ΑΠΟΨΕΙΣ
Δεν τη θέλω τέτοια ησυχία, τόση σιωπή...
Μια προσευχή να επιστρέψει στο Σχολείο η μαθήτρια που παραλίγο να χάσει το χέρι της...
της Μαρίας Λιονάκη
Στα ξέτελα του Οκτωβρίου το σκηνικό του καιρού αλλάζει. Ο ήλιος ηττημένος αποσύρεται. Μας γύρισε την πλάτη, φεύγει. Παραχωρεί ευχαρίστως τη θέση του σε κάποιον άλλο που θα έχει περισσότερα προσόντα. Να αρχηγεύει στον ουρανό. Κουράστηκε, βαρέθηκε, δεν την μπορεί άλλο τη διεκδίκηση του ουρανού, του θρόνου. Τη μάχη για τα αξιώματα, την πρωτιά. Τα σχόλια στις γειτονιές του κόσμου, τις ανασφάλειες που προκαλούν. Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου, ποιος είναι ο καλύτερος, εγώ ή τα σύννεφα;
Ας έρθουν αυτά να κυβερνήσουν. Ούτε αυτό το τοπίο που βλέπει από ψηλά μπορεί. Δεν τους αντέχει άλλο τόσους κουστουμαρισμένους κυρίους, με γραβάτες και καλογυαλισμένα παπούτσια, ούτε τόσες κυρίες με αυστηρά ταγιέρ, άψογο χτένισμα και μακιγιάζ, ατσαλάκωτα φορέματα αντέχει. Τον αγχώνουν. Δεν αντέχει επίσης όλους όσοι δηλώνουν αψεγάδιαστοι, τέλειοι, αλάνθαστοι. Τους σοβαρούς, τους στημένους, τους αγέλαστους, τους καθωσπρέπει, τους πρόωρα γερασμένους. Τους ικανούς σε όλα, τους ανέκφραστους, τους ασυγκίνητους, τους δήθεν. Που έχουν τον πιο καλό γάμο, την πιο καλή δουλειά, τον πιο καλό χαρακτήρα και την πιο καλή, τέλεια μοναξιά. Που τρέχουν όλη μέρα από ραντεβού σε ραντεβού, βιαστικοί, συνεπείς, περιζήτητοι, πολυάσχολοι. Άνθρωποι με ενδιαφέροντα, με κύρος, με σπουδαία θέση. Που κοιτάζουν συνεχώς το ρολόι τους, που ποτέ δεν έχουν χρόνο. Μην ξεθαρρεύετε, μην παίρνετε θάρρος, μην τους κοιτάτε στα μάτια να δείτε πώς νιώθουν. Μην τους χαιρετάτε, μην τους ρωτάτε τι κάνουν, μην τους μιλάτε, μην τους απλώνετε το χέρι, μην τους καθυστερείτε. Βιάζονται.
Τι δεν καταλαβαίνετε; Ούτε τα παιδιά με το αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα να ρωτάτε. Δεν έχουν χρόνο να σας μιλήσουν. Από το πρωί τρέχουν. Έχουν σχολείο, αγγλικά, άλλη μια ξένη γλώσσα, φροντιστήρια ,στα μαθήματα που είναι αδύνατοι να δυναμώσουν, ένα άθλημα να χτιστεί γερό σώμα, ζωγραφική ή μουσική, για τις καλλιτεχνικές δεξιότητες τους και μετά διάβασμα για το σχολείο, για την επομένη, όσο πάρει… Σα συνταγή μοιάζει όλο αυτό , που λέει να βάλεις στη ζύμη, αλεύρι για όλες τις χρήσεις, όσο πάρει… Πόσο αλεύρι μπορεί να σηκώσει το ζυμάρι της ψυχής ενός παιδιού;
Στα ξέτελα του Οκτωβρίου το σκηνικό του καιρού αλλάζει. Ο ήλιος απογοητευμένος, δυσαρεστημένος αποσύρεται και σύννεφα γκρίζα, μαύρα, βαριά επικρατούν. Ο ήλιος μετακομίζει σε άλλο τόπο. Θέλει γελαστά πρόσωπα να βλέπει, έξω καρδιά ανθρώπους να συναναστρέφεται. Θέλει Ζορμπάδες. Να μαζεύονται παρέες στα σπίτια, στις εξοχές, στις πλατείες, στο μικρό καφέ, στα διαλείμματα στους χώρους δουλειάς, να μιλάνε δυνατά, να πειράζονται, να χειρονομούν, να κουνάνε τα χέρια, να κάνουν γκριμάτσες, να γελάνε δυνατά. Να λένε ανέκδοτα, ιστορίες από τα μικράτα τους, από το στρατό οι άντρες, απ’ το γλυκό που απέτυχε οι γυναίκες, τα ρούχα του συζύγου που τα έκαψαν, να δείχνουν τις αστείες τους φωτογραφίες. Να λένε τα παράπονά τους, τα λάθη τους, να ζητάνε γνώμη, συγνώμη, συμβουλή, να ερωτεύονται, να το δείχνουν, να σπάνε τα μούτρα τους, να απογοητεύονται και να το δείχνουν πάλι. Να μιλάνε για όνειρα, αυτά που έκαναν παλιά , που δεν τα στήριξαν, που προδόθηκαν, που διαψεύστηκαν, όσα κάνουν απ’ την αρχή ξανά, όσα φοβούνται να κάνουν. Να μιλάνε για το γάμο που βαρέθηκε, τη δουλειά που έχει ρίσκα, προβλήματα, που προκαλεί συχνά πλήξη, να πετάνε τις μάσκες, να τσαλακώνουν την άψογη εικόνα τους, να λένε αλήθειες, να κλαίνε και να γελάνε πάλι… Να είναι άνθρωποι. Που δε θέλουν να είναι πια τέλειοι, μόνοι , που έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλο. Την φιλία, τον έρωτα, την αγάπη, την αγκαλιά, το νιάσιμο.
« Διάβασε Σπυριδούλα, έλα πήγαινε στη σελίδα 48 και διάβασε. Πηγαίνετε όλοι στη σελίδα 48. Μη ρωτάτε συνέχεια τη σελίδα. Στη 48 είπαμε. Θα κάνουμε ένα πολύ ωραίο κείμενο σήμερα, απόσπασμα από ένα παιδικό βιβλίο, ένα συμβολικό παραμύθι: « Το μικρό Πρίγκηπα» του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ. Έχει ωραία μηνύματα για τις σχέσεις των ανθρώπων, τη φιλία στις μέρες μας. Για τη ζωή, τα ουσιώδη της ζωής, για όσα οι άνθρωποι χαμένοι μέσα στην καθημερινότητά τους, στο πρέπει ξεχνάνε, δεν βλέπουν.»
-«Δε διαβάζω καλά κυρία. Διαβάζω αργά. Να διαβάσει κάποιος άλλος.»
-«Ποιος σου είπε Σπυριδούλα ότι δε διαβάζεις καλά; Δεν είναι το πιο γρήγορο διάβασμα το πιο καλό. Διαβάζεις εκφραστικά, χρωματίζεις τη φωνή σου, βάζεις συναίσθημα στην ανάγνωσή σου. Όταν διαβάζουμε πιο αργά δίνουμε στον άλλο τη δυνατότητα να καταλάβει καλύτερα. Έλα διάβασε, εγώ πρέπει να μιλάω, όσο γίνεται πιο λίγο στην τάξη. Το μάθημα να το κάνετε εσείς. Γιατί αλλιώς θα σας γίνει ο ήχος της φωνής μου κούραση, εφιάλτης.»
«Το χρυσό κουρέλι που στα μαλλιά της, φόραγε η Νεφέλη να ξεχωρίζει απ΄ όλους μες στ΄ αμπέλι ήρθανε δυο μικροί μικροί αγγέλοι και το κλέψανε…». Το αγαπάω αυτό το τραγούδι, το ταγκό της Νεφέλης, που τραγουδάει η Χάρις Αλεξίου…. Μέσα μου το ερμηνεύω με ένα δικό μου τρόπο. Σα να προσπαθεί κάποιος να κλέψει απ’ τα νιάτα τα νιάτα. Την ομορφιά, τον παρορμητισμό τους, τη ζωντάνια, το κέφι, το απροσχεδίαστο, το απρογραμμάτιστο της ζωής τους, το ανυπότακτο, το ανυπόκριτο. Τα όνειρα, τη διάθεση να πιουν κάθε σταγόνα από το ποτήρι της ζωής και να μεθύσουν. Σα να ζηλεύει κάποιος τα νιάτα και να τους παίρνει το στέμμα τους, το χρυσό. Σα να προσπαθεί κάποιος να συμβιβάσει τα νιάτα και να τα εναρμονίσει με τη σημερινή τυποποιημένη, προγραμματισμένη, αυστηρή, προσποιητή, των περισσότερων ζωή.
Ποιος είναι τόσο κακός που να ζηλεύει τα νιάτα; Ποια μοίρα, ποια τύχη; Ποιος είναι τόσο σκληρός που να μην καταλαβαίνει, να μην δικαιολογεί τα νιάτα, όταν σφάλλουν; Να μην τα συγχωρεί, να μην τα αγαπάει άνευ όρων, να μην τα συμβουλεύει, να μην τα ενθαρρύνει, να μην τα στηρίζει; Και ποιος είναι αυτός που διαφωνεί ότι στην αλήθεια, στην έλλειψη αλαζονείας και προσποίησης, στο χαμόγελο, στην αγάπη, στο ενδιαφέρον, στην καλή κουβέντα κρύβεται το ουσιώδες νόημα αυτής της ζωής;
Χθες βράδυ στην τάξη, στο τμήμα σου υπήρχε απόλυτη ησυχία, απίστευτη, αλλόκοτη, υπερκόσμια σιγή. Που άλλοτε έκλαιγε κρυφά πίσω από κάποια πλάτη, με λυγμό, με παράπονο, με απορία για το απρόσμενο, το άδικο που είχε συμβεί κι άλλοτε κραύγαζε, διαπεραστική, εκκωφαντική, αποκρουστική. Ούτε ένας φασαριόζος μαθητής δεν κουνήθηκε, δε μίλησε, δεν πείραξε τον διπλανό του, δεν κρυφογέλασε συνωμοτικά, κοιτάζοντας τους άλλους της συμμορίας. Κανείς δεν έκανε γκριμάτσα να κοροϊδέψει τη σχολαστική καθηγήτρια που λέει όλο τα ίδια και τα ίδια, γράφει πολύ στον πίνακα κι είναι κουραστική. Κι εγώ, που ώρες πολλές ως τώρα, ευχήθηκα την ησυχία και την εντελώς φυσιολογική, χωρίς απρόοπτα, ενός μαθήματος ροή, δεν συγκρατήθηκα, δεν άντεξα...
«Δεν τη θέλω τέτοια ησυχία, τόση σιωπή!» φώναξα, μέσα απ’ την ψυχή, ενώνοντας τη φωνή μου , με ενός ολόκληρου σχολείου, του Εσπερινού Γυμνασίου τη φωνή, την ευχή, την προσευχή: Να έρθουν κι οι τρεις μαθητές μας σύντομα κοντά μας υγιείς, να έρθει η Σπυριδούλα , η μαθήτρια μας που δίνει την πιο δύσκολη μάχη, πίσω γρήγορα, κοντά μας , αρτιμελής, νικήτρια, εντελώς γερή…