ΑΠΟΨΕΙΣ
Εν τω Σπηλαίω τίκτεται…
Ένας άνθρωπος με εμπειρία συνεχίζει να βλέπει φως μέσα στο σπήλαιο, παρά το βαθύ σκοτάδι που επικρατεί, γιατί μέσα στο σπήλαιο μπορεί και βλέπει την πραγματική αλήθεια, την αρχή της γέννησης των πάντων.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Τί τίκτεται; Τί γεννιέται όταν μπαίνεις μέσα σ’ ένα σκοτεινό σπήλαιο; Τίκτεται ο φόβος. Έχοντας πλούσια γλώσσα, την ελληνική, όταν λέμε εδώ φόβο, δεν εννοούμε τρόμο. Εννοούμε, κυρίως, το δέος. Ή, καλύτερα, την εμπειρία ότι βρίσκεσαι εκτεθειμένος πλέον στο Άγνωστο. Και είναι φανερό ότι δεν μιλάμε για γνωστά σπήλαια όπως των Ιωαννίνων ή του Δυρού, που είναι φωταγωγημένα και αξιοποιημένα, για να αποκαλύπτεται και για να αναδεικνύεται στα μάτια η ομορφιά τους. Ούτε μιλάμε για πολύπειρους επιστήμονες σπηλαιολόγους, που έχουνε τουλάχιστον, υπόψη τους, ενδείξεις - και ξέρουν τί τους περιμένει.
Εδώ θα μιλήσουμε για παιδιά δέκα χρονών που οδηγημένα από τον δάσκαλό τους (που συνοδευόταν πάντα από έναν επαΐοντα της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας) μπαίνανε σε χώρους ακατάλληλους για την ηλικία τους, αλλά μετά - όταν βγαίνανε έξω - ήτανε μεγαλωμένα μέσα τους. «Πόσο μ’ αρέσουν τα βουνά με αυτό το φως!» έλεγε κάποτε ο Σεφέρης. «Με αυτό το φως της γνώσης» θα συμπλήρωνα εγώ.
Έχω μπροστά μου τρεις νέους, μια κοπελιά και δυο κοπέλια, που τα λέω στην κρητική διάλεκτο γιατί ο δάσκαλός τους (αυτός που, από τότε που ήταν μικρά, τα έχει μυήσει στις σπηλιές) είναι Κρητικός και λέγεται Μιχάλης Πιτυκάκης. Έχω μπροστά μου την εικοσιεννιάχρονη Έλλη Ανθοπούλου, τον επίσης εικοσιεννιάχρονο Βαλάντη Μαρκογιαννόπουλο και τον εικοσάχρονο Πάντιο Ματιάτο. Διαφορετικές ηλικίες, αλλά είχαν κοινό παρονομαστή το ίδιο σχολείο και τον ίδιο δάσκαλο, που τα οδήγησε κάποτε να αντιμετωπίσουν τον άγνωστο για την ηλικία τους φόβο, που είχε το σχήμα των σπηλαίων.
Μα, καλά, τί τον είχε πιάσει αυτόν τον δάσκαλο, που νωρίς στη ζωή τους, στην Τετάρτη Τάξη του 18ου Δημοτικού Σχολείου Κερατσινίου τα έφερνε εκεί ψηλά και μακρυά από τα σπίτια τους, από τις γειτονιές τους και από τα συνηθισμένα τους να μπαίνουν τέσσερεις φορές τον χρόνο μέσα στα σκοτεινά αυτά μέρη, φορώντας μόνο το μικρό κράνος προστασίας και κρατώντας έναν φακό και ένα σχοινί στο χέρι, για να αναρριχώνται ή να κατηφορίζουν βράχια, βράχια και πάλι βράχια;
Γι’ αυτό ας ξεκινήσουμε κι εμείς όχι από τις σπηλιές ούτε από τους μαθητές, αλλά από τον ίδιο τον δάσκαλο. Τον βρίσκουμε «δια βίου μαθητευόμενο» να κάνει τις διακοπές του πέρα στο χωριό του, στην Καλαμαύκα, στην Ανατολική Κρήτη στον Νομό Λασιθίου. Στην πανέμορφη Καλαμαύκα, που οι πλούσιες πρασινάδες από δένδρα και θάμνους περικύκλωναν, πάντα, τα ψηλά - σαν τα Μετέωρα της Θεσσαλίας - βράχια της κι εκείνα περικύκλωναν το χωριό. Πάντα είπα; Τίποτα δεν βαστάει για πάντα. Και ο Μιχάλης Πιτυκάκης βρέθηκε σ’ εκείνες τις καλοκαιρινές του διακοπές αντιμέτωπος με τη μεγάλη πυρκαγιά του 1994 στην Καλαμαύκα και στα γύρω χωριά, που του στοίχισε αφάνταστα, ίσως και λόγω ...του επωνύμου Πιτυκάκης(πίτυς= πεύκο). Έκτοτε, η γύρω περιοχή κι αυτά τα ψηλά βράχια παρέμειναν γυμνά.
Για…παρηγοριά, προσκολλήθηκε σ’ αυτά τα βράχια. Πρόσεξε τότε τις επιφάνειές τους, κάνοντας έτσι και τις πρώτες βραχοανακαλύψεις
(σήμερα λέγονται «Γεωλογικά Μνημεία» μετά από έκθεση που διοργάνωσε με αυτές), ύστερα όμως ασχολήθηκε και με ό,τι κρυβόταν κάτω απ’ αυτά τα τεράστια βράχια - που δεν ήταν άλλο από σπήλαια. Η ασχολία του όμως με τα σπήλαια δεν ήταν καινούργια. Είχε να κάνει και με τα πρώτα του βιώματα: Τις περιπέτειες με άλλα παιδιά όταν τρύπωνε μαζί τους στα δεκαπέντε μικρά σπήλαια του χωριού, καθώς και εκείνες τις σχολικές εκδρομές που τον έφεραν.
Το πέρασμα στο τραγικό Σπήλαιο της Μιλάτου
για πρώτη φορά σε μεγάλα σπήλαια, όπως του Δικταίου Άντρου στο Οροπέδιο Λασιθίου (εκεί που ανακάλυψε πριν λίγα χρόνια την βραχομορφή του Δία ) ή όπως της Μιλάτου που είχε γίνει μοιραίο καταφύγιο στην Τουρκοκρατία και φέτος έχουμε τα 200 χρόνια από τη μεγάλη σφαγή- όπου κι εκεί ανακάλυψε βραχομορφές, σαν τη Μητέρα Θρηνούσα - που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι ενός γερμένου πολεμιστή.
Άρχισε έτσι ως εκπαιδευτικός και πλέον ως μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας που είχε γίνει, αλλά κυρίως ως υπέρμαχος της παιδικής του ανάμνησης, να σκέφτεται παιδιά μαζί με σπήλαια. Και το εφάρμοσε με τους μαθητές του στις εύκαιρες Κυριακές. Η πρώτη τους κοινή εξόρμηση έγινε στην Κερατέα, γιατί το σπήλαιο αυτό απαιτούσε ανηφορικό περπάτημα μισής ώρας για το φτάσιμό του, αλλά και γιατί - όπως τον πληροφόρησαν παλιοί σπηλαιολόγοι - τους περίμενε εκεί ένα διάσημο όνομα. Λέγεται το Σπήλαιο του Λόρδου Βύρωνα, αφού πράγματι ο εικοσάχρονος τότε Μπάυρον είχε περάσει από κει - στον δρόμο του για την προσκύνημά του στο Σούνιο - και το είχε δοκιμάσει κι αυτός εν γνώσει του επειδή ήταν ιστορικό, αλλά και σαν είδος περιπέτειας. Η αρχή τους - εκείνη την Άνοιξη του 1997 - ήτανε τόσο παρορμητική, που έφερε σύντομα και τη δεύτερη σπηλαιολογική εμπειρία τους λίγους μήνες μετά, το Φθινόπωρο του 1997. Αυτή τη φορά η σπηλιά που μπήκανε μέσα ήταν ονειρική. Είχε μικρά πλεούμενα και φαντασμαγορική φωταγώγηση: Δυρός. Ένα σπήλαιο ανείπωτης ομορφιάς,
στη δυτική ακτή της Λακωνίας, που έχει πάρει μια δίκαιη θέση ανάμεσα στα ωραιότερα λιμναία σπήλαια του Κόσμου. Το επισκέψιμο τμήμα του φτάνει τα 3.100 μέτρα, με τα μόλις 300 μ. να είναι χερσαία. Για την τουριστική του αξιοποίηση έχουν ανοιχτεί δυο νέα περάσματα, διαφορετικά από την φυσική είσοδό του. Η ξενάγηση, που είναι κυκλική, κρατάει περίπου τρία τέταρτα και στο θαλάσσιο τμήμα του γίνεται, όπως είπαμε, με βάρκες. Αν και τώρα πιά κατακλύζεται από επισκέπτες, στο παρελθόν λόγω της φυσικής εισόδου του πλάι στη θάλασσα το σπήλαιο δεν χρησιμοποιήθηκε από ανθρώπους.
Μετά από το πρώτο, το απρόσιτο, και από το δεύτερο, το προσιτό, ο δρόμος προς τα σπήλαια έγινε μαγευτικός για τους μικρούς μαθητές από το Κερατσίνι στα επόμενα εικοσιπέντε χρόνια που ακολούθησαν. Παραπάνω από εκατό σπήλαια είδαν τους δεκάχρονους να τα επισκέπτονται - σε όλα εκπονώντας παράλληλα και προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Τρεις από τις φορές τους ήταν σε σπήλαια της Κρήτης. Δίνεται η ευκαιρία εδώ να πούμε ότι η Ελλάδα είναι - στην κυριολεξία - μια χώρα σπηλαίων, αφού έχει δώδεκα χιλιάδες καταγεγραμμένα σπήλαια. Ε, τα τρεισήμισι χιλιάδες απ’ αυτά βρίσκονται στο νησί της Κρήτης! Κι απ’ αυτά τα πολλά, τα δύο ήταν τα κορυφαία στην ελληνική αρχαιότητα, το Δικταίον Άντρον στο Οροπέδιο Λασιθίου όπου γεννήθηκε ο Δίας και το Ιδαίον Άντρον ψηλά στο όρος Ίδη (στον Ψηλορείτη) όπου μεγάλωσε ο Δίας. Ήταν η Βηθλεέμ και η Ναζαρέτ του αρχαίου κόσμου.
Σ’ αυτούς τους χώρους του Μύθου, ας θυμηθούμε ότι μέσα στο λυτρωτικό τους σκοτάδι γεννήθηκε και ο Ερμής στην Αρκαδία κι ότι σε σπηλιά του
Το Δικταίον Άντρον
ήμερου Πηλίου είχε στήσει το σχολειό του ο Κένταυρος Χείρων για τους ήρωες της Ελλάδας. Ο δάσκαλος όμως της δικιάς μας αναφοράς έστησε τη δικιά του μάθηση σε πολλά άλλα ονομαστά σπήλαια πέρα από τη Μυθολογία,
όπως μέσα στην Ιστορία στο σπήλαιο του Ευριπίδη στη Σαλαμίνα, στο Μέγα Σπήλαιο στην Πελοπόννησο, στο Κωρύκειο Άντρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου ψηλά στον Παρνασσό ή στη Σπηλιά του Νταβέλη στην Πεντέλη.
Πρέπει όμως να πούμε και κάτι τελευταίο, μιας και ο Κρητικός δάσκαλος και οι μικροί σπηλαιολόγοι μαθητές του εδρεύουν μέσα στα σχολικά τους χρόνια στο Κερατσίνι: Η περιοχή τους, το Κερατσίνι, είναι η πλησιέστερη στο σπήλαιο με τον πρώτο κάτοικο στην Αττική: Στο Σπήλαιο του Σχιστού. Η εποχή του; 12.000 π.Χ. Κι όμως απ’ τα κοντινά, πάμε και στα μακρινά τους εκεί που πήγαν - σε Τόπο ήτανε το Σπήλαιο του Δράκου στην Καστοριά και σε
Χρόνο το περίφημο Σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική. Στην πρώιμη παλαιολιθική εποχή ανάγεται αυτή η σπηλιά, με τα ευρήματά της. Το πιο
σημαντικό εύρημα εκεί μέσα είναι ένα απολιθωμένο ανθρώπινο κρανίο που αποτελεί το πληρέστερο, το πιο καλοδιατηρημένο κρανίο Χόμο Ερέκτους, του Όρθιου Ανθρώπου δηλαδή, από όσα βρέθηκαν μέχρι σήμερα στην Ευρώπη. 12.000 χρόνια π.Χ. είπαμε για τον πρώτο κάτοικο στην Αττική; Η δικιά του ηλικία εκτιμήθηκε γύρω στα 300.000 χρόνια π.Χ., ίσως και περισσότερο. Το κρανίο των Πετραλώνων αποτελεί διάσημο ανθρωπολογικό εύρημα.
Ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων σε ζωγραφική μελέτη της Εύης Σαραντέα
Αντικρίζοντας οποιαδήποτε φορά την Φύση μέσα στην άγρια, αλλά μυημένη σε κάποιους όπως στα παιδιά αυτά, ομορφιά των σπηλαίων, αντικρίζουμε ακινητοποιημένα τα εκατομμύρια χρόνια που έχουν περάσει και συνειδητοποιούμε ότι η εικόνα αυτή δεν έχει παρά ελάχιστη σχέση με την Φύση που ξέρουμε στη σύντομη ζωή μας, να ανεβοκατεβαίνει σε καλοκαίρια και χειμώνες, με σεισμούς και με ήρεμες οικογενειακές στιγμές που μας αφορούνε. Αντικρίζοντας μόνο τον αργό χρόνο ανάμεσα στα βράχια που μας κυκλώνουν στα σπήλαια, φτάνουμε στην αυτογνωσία γι’ αυτό που είμαστε - όπως προσδιόρισε τη δικιά μας μικρή στιγμή ο Καζαντζάκης: «Είμαστε μι’ αστραπή, μα προκάνουμε».
Πέρα από τη Μυθολογία και την Ιστορία, υπάρχουν και γνωστά μυθεύματα που αναφέρονται σε σπηλιές. Θα αναφέρουμε εμείς τρία που μας έρχονται πιο εύκολα στο μυαλό: Το συμβολικό Σπήλαιο του Πλάτωνα, η σπηλιά στο παραμύθι «Ο Φλογεροπαίκτης του Χάμελιν» και το ρωσικό αφήγημα με τη σπηλιά του Χάλκινου Βουνού, που μέσα της μεγαλώνει το «Πέτρινο Λουλούδι». Θα ξεκινήσω επίτηδες από τα δύο τελευταία, γιατί ο φιλοσοφικός Μύθος του Σπηλαίου έχει την ουσία - αφού μιλάει για το φως και το σκοτάδι μέσα στο μυαλό των ανθρώπων.
Αν και αναφέρουν το έτος 1284 και το μέρος Χάμελιν της Κάτω Σαξωνίας στη Γερμανία, ο «Φλογεροπαίκτης του Χάμελιν» ήταν ένα λαϊκό παραμύθι που το διέσωσαν τρεις άνθρωποι των γραμμάτων από την αφάνεια: Οι δυό ήταν οι Αδελφοί Γκριμ και ο τρίτος ήταν ο Άγγλος ποιητής Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. Το γερμανικό παραμύθι μιλάει για το Χάμελιν τότε που πλήθος ποντικών είχε δημιουργήσει πρόβλημα στα σπίτια του. Ένας παράξενος φλογεροπαίκτης παρουσιάστηκε και πρότεινε τη λύση του με αμοιβή. Ο δήμαρχος δέχτηκε κι εκείνος με το παίξιμο της φλογέρας του οδήγησε όλα τα ποντίκια, κρυμμένα και φανερά, σε ένα διπλανό ποτάμι κι εκεί πνίγηκαν. Ο δήμαρχος όμως του αρνήθηκε την αμοιβή και τότε εκείνος παίζοντας ξανά τη μαγική μουσική του σε άλλο τόνο, έβγαλε απ’ όλα τα σπίτια τα παιδιά και τα οδήγησε, πέρα έξω, μέσα σε μια σπηλιά.
Οι άνθρωποι του Χάμελιν δεν ξαναείδαν ποτέ πιά τα παιδιά τους. Μόνο ένα κουτσό σώθηκε, επειδή δεν πρόλαβε να μπει μέσα.
Το Πέτρινο λουλούδι είναι λαϊκό παραμύθι από τα Ουράλια Όρη της Ρωσίας. Μιλάει για ένα παιδί που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Βρήκε όμως καταφύγιο στο σπίτι μιας στοργικής γριούλας που του πρωτομίλησε για το Πέτρινο Λουλούδι - που όποιος το κοιτάξει χάνεται. Ένας γέρος λιθοξόος
φέρθηκε κι αυτός με καλοσύνη στο ορφανό και τον μύησε στην τέχνη του, ώσπου εκείνο έγινε σωστός μάστορας, δείχνοντας εξαιρετικές ικανότητες και ταλέντο. Τόσο, που έλεγε ότι ακόμη και το πιο απλό λουλούδι «φέρνει χαρά στην καρδιά σου», αλλά η πέτρινη απεικόνισή του δεν θα φέρει χαρά σε κανέναν γιατί είναι ένα κομμάτι άψυχης πέτρας. Κυριευμένος από την εμμονή του για τελειότητα, ο νεαρός λιθοξόος αισθανόταν ότι κάτι του έλειπε. Τότε, οδηγήθηκε από τον μύθο για το όμορφο Πέτρινο Λουλούδι που μεγαλώνει μέσα στη σπηλιά της Κυράς του Χάλκινου Βουνού. Έμαθε ότι όσοι το βλέπουν, αρχίζουν να καταλαβαίνουν την ομορφιά της πέτρας, αλλά η ζωή τους χάνει όλη τη γλυκύτητά της. Χάνονται, γίνονται για πάντα τεχνίτες μέσα στο βουνό της. Οι σταλαγμίτες των σπηλαίων έρχονται στον νου μας. Πήγε κι αυτός - και δεν τον ξαναείδαν πιά.
Η αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα βρίσκεται στην αρχή του έβδομου βιβλίου της Πολιτείας του. Ο σκοπός της αλληγορίας ήταν να συγκριθούν «οι επιπτώσεις της παιδείας και της έλλειψής της στη φύση του ανθρώπου». Βέβαια, αργότερα χρησιμοποιήθηκε από άλλους για να συμβολίσει το εμπόδιο του σώματος επάνω στην ψυχή. Ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να μιλήσει για κάποιους που ζουν όλη τους τη ζωή αλυσοδεμένοι στον τοίχο μιας σπηλιάς, καθηλωμένοι να κοιτούν τον απέναντί τους τοίχο. Οι άνθρωποι αυτοί κοιτούν τις σκιές που σχηματίζονται στον τοίχο από αντικείμενα που περνούν μπροστά από μία φωτιά πίσω τους και δίνουν ονόματα σε αυτές τις σκιές. Οι σκιές είναι η πραγματικότητα των φυλακισμένων. Ο Σωκράτης εξηγεί πως ο φιλόσοφος είναι σαν φυλακισμένος που απελευθερώθηκε από τη σπηλιά και βρίσκεται στο επίπεδο όπου καταλαβαίνει ότι οι σκιές δεν είναι η πραγματικότητα, καθώς μπορεί να καταλάβει την αληθινή μορφή της πραγματικότητας και όχι την κατασκευασμένη πραγματικότητα, που είναι οι σκιές για τους φυλακισμένους. Οι κρατούμενοι αυτής της σπηλιάς δεν θέλουν καν να φύγουν από τη φυλακή τους, γιατί δεν γνωρίζουν καλύτερη ζωή.
Αν κάποια μέρα καταφέρουν να σπάσουν τα δεσμά τους, θα ανακαλύψουν ότι η πραγματικότητά τους δεν είναι αυτή που νόμιζαν. Θα αντίκριζαν τον ήλιο, που ο Πλάτων τον χρησιμοποιεί σαν αντιστοιχία για την φωτιά, πίσω απ’ όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει. Όπως η φωτιά ρίχνει φως στους τοίχους της σπηλιάς, η ανθρώπινη κατάσταση είναι για πάντα δέσμια των εντυπώσεων που δημιουργούνται μέσω των αισθήσεων. Ακόμη και αν αυτά που νομίζει είναι μια περίεργη λανθασμένη ερμηνεία της πραγματικότητας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελευθερωθεί από τα δεσμά της φαινομενικής του κατάστασης, όπως οι φυλακισμένοι δεν μπορούν να ελευθερωθούν από τις αλυσίδες τους. Ωστόσο, αν ο άνθρωπος μπορέσει, ως εκ θαύματος, να δραπετεύσει από τη σκλαβιά του, θα έβρισκε ένα κόσμο που δεν μπορεί να καταλάβει - ο ήλιος είναι ακατανόητος για κάποιον που δεν τον έχει δει ποτέ. Με άλλα λόγια, θα ανακάλυπτε ένα άγνωστο μέρος, γιατί, θεωρητικά, είναι η πηγή μιας ανώτερης πραγματικότητας απ’ αυτή που ήξερε πάντα.
