Της Ελένης Μπετεινάκη*
«Έλα να πούμε ψέματα, ένα σακί γιομάτο,
εφόρτωσα ένα μπόντικα σαράντα κολοκύθες
κι απάνου στα καπούλια του ένα σακί ρεβίθια…»
Άλλαξε ο μήνας μόλις κτύπησε το ρολόι μεσάνυχτα…
Ωραία, σκέφτηκα, τώρα θα ξεδιαλύνουν όλα. Ψέματα είναι όλα αυτό που ζούμε. Δεν μπορεί κάποιος μας έκανε πλάκα. Είχε φέρει πιο νωρίς την Πρωταπριλιά στον…κόσμο!
Δεν κυκλοφορεί άνθρωπος στο δρόμο… Τα μαγαζιά έκλεισαν! Τα σχολεία, οι πλατείες, τα καφενεία, οι εκκλησίες, τα στέκια μας άδειασαν. Καρέκλες μαζευτήκαν και μόνο σκυλιά βλέπεις στους δρόμους και πεινασμένες γάτες. Ξέρω ποιος φταίει για όλα αυτά! Αν δεν είναι ο μικρός ο νάνος ο Άνω Κάτω τότε σίγουρα είναι εκείνος ο κατεργάρης ο Πινόκιο που τα έκανε όλα. Με τα ψέματα του, με τις πλάκες του δείτε πως μας κατάντησε… Ε όχι, εγώ θα το έλυνα το μυστήριο. Τον πήρα μαζί μου το ξημέρωμα. Ήθελα να δω αν θα μεγάλωνε η μύτη του κι άλλο. Γράψαμε ένα SMS στην οδηγία που λέει ατομική άσκηση και (επιτέλους) βγήκαμε από το σπίτι.
Άρχισε να μυξοκλαίει και να προσπαθεί να με πείσει πως δεν είχε καμία σχέση με όλο αυτό το κρυφτό… Πως δεν ήταν δική του δουλειά οι έρημοι δρόμοι. Φτάσαμε στο κέντρο της πόλης. Ψυχή πουθενά, σαν φαντάσματα έστεκαν τα κτίρια. Τα τζάμια θολά στις βιτρίνες, οι δρόμοι πεντακάθαροι αλλά έρημοι… Μόνο περιστέρια ψάχνανε μάταια ψίχουλα στους πεζόδρομους και τις πλατείες. Κι είχαν ανθίσει οι κουτσουπιές κι όλη αυτή η ομορφιά έστεκε…μόνη!
- Δεν το έκανα εγώ, αλήθεια σας λέω κ. Ελένη!
- Προχώρα του είπα. Μην μιλάς, επιβαρύνεις τη θέση σου.
- Κ. Ελένη σας ορκίζομαι δεν ξέρω τι συμβαίνει…
Συνέχισα να περπατώ, έχοντας τον πάντα συντροφιά μου, μόνο που με έσφιγγε με όλη του τη δύναμη από το λαιμό έτσι όπως τον είχα αγκαλιά κι έκλαιγε, έκλαιγε συνέχεια. Εκεί μπροστά στο μεγάλο Σιντριβάνι στα Λιοντάρια μας σταμάτησα απότομα. Κοίταξα γύρω να πω μια καλημέρα… Κανείς! Τρομακτική ησυχία…μόνο τα αναφιλητά του Πινόκιο ακούγονταν. Τον έβαλα να καθίσει όμορφα όμορφα στο παγκάκι κι τότε με βλέμμα αληθινό και γεμάτο φόβο φώναξε δυνατά:
-Μακάρι να έφταιγα εγώ, αλλά πιστέψτε με, σας παρακαλώ, είναι η πρώτη φορά που δεν λέω ψέματα.
Τι παράξενο όλο αυτό, σαν να ήρθανε τα πάνω κάτω. Μέχρι και τούτη η κούκλα ή κατεξοχήν ψεματαρού έλεγε για πρώτη φορά την αλήθεια.
Τότε για να τον ηρεμήσω άρχισα να του λέω εγώ πια ιστορίες, να τον παρηγορήσω. Άλλωστε μέρες που ναι όλοι μας μια παρηγορία, μια παραμυθία την χρειαζόμαστε. Κι άρχισα τότε να του μιλώ με τόνο ήρεμο και σιγανό, πως ξεκίνησαν όλα και τούτη η μέρα που θα μπορούσε να είναι ακόμα και των γενεθλίων του πέρασε στην συνείδηση όλων των ανθρώπων πως είναι η μέρα που λέγονται τα μεγαλύτερα ψέματα.
Όλα ξεκίνησαν λοιπόν από τη Δύση και στην Ελλάδα η «Πρωταπριλιά των Ψεμάτων » ήρθε την εποχή των Σταυροφοριών. Έθιμο που ήδη γνώριζαν στην μεσαιωνική Γαλλία. Λένε πως όλα ξεκίνησαν από τους Γάλλους εκεί γύρω στα 1560 που ο βασιλιάς Κάρολος Θ’ αποφάσισε να μεταφέρει την Πρωτοχρονιά που μέχρι τότε γιορταζόταν την 1η του Απρίλη τον Ιανουάριο, την πρώτη του μέρα, και να συμβαδίζει με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Πολλοί, δυσκολεύτηκαν να δεχτούν αυτή την αλλαγή και συνέχισαν να κάνουν πρωτοχρονιά τον Απρίλιο, όπως είχαν συνηθίσει. Οι υπόλοιποι άρχισαν να τους κοροϊδεύουν, να τους κάνουν πλάκες , να τους στέλνουν ψεύτικα δώρα και έτσι η 1η Απριλίου, από πρωτοχρονιά, μετατράπηκε σε ημέρα κοροϊδίας και φάρσας.
Κι ύστερα πάλι άλλοι είπαν πως όλα ξεκίνησαν από τους Κέλτες, λίγο πιο παλιά που συνήθιζαν την Πρωταπριλιά που έφτιαχνε ο καιρός να πηγαίνουν για ψάρεμα. Τις περισσότερες φορές γύριζαν με άδεια χέρια, αλλά οι ψεύτικες ιστορίες για μεγάλα ψάρια έδιναν κι έπαιρναν. Γι αυτό οι Γάλλοι ακόμα και σήμερα ονομάζουν το πρωταπριλιάτικο ψέμα poisson d’ Avril δηλαδή «ψάρι του Απρίλη» ενώ οι Άγγλοι « April fool’s day».
Η Πρωταπριλιά στην Ελλάδα είναι έθιμο αστικού χαρακτήρα και δεν συναντιέται συχνά στην αγροτική ζωή. Έχει συνδεθεί με τα ψέματα για να στραφεί αλλού η προσοχή του κακού. Λένε ψέματα όχι μόνο σε περιπτώσεις μαγικών ενεργειών αλλά και σε δύσκολες εργασίες όπως ήταν η βαφή των νημάτων , η παρασκευή εφτάζυμου ψωμιού, η εκτροφή του μεταξοσκώληκα. Όποιος έφτιαχνε «φκιασίδι» έπρεπε για να μην «κόψει » να πει ένα ψέμα. Έτσι θα γίνονταν γρήγορα τα κουκούλια τους ή θα πρόκοβαν οι μέλισσές τους ακόμα και τα δέντρα θα γέμιζαν με περισσότερους καρπούς.
Στην αρχαιότητα πάλι , οι Κρήτες είχαν τη φήμη πως έλεγαν τόσα πολλά ψέματα που υπήρχε κι ένα ρήμα το «κρητίζω » που είχε την σημασία του ψεύδομαι…
Παρόλο που η πρωταπριλιά είναι η μέρα που τα ψέματα και οι φάρσες δικαιολογούνται, πολλοί είναι εκείνοι που κάθε χρόνο «την πατάνε» και πιστεύουν απίστευτες ιστορίες βγαλμένες από τη φαντασία. Είναι η αγαπημένη ημέρα των μικρών παιδιών, καθώς σκαρώνουν διάφορα αστεία για να πειράξουν τους γονείς, τους φίλους, ακόμα και τους δασκάλους στο σχολείο. Λένε, πως όποιος καταφέρει μια επιτυχημένη φάρσα, θα είναι τυχερός για τον υπόλοιπο χρόνο, ενώ αντίθετα, όποιος πέσει θύμα, θα συνοδεύεται από γρουσουζιά…
Εσείς καλού κακού, έχετε το νου σας …
Σκούπισα τα δάκρυα του Πινόκιο και πήρε να χαμογελάει.
-Πάμε κ. Ελένη, να ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ μας! Πολλά είδαν τα μάτια μας κι ακούσανε τα αυτιά μας. Μην ανησυχείς θα σε κάνω εγώ να χαμογελάς από τώρα και μπρος! Και να θυμάσαι πως : Θα περάσει κι αυτό…
Ήταν η δεύτερη φορά που τον πίστεψα …
Καλό μας μήνα!
ΠΗΓΕΣ:
« Πασχαλινά και της Άνοιξης», Λουκάτος Δημήτρης, 1980