ΑΠΟΨΕΙΣ
Εκεί που ο θάνατος κι ο ανθρώπινος πόνος ενώνουν...
Γιατί αλήθεια, από σάρκα κι αίμα είναι κι αυτοί πλασμένοι. Κρυώνουν, πεινάνε, διψάνε.
Μα αλήθεια από σάρκα και αίμα είναι κι αυτοί πλασμένοι; Κρυώνουν, πεινάνε, διψάνε; Θέλουν ένα κεραμίδι κάτω από το κεφάλι τους, μια κουβέρτα να σκεπαστούν, θέρμανση να ζεσταθούν τα βράδια να συνεφέρει το κορμί μετά από μια δύσκολη μέρα; Μαζεύονται γύρω από το τζάκι και λένε οι γιαγιάδες ιστορίες στα εγγόνια; Τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο και μαθαίνουν γράμματα; Πανεπιστήμιο θέλουν, καλά και σώνει να τα στείλουν, όταν μεγαλώσουν, σαν εμάς ή μπα; Δε νομίζω να έχουν τη δική μας φούρια και την ελληνίδα μάνα δεν τη φτάνει κανείς. Από την άλλη, λες;
Έχουν αδέρφια, γονείς, συγγενείς και γείτονες κι αγωνιούν για την τύχη τους; Με τους γείτονες μιλάνε, ανταλλάσσουν μπακλαβάδες, εκμέκ, σιροπιαστά γλυκά, κοκκινιστά με μπόλικα μπαχάρια, μελιτζάνες ιμαμ μπαϊλντί; ‘Η σαν εμάς που έχουμε γίνει λίγο ευρωπαίοι στο θέμα, κρυόπλαστοι, καχύποπτοι κι άλλος για Χίο τράβηξε, άλλος για Μυτιλήνη; Στη Μυτιλήνη έφτασαν οι πρώτοι πρόσφυγες, ο στρατός μας, όταν έσπασε το μέτωπο το 1922, θυμάσαι; Θυμάσαι πόσους αιώνες ζούσαν Έλληνες στα παράλια της Μικρασίας; Τις σχέσεις που είχαν αναπτύξει οι δυο λαοί; Καλοπερνούσαν λέει οι δικοί μας εκεί, , ήταν νοικοκύρηδες, έμποροι, άκμαζαν. Με τα καλογυαλισμένα ασημικά, τα έπιπλα τα σκαλιστά, τους τσεβρέδες, κουρτίνες βελούδο, τις βεγγέρες τους… Στη Λωξάνδρα της Μαρίας Ιορδανίδου τα έχω δει. Μα, ενώ εκεί τους έλεγαν Έλληνες, εδώ όταν ήρθαν, Τούρκους τους φώναζαν.
Κοιμόντουσαν κι αυτοί γαλήνιοι, όταν συνέβη ο σεισμός; Λίγες ώρες πριν είχαν κάνει το μπάνιο τους κι είχαν φορέσει τις πυτζάμες τους, σχεδιάζοντας την επαύριον; Λες να είχαν ξενυχτήσει λίγο πριν, με έγνοιες πως θα βρουν χρήματα να ξεπληρώσουν ένα δάνειο, πως θα υπάρχει ψωμί στο τραπέζι τους την επομένη, από πού θα πάρουν δανεικά; Λες να είχε ο νιος νταλκά, σεβντά, μαράζι πώς θα κλέψει την καρδιά της γειτονοπούλας με τα τσακίρικα μάτια, της μελαχρινής, που είναι μπουκιά και συχώριο και δεν του δίνει σημασία; Να δεις που φταίει ο πατέρας της, ο κόσμος πάει μπροστά, μα αυτός έχει μείνει στην προ Κεμάλ εποχή, του σουλτάνου καλέ, με τους φερετζέδες και το θεοκρατικό κράτος.
Δες δες στην τηλεόραση με τα νύχια σκάβουν το χώμα να βρουν επιζώντες. Δε θα είναι πυροσβέστες όλοι αυτοί, εθελοντές είναι οι περισσότεροι. Σαν κι εμάς σε φωτιές, σε καταστροφές. Όλοι έτρεξαν να συνδράμουν. Δεν έχουν πολλά μέσα, μα δεν εγκαταλείπουν. Τα σπίτια τους ακόμη δεν ήταν τόσο γερά, καλοχτισμένα, δυστυχώς. Πω πω κόσμος γύρω μαζεμένος… Κι η αγωνία στα πρόσωπά τους, δες δες πως αγωνιούν, δες απόγνωση στα βλέμματά τους. Ανακατεμένη με φόβο για νέους μετασεισμούς. Σε σοκ βρίσκονται ακόμη. Τους πέτυχε στον ύπνο και κράτησε πολύ. Κι ήταν μεγάλης έντασης κι έγινε και μετασεισμός ισοδύναμος σχεδόν του πρώτου. Να τους αποτελειώσει. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν. Βρίσκουν ένα παιδί, άλλα όχι τους γονείς ή το αντίθετο. Πάνω από δέκα χιλιάδες λένε πως θα είναι οι νεκροί κι αμέτρητοι οι τραυματίες και οι άστεγοι στις δυο χώρες. Δες πως φίλησε ο διασώστης το τρομοκρατημένο παιδάκι για να του δώσει κουράγιο. Κοίτα ένα νεογέννητο πως το τρέχουν σε αγκαλιά, πως το κρατάνε σφιχτά, πολύτιμο πλασματάκι, ανέλπιστα σωσμένο. Πως πετάνε ένα πανί να το σκεπάσουν. Το γέννησε η μάνα του κάτω από τα συντρίμμια, μα αυτή δεν τα κατάφερε… Μα κατάφερε και το γέννησε, το προστάτεψε, ηρωίδα μάνα κάτω από τα ερείπια. Ποια μοίρα το ήθελε να μην τη γνωρίσει… Δες όταν βρίσκεται επιζόντας, δες εναλλαγές συναισθημάτων, δες πανηγυρισμούς « Υπάρχει Θεός!» φωνάζουν όλοι μαζί. Με συγχωρείς που θα «σε» πω, κατά πως έλεγε η Λωξάνδρα με τα μεγάλα στήθη και την ορθάνοιχτη αγκαλιά, που μεγάλωσε τόσα τζιέρια, αλλά πιο κοντά στη θρησκεία τους είναι αυτοί! Πέντε προσευχές κάνουν κάθε μέρα κι όσο για τις νηστείες , άστο καλύτερα.
Παιδάκι βγάζουν από τα συντρίμμια «Σώστε και τα μαμά μου!», λέει. Σταμάτα να μιλάς… μόνο κράτα την ανάσα σου και προσευχήσου! Να σωθεί, να σωθούν τόσες ώρες μετά κι άλλοι άνθρωποι , να αντέξουν κάτω από τα ερείπια…Μα και να σταθούν στα πόδια τους οι επιζώντες, που περνάνε δύσκολες ώρες, μέσα σε τέτοιο παγετό χωρίς ρούχα, υπάρχοντα, φαγητό, ζεστασιά, με τα σπίτια γκρεμισμένα, με κουράγιο λιγοστό κι απαντοχή μηδαμινή, με τον πόνο ενός χαμένου, ενός αγνοούμενου, με τις εικόνες της φρίκης στο μυαλό.
Θε μου, Αλλάχ , ίδιοι μαθές είστε κι οι δυο, κατά τον πατριώτη μας τον Καζαντζάκη, ενωθείτε και στρέψτε το βλέμμα Σας στους δοκιμασμένους λαούς, στην Τουρκία, τη Συρία. Και μετά, ας ενωθούν και οι λαοί, οι άνθρωποι!
(Γιατί αλήθεια, από σάρκα κι αίμα είναι κι αυτοί πλασμένοι. Κρυώνουν, πεινάνε, διψάνε. Θέλουν ένα κεραμίδι κάτω από το κεφάλι τους, μια κουβέρτα να σκεπαστούν, θέρμανση να ζεσταθούν…)