Πέρα όμως από την φιλοσοφική προσέγγιση, το σπήλαιο συμβολίζει και την αποτυχημένη πολιτική κοινωνία, όπου δεν κυβερνούν οι φιλόσοφοι (όπως στην ιδανική πλατωνική πολιτεία), αλλά δημαγωγοί και διεφθαρμένοι
πολιτικοί. Η αιτία της κατάστασης αυτής είναι η απαιδευσία των πολιτών, που τους κάνει άβουλους - και των αρχόντων, που τους κάνει διεφθαρμένους. Η χειραγώγηση στηρίζεται πάντα στην άγνοια. Οι δεσμώτες του σκοτεινού σπηλαίου, συμβολίζουν τον άνθρωπο που είναι δέσμιος των επιθυμιών του. Επιθυμιών που στην πραγματικότητα δεν του είναι απαραίτητες, αλλά του τις επέβαλαν οι άρχοντες του με τις σκιές που συνεχώς του προβάλουν. Δεν διαθέτει κριτήρια γι’ αυτό - και στο πνεύμα του κυριαρχούν οι ψευδαισθήσεις, ακόμα και οι δεισιδαιμονίες. Εξαιτίας της ανυπαρξίας των κριτηρίων ή λόγω σύγχυσης των πληροφοριών, ταυτίζει την φαντασίωση με την πραγματικότητα.. Οι άνθρωποι θεωρούν ότι οι σκιές είναι η αλήθεια τους, ακριβώς επειδή έτσι έμαθαν από παιδιά να αναγνωρίζουν αυτόν τον κόσμο. Δεν μπορείς να γνωρίζεις κάτι, αν δεν το έχεις ζήσει. Θα αντιδράσουν, επομένως, εναντίον όποιου προσπαθήσει να τους οδηγήσει σε μια άλλη πραγματικότητα. Μπορεί ακόμα και να τον σκοτώσουν ή να τον θεωρήσουν σαν κάποιο τρελό και γραφικό. Και πράγματι, ο Πλάτων το αναφέρει κι αυτός στη συνέχεια της αλληγορίας του, ότι οι ίδιοι οι δεσμώτες θα σκοτώσουν αυτόν που μπόρεσε να αποδράσει και να βγει από το σπήλαιο. Γι’ αυτό δεν είναι χρήσιμο να περιμένουμε την έλευση ενός νέου ιδανικότερου ηγέτη για να μας σώσει από τις ψευδαισθήσεις. Ο καθένας μας, με τη δική του προσωπική προσπάθεια, χρειάζεται πρώτα από όλα να γίνει σωτήρας του εαυτού του.
Η θαυμαστή Τζέιτα στη Βηρυττό του Λιβάνου, όπως την είδε ο Βαλάντης
Ο μύθος της σπηλιάς είναι ίσως ένα από τα πιο αποκαλυπτικά κείμενα που μας άφησε ο Πλάτων. Ο άνθρωπος είναι δεσμώτης κάποιων αρχόντων, κυρίως λόγω της δικής του άγνοιας, που συνεχώς την εκμεταλλεύονται και την τροφοδοτούν οι άρχοντες για να τον χειρίζονται. Πρέπει να είναι βέβαιοι ότι αυτοί που εξουσιάζουν, παραμένουν τόσο ευτυχισμένοι και υπνωτισμένοι μέσα σ’ αυτή την ζωή που τους έχεις κατασκευάσει, ώστε ποτέ δεν θα σκεφτούν την ελευθερία τους. Πόσο μάλλον να την αναζητήσουν.
Έχοντας, λοιπόν, μπροστά μου την Έλλη Ανθοπούλου, τον Βαλάντη Μαρκογιαννόπουλο και τον Πάντιο Ματιάτο, δεν είναι μπροστά μου στην ηλικία που έχουν τώρα. Έχω μπροστά μου τα δεκάχρονα παιδιά που ήτανε τότε. Τότε, που πρωτόβγαιναν μέσα από ένα σκοτεινό σπήλαιο με τον δάσκαλό τους και τα ξανατύλιγε το γνώριμο φως του ήλιου. Δεν θα πω πόσες ήταν οι ερωτήσεις μου. Θα καταγράψω μόνο, σε σύνθεση, την απάντηση που μου δώσανε σε μία απ’ αυτές. Η ερώτησή μου εκείνη ήταν: «Τί κουβαλάς μέσα σου όταν βγαίνεις στο φως, παρά τα όσα έχεις βιώσει - δηλαδή, για τον άνθρωπο που έχει την εμπειρία του σπηλαίου, τί σημαίνει πλέον το σκοτάδι;» Η απάντησή τους ήταν η εξής:
«Η εμπειρία του σπηλαίου αλλάζει τον άνθρωπο (ειδικά το παιδί που δεν έχει παρόμοια πρότερα βιώματα. Το μεταφέρει απ’ όπου κι αν βρίσκεται, στο συναίσθημα πως δεν παίζουμε πια, σοβάρεψαν τα πράγματα. Του ξυπνά τον κίνδυνο του Αγνώστου και ταυτόχρονα τη σπίθα της Εξερεύνησης. Θα μπορούσε να πει κανείς πως τον εφοδιάζει με το αρχέτυπο του δράκου και του θησαυρού του: Για να κερδίσεις τον θησαυρό, πρέπει να εξερευνήσεις, να βρεις τον δράκο εκεί που είναι πιο δυνατός (στα μέρη του, στη φωλιά του) και, πολεμώντας θαρραλέα, να τον κατανικήσεις. Θα μου πεις, τα σκέφτεται όλα αυτά ένα μικρό παιδί; Όχι μόνο του, αλλά παρέα με το μεγάλο παιδί στο πνευματικό εντευκτήριο, όπου ο χωροχρόνος σμίγει και τα δύο και πλάθει τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Δημιουργική λοιπόν εξωτερίκευση συναισθημάτων. Διαδικασία ψηλάφησης βαθύτερων αγωνιών, τραυμάτων, προσπάθεια αποτελεσματικής επούλωσής τους. Δημιουργία ενσυναίσθησης. Επικέντρωση στην κατάκτηση ηρεμίας και γαλήνης σε κάθε ηλικία, με σκοπό τη λύτρωση. Θυμόμαστε να βγαίνουμε από το σπήλαιο της Παιανίας γεμάτοι χαρά που η σπηλιά ήταν τόσο οργανωμένη με τα τρενάκια (παιχνίδι και περιπέτεια και πειράγματα με τους συμμαθητές, όλα μύλος στο νου). Θυμόμαστε πάλι, να βγαίνουμε από το σπήλαιο του Σχιστού, σαγηνευμένοι (σίγουρα δεν ξέραμε τότε την λέξη, ούτε να την ορθογραφήσουμε μπορούσαμε) που η σπηλιά μόλις είχε βρεθεί. Με καμάρι ο δάσκαλος έλεγε πως παλιός μαθητής του την εντόπισε. Δεν είχε καμιά οργάνωση, καμιά παρέμβαση ανθρώπινη. Και τις δυό φορές βγήκαμε στο φως - και από
φροντισμένο σπηλαιολογικά χώρο και από μη. Και τις δυό φορές ήταν νίκη στα μάτια μας (και τότε που ήμασταν μικρά και τώρα που είμαστε μεγάλοι). Το πέρασμα μέσα σ’ ένα σπήλαιο διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο και η αντίληψή τους για το σκοτάδι μπορεί να επηρεαστεί από την προσωπική τους εμπειρία. Νιώθουν έκπληξη και σεβασμό για το σκοτάδι που αντιμετώπισαν. Τα σπήλαια συχνά είναι εξαιρετικά σκοτεινά, με ελάχιστη ή και καμία φυσική πηγή φωτός, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου η ορατότητα περιορίζεται σοβαρά. Αυτό το έντονο σκοτάδι είναι ταυτόχρονα αποπνικτικό και συναρπαστικό, καθώς ενισχύει τις υπόλοιπες αισθήσεις μας και μεγεθύνει την επίγνωσή μας για το περιβάλλον γύρω μας.
Σαν αποτέλεσμα της εμπειρίας αυτής, μπορεί να αναπτυχθεί μια μοναδική σχέση με το σκοτάδι. Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε το σκοτάδι διαφορετικά απ’ ό,τι κάναμε πριν, αναγνωρίζοντας και την εσωτερική του ομορφιά και το μυστήριο. Μπορούμε να εκτιμήσουμε την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, αναγνωρίζοντας ότι το ένα συχνά ενισχύει το άλλο. Μιλάμε για το φως και με τη συμβολική του έννοια. Κάποιος που έχει περάσει μέσα από τις προκλήσεις της διάβασης ενός σπηλαίου, μπορεί να αποκτήσει
Ο εικοσάχρονος τώρα Πάντιος και η τριαντατριάχρονη Μαριάννα Λοπαρνάκη πλαισιώνουν τον δάσκαλό τους Μιχάλη Πιτυκάκη στην πρόσφατη κάθοδό τους στο Σπήλαιο του Αιγάλεω, έχοντας ξεγελάσει τον Χρόνο που τους δείχνει σαν τότε που ήταν δεκάχρονα παιδιά
μια αυξημένη αίσθηση αυτοεξάρτησης και προσαρμοστικότητας. Μπορεί να νιώθει ενδυνάμωση και ανθεκτικότητα όταν αντιμετωπίζεται με το σκοτάδι και σε άλλες πτυχές της ζωής.
Ένας άνθρωπος με εμπειρία συνεχίζει να βλέπει φως μέσα στο σπήλαιο, παρά το βαθύ σκοτάδι που επικρατεί, γιατί μέσα στο σπήλαιο μπορεί και βλέπει την πραγματική αλήθεια, την αρχή της γέννησης των πάντων. Βγαίνοντας από το σκοτάδι του σπηλαίου ξανά στο φως έχοντας πάρει μαζί σου όλες τις υπέροχες εμπειρίες, στιγμές και συναισθήματα και αντικρίζοντας πάλι τον έξω κόσμο, αυτόν που τόσα χρόνια θεωρούσες πραγματικό, δεν ξέρεις τελικά ποιό είναι το σκοτάδι και ποιό είναι το φως από τα δύο. Άραγε το σπήλαιο είναι το φως ή το σκοτάδι;»
Βρέθηκαν παλαιολιθικά εργαλεία σε σπηλιές που ήταν όμοια μεταξύ τους κι έτσι στις δυο ηπείρους η γνώση γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα σε Ασία και σε Ευρώπη. Αλλά το σημαντικότερο στα δυό αυτά αχανή μέρη είναι ότι σε σπηλιές γεννήθηκαν δυο θρησκείες που γεφύρωσαν χάσματα πέρα από τη γνώση. Όπως τους πρωτόγονους ανθρώπους τους κυνηγούσαν κεραυνοί και άγρια θηρία και βρίσκανε καταφύγιο σε εσοχές της γης, έτσι κυνηγημένοι από τον φόβο του Κρόνου και του Ηρώδη βρήκανε λύτρωση στο Δικταίον Άντρον ο μικρός Δίας και στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ ο μικρός Ιησούς.
Γι’ αυτό, για τους πρωτόγονους ανθρώπους των σπηλαίων η σπηλιά ήταν το καταφύγιό τους, το σκοτάδι τους - εκεί μέσα - ήταν το φως της ζωής τους. Ενώ, για τους σημερινούς ανθρώπους των σπηλαίων - όπως τα δεκάχρονα εκείνα παιδιά και το φως το δικό τους που γεννήθηκε σ’ ένα τέτοιο σκοτάδι - η σπηλιά είναι όπως μια χαραμάδα κάποιου πατρογονικού σπιτιού: Από μέσα της φαίνεται, σαν άλλοτε, ο ουρανός.