμούς που μας εκουβάλησες επαέ... Θα φύγω να πάρω απάνω, να παω στ´ Όρη, να ηρεμήσει ο νους μου, να μη θωρώ την απαθρωπιά των αθρώπων...
-Μα δεν εσάλεψα από το βράχο που έσφιγγα με τα χέρια μου, έμεινα εκεί ακούνητος ... Ο νους πήρε στο κατόπι το καραβάνι των ανθρώπων που ανηφόριζε καρτερικά προς το Κουδούμαλο...Μπήκα τελευταίος στην ουρά, ακολουθώντας τα ίχνη τους από το μακρινό ερειπωμένο τόπο τους, μέχρι τη Σκάλα του Αγίου Αντρέα και πιο πάνω στο κοντινό χωριό Κουδούμαλο...
-Εποκοιμήθηκες ; μου φώναξε η Μαργή μου,που μάζωνε αρίγανη πιό πάνω και σηκώθηκα ξαφνιασμένος από το βράχο. Κοίταξα ψηλά, και μουρμούρισα χαμηλόφωνα :- Θέ μου/Αλλάχ τους, βοηθήστε τους, δουλειά σας είναι μπλειό...Δε θωρείτε την ανικανότητα των αθρώπων να φερθούνε αθρωπινά;...
Άρπαξα ένα ξεκοιλιασμένο σωσίβιο από δίπλα μου, το πέταξα στη καρότσα του φορτηγού και φώναξα τση Μαργής:
-´Ελα πάμε να φύγομε, να πα κρεμάσω ετούτο το σωσίβιο σε ένα πρίνο στο Λιμνάκαρο, να το θωρώ να βλαστημώ τους φονιάδες των λαών και να λέω και στους περαστικούς να κάνουνε το ίδιο...