ΑΠΟΨΕΙΣ

Αφιέρωμα στη Μάνα μου Στελιανή

Ακούραστη, ακάματη, αεικίνητη, πάντα άνθρωπος θυσίας για όλους.

 Αφιέρωμα στη Μάνα μου Στελιανή

Του Ευτύχιου Σ. Καλογεράκη
 

Η παντέρμη η μάνα μου Στελιανή Μαριδάκη-Καλογεράκη, ήταν
ψηλή, στεγνή, λιγνή, φαρδοκουταλάτη, βεργολυγερή και αρισμαροβιτσοβεργάτη, καστανόξανθη, με το αρχαιοελληνικό δέσιμο στα μαλλιά της
. Ορφανή από πατέρα από τα παιδικά της χρόνια. Νοικοκυροπούλα για την εποχή της με πατέρα  ευκατάστατο με λιόφυτα, ελαιοτριβείο και δυο δυνατά, κοκκινότριχα μουλάρια στη δούλεψή του, για να τραβούν τις μηλόπετρες . Άφησε όμως νωρίς ορφανά τα 4  μικρά του κοπέλια του. Το πατρικό της στη μεσοχωριά, κατοικείται ακόμα και είναι από τους παλαιότερους οντάδες του χωριού από την τουρκοκρατία με χρονολογία στο οικόσημο 1894. 

     Ευλαβής, θεοσεβούμενη, σεμνή, ταπεινή, ήρεμη, άκακη, επιεικής, καλόκαρδη, αξιοπρεπής, προσηνής, εργατική, παραδοσιακή Κρητική σύζυγος και μάνα, που ζούσε στη σκιά του άντρας της, ακολουθώντας ενσυνείδητα και αδιαμαρτύρητα ένα βήμα πίσω. Αφοσιωμένη στην οικογένεια και τα παιδιά της. Δεν κουτσομπόλευε, δεν ήθελε τις έριδες δεν συμμετείχε σε διαμάχες. Άνθρωπος ειρήνης με όλους και πάντα έτοιμη να βοηθήσει τις άλλες νοικοκυράδες στο στήσιμο των αργαλειών, των κεντητών και των πλεκτών στα οποία ήταν ειδική.

     Ακούραστη, ακάματη, αεικίνητη, πάντα άνθρωπος θυσίας για όλους. Πρώτη στο λιομάζωμα, στα περιβόλια, στα θερίσματα και αλωνίσματα, ειδική στα υφαντά και πλεκτά.  Να ζυμώνει και να φουρνίζει κάθε βδομάδα, για τις μαζώχτρες, τους μυλωνάδες, τους εργάτες, τις θερίστρες, τους φαμέγιους (υπηρέτες) και τους φιλοξενούμενους. Το σπίτι τους πάντα ανοικτό για τους ζητιάνους, ξένους, μακροπεραματάρηδες και αργοποριστάδες. Μερικοί γνωστοί ζητιάνοι άνοιγαν μόνοι τους έστω και αν δεν ήταν κανένας στο σπίτι και τους έβλεπα παιδί μπαίνοντας να είναι ξαπλωμένοι στην πεζούλα.  Έκοβε κρυφά ένα κομμάτι χοιρομέρι τα Χριστούγεννα και το πήγαινε διακριτικά σε φτωχούς  του χωριού της δύσκολης εκείνης εποχής.

       Έζησε 73 χρόνια έγγαμης ζωής από 20 ετών μέχρι τα 93 της. Είχε την ευλογία να γεννήσει και να μεγαλώσει 5 παιδιά και να δει 18 εγγόνια και 38 δισέγγονα. Αγράμματη η ίδια με μερικές τάξεις δημοτικού μόνο, αλλά σοφή και ευφυής. Ποτέ δεν ήθελε και δεν εφάρμοζε τη βία, το ξύλο, σαν παιδαγωγικό μέσο στα παιδιά της, αλλά την αγάπη, την ανεκτικότητα, την υπομονή, την συμβουλή. «Το ξύλο είναι παιδί μου οργή Θεού» τόνιζε. Γνώριζε ενστικτωδώς αυτό που τονίζει η σύγχρονη παιδαγωγική. Αξιώθηκε να δει τα παιδιά της να μορφώνονται να γίνονται Δάσκαλοι, Καθηγητές, Γιατροί, Ιερείς, Επιχειρηματίες και να εξελίσσονται σε Λυκειάρχες, Επιθεωρητές, Διευθυντές κλινικών μεγάλων  νοσοκομείων και δύο Διδάκτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

      Πέρασε τα πάνδεινα στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοκατοχής. Πως άντεξε η κακομοίρα και δεν έσπασε η καρδιά της τόσα χρόνια να ακούει δίπλα της το βρυχηθμό του λιονταριού, να περνά τρόμους και φόβους για τον άντρας της, τα παιδιά της, το σπίτι της. Χρόνια μέσα σε θανάσιμους κινδύνους λόγω της εμπλοκής του άντρας της στον πόλεμο του 1940, στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Χρόνια κοιμόταν δίπλα στον άντρας της και στο άλλο πλευρό του προς τον τοίχο ήταν σκεπασμένο και οπλισμένο το κοντό, ελαφρύ, ασημοπλουμισμένο, όμορφο σαν τη βιόλα, πολεμικό όπλο Μάνλιχερ (Mannlicher).  

      Αναφέρει η μικρή κοπελούδα την κατοχή Ελένη Μ. Φωτάκη. «Τη μάνα σου, τη νονά μου, (σ.σ. η πεθερά της Χαρίκλεια είχε βαπτίσει τον αδελφό της Στέλιο) την αγαπούσα, ήταν καλή. Όταν γεννήθηκες  ήμουν στο Ρέθυμνο και όταν το έμαθα ήλθα στο νοσοκομείο να της ευχηθώ. Πάρε φιλιότσα (βαφτισιμιά), το κοπέλι να το φιλήσεις. Όχι νονά γιατί είμαι άρρωστη. Φίλησέ το φιλιότσα μα δεν έχεις πράμα, επέμενε. Έτσι εγώ είμαι η πρώτη κοπελιά  που σε φίλησα. Γεροδεμένο κοπελάκι ήσουν. Αυτό μου έδωσε παρηγοριά και δύναμη γιατί είχα αρρωστήσει από φυματίωση και όλοι με αποφεύγανε και όπου πήγαινα φεύγανε από το φόβο τους. Μου ερχόταν να αυτοκτονήσω. Ακόμα της συγχωρώ για την παρηγοριά που μου έδωσε μ’ αυτό.

  Ο πατέρας σου την κατοχή αναμάζωνε τσούρμο τους αντάρτες που περνούσαν από το χωριό και τους τάιζε, είχε αγαθά  και δεν είχε πρόβλημα. Η κακομοίρα η νονά μου η Στελιανή όλο μαγέρευε, έτρωγαν οι αντάρτες, τους γέμιζαν και τα βουργίδια (ταγάρια) τους και έφευγαν».  

     Έζησε τότε δύσκολες καταστάσεις, φόβους, αγωνίες. Πρόσεχε Στελιανέ έλεγε στον άντρα της, μη το πολυκάνεις, βλέποντας τις ριψοκίνδυνες ενέργειές του, την αφοβία και την έλλειψη συναίσθησης κινδύνου που τον χαρακτήριζαν. Θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί και μας και τα κοπέλια και θα τινάξουν το σπίτι, του τόνιζε με αγωνία. Αλλά εκείνος με την περισσή αυτοπεποίθηση και θάρρος, που τον χαρακτήριζαν δεν άκουγε τους φόβους της. Είδε τους Γερμανούς να κάνουν έρευνες στο σπίτι της, να ψάχνουν τον άντρα της, να τρώνε μεταμφιεσμένοι στο σπίτι της τη μία ο αρχηγός της συμμαχικής αποστολής Κρήτης Ταγματάρχης Τομ Νταμπάμπι και την άλλη ο Λοχαγός Π. Φέρμορ και να καταφθάνουν τα Γερμανικά αποσπάσματα στην αυλή. Να κοιμούνται στον οντά καταζητούμενοι και το σπίτι να ζώνεται από Γερμανούς τη νύκτα για έρευνα λόγω προδοσίας. Να μοιράζονται όπλα στο σπίτι της, να βρίσκουν χειρομβομβίδες οι Γερμανοί, να τρώνε αγωνιστές της αντίστασης και ανταρτικές ομάδες.

     Και ποιοι δεν έφαγαν φαγητό από τα χέρια της τότε; Οι απαγωγείς και ο αιχμάλωτος  Γερμανός Στρατηγός Κράιπε, όταν στάθμευαν έξω από το χωριό. Οι ομάδες του Μ. Μπαντουβά και Πετρακογιώργη, Άγγλοι κατάσκοποι, καταζητούμενοι, οι Ξέκαλοι από το Γερακάρη, ο Μ. Ντισπυράκης, ο Κωστής Παραδεισανός, ο Σουρής, ο Παπά Κυριάκος Κατσαντώνης, ο Μπαλάσκας και τόσοι άλλοι αγωνιστές της αντίστασης οι οποίοι όταν περνούσαν από τον Άι Γιάννη Αμαρίου ειδοποιούσαν που στάθμευαν. Ετοίμαζε αδιαμαρτύρητα φαγητό και το πήγαινε ο άντρας της. Κέντρο ανεφοδιασμού και επισιτισμού ήταν το σπίτι τους αυτή την δύσκολη περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, δεν ζήτησε καμία αναγνώριση για την προσφορά της, ούτε την εξαργύρωσε με θέσεις, συντάξεις ή μετάλλια, της αρκούσε που αναγνωρίστηκαν στον άντρα της.

    Αυτά τα βάσανα, τις αγωνίες, τα χτυποκάρδια και τους αγώνες πέρασε η καλομοίρα η μάνα μου. Ας είναι αιωνία η μνήμη της, μέρα της μάνας που είναι σήμερα, γιατί τίμησε αυτόν τον ιερότερο τίτλο σε άνθρωπο. Τελειώνοντας της αφιερώνω το γεμάτο συναίσθημα κρητικό δίστιχο:

 Δύο γυναίκες προσκυνώ 

μέσα απ’ την καρδιά μου.

Η μια ’ναι η μάνα του Χριστού

και η άλλη η δικιά μου.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση