ΑΠΟΨΕΙΣ

Εκεί που τα μανουσάκια κοιτάνε ψηλά...

"Μέρες τώρα κοιτάζει την κυρία  που πουλάει  μανουσάκια στη γωνία και το σκέφτεται"...

Εκεί που τα μανουσάκια κοιτάνε ψηλά...

Γράφει η Μαρία Λιονάκη

 

Το να αγοράσεις μανουσάκια δεν είναι επαρκής λόγος για να κατέβεις, παρά το κρύο, Σάββατο πρωί στην αγορά; Είναι και παραείναι. Το κρύο κάνει τη δουλειά του κι εσύ τη δική σου. Το κρύο θα σε βρει, όπου και να είσαι. Και μέσα στο σπίτι, μπορεί να κρυώνεις. Υπάρχουν γύρω μας σπίτια, που όση θέρμανση και να ανάψουν, οι άνθρωποι ξεπαγιάζουν. Υπάρχουν φορές που όσα ρούχα κι αν βάλουμε κρυώνουμε…

Φίλη σου έχει γίνει η κυρία, η μεγαλούτσικη, η τυλιγμένη σφιχτά  με τη μάλλινη ζακέτα, το σάλι της , που μετακινούσε λίγο πιο απάνεμα το «κατάστημα» της, πριν κοντοσιμώσεις,  για να προφυλαχθεί από το κρύο του χειμώνα που ήρθε φουριόζος,  μα και από το κρύο   της δικής της ζωής. Η  κυρία με τη λεκάνη, την ξέχειλη μανουσάκια στην είσοδο της αγοράς, που σε βοηθά να ξεδιαλέξεις κλειστά μπουμπούκια κι όλο απολογείται που είναι πλήρη ημερών κι ολάνθιστα. Τις προάλλες το απέδωσε στο νοτιά, τώρα δικαιολογήθηκε αλλιώς. « Από την άλλη  φορά θα αλλάξουμε βουνό. Θα πάμε να κόψουμε από ένα άλλο!»

Ο φίλος σου ο Μανώλης , που είναι οικολόγος, λέει πως δεν πρέπει να τα κόβουν τα μανουσάκια,  γιατί δεν είναι, ούτως ή άλλως πολλά στα βουνά, δεν « ευδοκιμούν» εύκολα, έτσι  το είπε, και μετά εξαφανίζονται  και του χρόνου δεν ξαναβγαίνουν. Κι εγώ του κρύβω, σαν παιδί που ξέρει το λάθος του, μα επιμένει να  το κάνει,  πως αν τα έβρισκα,  θα τα έκοβα… Τρελαίνομαι για το άρωμα τους! 

Σκέψου όμως ρε φίλε να είσαι μανουσάκι, να ζεις ξέγνοιαστος στο βουνό, να σηκώνεις το κεφάλι και να αντικρίζεις τον άπλετο γαλάζιο ουρανό, όπου κυνηγιούνται τα σύννεφα και παίζουν κρυφτό τα πουλιά,   να ανοίγεις τα πέταλα σου τα τρυφερά το πρωί και να ανταλλάσεις μυρωδιές-καλημέρες  με το θυμάρι και τη ρίγανη, όπως τα παιδιά παλιά αντάλλασσαν τους βόλους, να σε χαϊδεύει το αεράκι, φλυαρώντας τα κουτσομπολιά  όλου του βουνού, ποιος θάμνος ξενοκοιτάζει, ποιος βράχος ξενυχτάει και ποιο δέντρο φλερτάρει με ποιο ,  σκέψου να είσαι μανουσάκι καλοντυμένο κι ομορφοστολισμένο    και να σε ρίξει μια μέρα  η τύχη σου σε μια λεκάνη με λειψό νερό, μια μεσόκοπη από πάνω σου και μια παράξενη να σε ταρακουνάει, στο καρακέντρο μιας πόλης, του Ηρακλείου. Με  όλους τους αφιονισμένους  ανθρώπους γύρω τριγύρω να περνάνε, ίδιο μούτρο, ίδια γκριμάτσα , ίδιο σκυμμένο κεφάλι,  ίδιο βιαστικοί και πολυάσχολοι,  το « καλή» να το λένε κατά μέτωπο και στο «μέρα» να έχουν αλλάξει στενό. Μη σου τύχει… Δεν έχουν όμως και τα μανουσάκια το δικό τους κρύο; Τι πάει να πει.

Και τα μανουσάκια  έχουν κρύο κι η κυρία που τα πουλάει κι η κυρία που τα αγοράζει κι η πωλήτρια του διπλανού καταστήματος. Μετά το ασφυκτικό ωράριο, το εορταστικό για τους άλλους,  το θανατηφόρο για αυτή  ακλούθησε η τωρινή περίοδος εκπτώσεων. Εκεί να δεις!  Το έλα να δεις στα καταστήματα. Ιδίως το Σάββατο. Τρεις μαζί πελάτισσες σου ζητάνε βρε φίλε, κάτι να τους βρεις. Η μία θέλει άλλο νούμερο, η άλλη θέλει άλλο χρώμα, η τρίτη το φόρεμα να παραλλάσσει λίγο, να ανοίγει στους γοφούς και να μη διαγράφει, να μην προδίδει τα αμέτρητα μελομακάρονα που ήρθαν και κατοίκησαν στο επίμαχο σημείο, μαζί με τα των προηγούμενων ετών.  

Εσύ πάλι θέλεις άλλη ζωή! Μέρες τώρα έχεις κακή διάθεση, κρυώνεις. Και να πεις πως κάνει βαρύ χειμώνα φέτος; Βροχές καθόλου. Διακοπή σύμβασης έκανε η βροχή, απεργία διαρκείας, παύση. Εκτός αν την απόλυσε ο ουρανός.  Το νερό νεράκι θα πούμε το καλοκαίρι. Τη μια βδομάδα θα βάζει πλυντήριο το Ατσαλένιο, την άλλη οι Πατέλες. Κι οι δυο γειτονιές μαζί αποκλείεται. Να δεις που στο δικό σου πλυντήριο θα φέρνει τα ρούχα της η πεθερά σου.  Είναι αυτή μιαα, αφορμή ψάχνει ! 

« Έρχομαι, μισό λεπτό, εξυπηρετώ, στη σειρά σας…» Σαν τα χόρτα του βουνού τα παρατάνε  τα ρούχα στα δοκιμαστήρια, στους πάγκους. Όλα τα ανακατεύουν στα ράφια. Και υπομονή μηδέν.  Παλιά τα έλεγαν αυτά τα καταστήματα « Είδη  νεωτερισμών» . Έτσι της είπε ο πατέρας  της. Να ήταν άραγε το ίδιο κουραστική δουλειά και παλιά; ‘Η όπως ήταν όλος ο κόσμος αλλιώς , ήταν και σ’ αυτό; Ο σεβασμός στον άλλο, στον εργαζόμενο, στον ηλικιωμένο, στο δάσκαλο, ο σεβασμός γενικά, πότε χάθηκε;  Ζαρωμένα, ταλαιπωρημένα και παραπονεμένα κείτονται τα ρούχα,  ηρωικώς πεσόντα.  Παραπονεμένη και κουρασμένη είναι  κι αυτή.  

Μέρες τώρα κοιτάζει την κυρία  που πουλάει  μανουσάκια στη γωνία και το σκέφτεται.   Εκεί που υπάρχει ηρεμία, εκεί που  η φύση γιορτάζει,  μοσχοβολάει, που η ψυχή ξεκουράζεται στο πράσινο και στο γαλάζιο, εκεί θα πάει.   Θα το αφήσει το κατάστημα ρούχων. Θα ψάξει αργότερα για κάτι καλύτερο.  Ίσως κιόλας πάει του χρόνου να βγάλει το σχολείο που το σταμάτησε. Στο Νυχτερινό Γυμνάσιο θα γραφτεί ! Η Φωτεινή απέναντι που φοιτάει φέτος της είπε πως είναι εκεί πολύ καλά. Και μαθαίνουν και είναι σα μια παρέα. Σαν μια «οικογένεια» είναι! Έτσι της το είπε. Λίγη ακόμα υπομονή θα κάνει… Στο χέρι της είναι εξάλλου όλα να τα αλλάξει.  « Φτάσε  παιδί μου, όπου δεν μπορείς!  της είπε η Φωτεινή πως έγραψε ο Καζαντζάκης.   Σίγουρα θα υπάρχει τρόπος να προφυλαχθεί, σίγουρα μπορεί η ζωή της, ακόμα κι ο κόσμος να αλλάξει… Το κρύο δεν μπορεί να είναι αιώνιο.  Η ομορφιά πάντα θα βρίσκει τον τρόπο και επικρατεί. Κι οι άνθρωποι μαθαίνουν, αλλάζουν, κάνουν λάθη, μα διορθώνονται μετά, καταλαβαίνουν…

Φεύγοντας θα το πάρει οπωσδήποτε το ματσάκι της τα μανουσάκια. Έχει κάνει νόημα από το πρωί, από το παράθυρο, στην κυρία που τα πουλάει να της το κρατήσει.


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση