της Μαρίας Λιονάκη
« Τελευταία μέρα του Ιουλίου αγαπητοί τηλεθεατές και οι εκδρομείς του Αυγούστου εγκαταλείπουν τις μεγάλες πόλεις με όποιο τρόπο βρουν , καθώς ήρθε η ώρα να πάρουν, μετά από αναμονή μηνών, την άδεια τους. Αυξημένη κίνηση παρατηρείται σε αεροδρόμια, λιμάνια, σταθμούς λεωφορείων και ΟΣΕ. Έκτακτα δρομολόγια πραγματοποιούνται προκειμένου να εξυπηρετηθεί το κοινό.»
Ο παρουσιαστής των ειδήσεων με αυτά τα λόγια, με στεντόρεια, καθαρή φωνή κι ένα καλά κρυμμένο αναστεναγμό παρουσιάζει την κατά κύματα έξοδο των κατοίκων των μεγαλουπόλεων απ’ αυτές . Οι εικόνες που συμπληρώνουν το ρεπορτάζ είναι εκδρομέων ντυμένων με ελαφριά ενδύματα, καλοκαιρινά και καπέλα να σέρνουν αποσκευές σε λιμάνια και αεροδρόμια. Η έξοδος, όπως συμπληρώνει, είναι η φυσιολογική για την εποχή και συνοδεύεται συχνά από καθυστερήσεις και από αναμονή σε ουρές και διόδια, φυσιολογική κι αυτή. Το πάθος των εκδρομέων για φυγή είναι τέτοιο που τίποτα δεν τους πτοεί και συμπυκνώνεται στη λεζάντα στο κάτω μέρος της οθόνης «Όπου φύγει φύγει οι εκδρομείς του Αυγούστου…» Το αμέσως επόμενο ρεπορτάζ ενημερώνει για την ελπιδοφόρα τουριστική κίνηση που παρατηρείται στη χώρα μας φέτος, για το ποια νησιά είναι οι αγαπημένοι προορισμοί των ξένων – η Κρήτη μας μέσα σ’ αυτούς- για τον περιζήτητο ήλιο μας, τις θάλασσες , τις γωνιές παραδείσους του τόπους μας που ήταν κριτήρια και μας διάλεξαν. Ήταν διανθισμένο με συνεντεύξεις τουριστών που δροσίζονταν κάτω από τον καυτό ήλιο με αναψυκτικά και παγωτά , που περιηγούνταν χαμογελαστοί σε αξιοθέατα, αρχαιολογικούς χώρους , που έκαναν το γύρο της Αθήνας σε ογδόντα ώρες…
Καλοκαιρινή κίνηση εκδρομέων λοιπόν, ξένων και ντόπιων… σκέφτομαι. Που όπου φύγει, φύγει κάθε τέτοια εποχή … Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που κάτι κατάφεραν να εξοικονομήσουν από τον οικογενειακό προϋπολογισμό διαλέγουν τον Αύγουστο για να αποδράσουν. Φεύγουν τρεχάτοι μακριά απ’ τις γκρι τσιμεντουπόλεις, από την γκρι ζωή τους, με όποιο τρόπο μπορούν… Θέλουν αέρα, θάλασσα, ανοιχτό ορίζοντα, λουλούδια που σκορπίζουν μυρωδιές, ανεμελιά. Θέλουν ελευθερία. Να μη σκέφτονται, να μην αγχώνονται, να μη μαθαίνουν κακές ειδήσεις, να μην τους ψάξει κανείς. Να μη χρωστάνε, ούτε να τους χρωστούν. Να ξυπνήσουν αργά, να περπατήσουν με γυμνά πόδια στην άμμο, να ρεμβάσουν το ηλιοβασίλεμα, να ντυθούν απλά, να πειράξουν, να παίξουν σαν παιδιά, να γελάσουν. Για να κρατήσουν αυτό το γέλιο φυλαχτό στην ψυχή, στο μυαλό τους τις κρύες μέρες του χειμώνα, κάθε φορά που η ζωή, αφιλόξενη οικοδέσποινα κερνάει έγνοιες, πίκρες, βάσανα.
Αύγουστος ο αυτοκράτορας του καλοκαιριού! Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο» μας λέει για την ιδιαίτερη αγάπη του γι’ αυτό το μήνα:
«Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας· αυτός φέρνει ,μαθές , τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια· τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου· όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη(…)
Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπό του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να 'ρθει, να τρυγήσει τ' αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ —πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί· μονάχα ο Άγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα: «Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό. Τι 'ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι άνθρωποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε; Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» μου αποκρίθηκε.»
Ο Αύγουστος είναι ο τελευταίος, ο τρίτος και καλύτερος μήνας του καλοκαιριού. Ο ήλιος, βασιλιάς της εποχής, ξημερώνει βιαστικά , ορεξάτα, ανυπόμονα τις πιο χαρούμενες μέρες του χρόνου, παίρνει απ’ το χέρι τους ανθρώπους, τους βγάζει έξω και το δείλι ζωγραφίζει με απίστευτα χρώματα τον ουρανό. Η φύση οργιάζει αγκαλιάζοντας λόφους, αλιτάνες, παρτέρια, δείχνοντας με την ποικιλία χρωμάτων και μεθυστικών μυρωδιών το δικό της θαύμα. Οι νύχτες μυρίζουν αγιόκλημα, γιασεμί , βασιλικό, έρωτες και όνειρα. Τα παιδιά ανέμελα εξακολουθούν να παίζουν ως αργά σε αυλές, αλάνες, παιδικές χαρές, ακρογιαλιές. Οι μεγάλοι γίνονται παιδιά. Η θάλασσα ,αγαπησιάρα και πλανεύτρα, εξακολουθεί να μας καλεί. Η θάλασσα, η αγαπημένη πολλών, η ερωμένη του Νίκου Καββαδία:
«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.»
«Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.»
Η θάλασσα αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να ξεπλύνει όλα τα kuro siwo των ανθρώπων. Όποια τοξική είδηση φορτώθηκε στις ψυχές τους, όποια αδικία, άσχημη μεταχείριση δέχτηκαν, όποια διάψευση, προδοσία βάρυνε τις ψυχές τους , τα συσσωρευμένα λάθη, πάθη, τις αγωνίες, τις ανασφάλειες, τους φόβους. Ατέρμονη η θάλασσα, διαυγής, καθαρή, εξαγνίζει, αναβαπτίζει τον καθένα, ανανεώνοντας στον άνθρωπο την ελπίδα, το όνειρο, τη διάθεση για ζωή…
Αύγουστος ο μήνας που γιορτάζει η Παναγιά μας, η Αγία, η γλυκιά, αγαπημένη μάνα του Χριστού, των Χριστιανών. Οι εκκλησίες, οι αφιερωμένες σ’ αυτήν με λαμπρότητα θα την τιμήσουν και φέτος, με το προσκύνημα της Τήνου κορυφαίο, πιο γνωστό.
Ένα ακόμα καλοκαίρι σε τροχιά χαρίζει στους ανθρώπους ό,τι πιότερο ποθούν. Κι αυτοί ρουφούν ήλιο, μυρωδιές, εικόνες, ανεμελιά… Βραδιές σε θερινά σινεμά και συναυλίες… Περιμένοντας ανάμεσα σε άλλα τη φεγγαράδα, την πανσέληνο του Αυγούστου… «Κοίτα μια νύχτα έξω που κάνει κι ό,τι κι αν λέμε κάπου μας πιάνει….Δες φεγγάρια, δες μπαλκόνια και ζευγάρια που΄ναι χρόνια μαζί. Μάτια μου η Ελλάδα την πάει την φεγγαράδα κι αν είσαι και ξενύχτης σε πάει και μια βαρκάδα…» τραγουδά η Χαρούλα Αλεξίου.
Παιδί που μεγαλώνει βράδυ το βράδυ το φεγγάρι. Ασημένιος δίσκος που κερνάει φως. Ανέκαθεν έκρυβε μυστήριο, κάστρο που δύσκολα κατακτιέται Στην πανσέληνο είναι λαμπερό σαν ήλιος, ασύγκριτο, φεγγάρι υπερόπτης, όμορφο, μοναδικό. Καρφίτσα καρφιτσωμένη στο πέτο του ουρανού με σκιές, ανάγλυφα σκαλίσματα. Συντροφεύεται από τα αστέρια, τις φωτοβολίδες του ουρανού, χρυσοκλωστές ραμμένες σε μαύρο κέντημα. Τυλιγμένο με μαγεία και μυστήριο, κρύβει μυστικά και μοιράζει υποσχέσεις στους κουρασμένους από τα βάσανα της ημέρας ανθρώπους. Ενώνει μέσα απ’ το κοίταγμα και την ονειροπόληση, τους τόσο διαφορετικούς, μα κατά βάθος ίδιους ανθρώπους αυτής της γης...
Ο Αύγουστος , ο πιο αισιόδοξος και γελαστός μήνας του χρόνου εμφανίστηκε στον ορίζοντα του χρόνου. Λουλούδι σε πλήρη ανθοφορία, γλάρος που ταξιδεύει, που πετά πάνω από θάλασσες, σε ανέφελο ουρανό.
« Αύγουστος είναι και του Ρίτσου η σονάτα αλλά μπορεί κι ένα χωνάκι σοκολάτα του σεληνόφωτος αυτή η πανδαισία να ξεγελιέσαι πως υπάρχει αθανασία...» τραγουδά ο Παντελής Θαλασσινός!