ΑΠΟΨΕΙΣ
Αβέβαιο το Πράσινο ραντεβού
Η αποκαλούμενη «Πράσινη Συμφωνία» μπορεί να μη συνιστά μεγάλη επαναστατική τομή. Όμως δεν παύει να είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει σημαντικά στη σταδιακή υπέρβαση των προβλημάτων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Του Γιώργου Πανταγιά*
Παραφράζοντας τον γνωστό στίχο του Γερμανού ποιητή Βολφ Μπίρμαν, θα έλεγα η γη πρέπει να γίνει πράσινη! Ο εκλογικός θρίαμβος των Πρασίνων στo κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, αποσπώντας το ποσοστό 32,6% κάθε άλλο παρά αμελητέος είναι. Σημαντικές ήταν επίσης οι επιδόσεις τους στη Ρηνανία-Παλατινάτο, όπου το SPD αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 35,7%. Αντιθέτως, αισθητή είναι η υποχώρηση της επιρροής των Χριστιανοδημοκρατών, προς το παρόν τουλάχιστον.
Όπως δείχνουν οι επιτυχίες του Πράσινου Κινήματος, οι πολιτικές που πρεσβεύει βρίσκουν ανταπόκριση και απήχηση στην ευρύτερη κοινή γνώμη. Όλες οι διαπιστώσεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι οι Πράσινοι στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου αναμένεται να αναδειχθούν σε πρωταγωνιστές των εξελίξεων.
Φαίνεται πως εξελίσσονται πλέον σε ισχυρή και υπολογίσιμη δύναμη. Το βέβαιο είναι ότι έχουν ρίξει άγκυρα στο κοινωνικό σώμα της Γερμανίας. Μάλιστα θετικά αξιολογήθηκε στο παρελθόν και ο κοκκινοπράσινος κυβερνητικός συνασπισμός Σρέντερ-Φίσερ. Άλλωστε, σ’ αυτόν οφείλεται η μετέπειτα ανάπτυξη και η ευημερία της χώρας, που καρπώθηκε η Μέρκελ. Το αποτύπωμά του υπήρξε ανεξίτηλο.
Βιώνοντας τώρα την πανδημία, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα την αξία και τη σημασία των πράσινων πολιτικών. Το έλλειμμα βιωσιμότητας αποδεικνύεται έντονο. Η ανάγκη για ένα καινούργιο παραγωγικό, οικονομικό και αναπτυξιακό μοντέλο είναι ζωτική. Έτσι εξηγείται και το ότι φορείς που μέχρι πρότινος εμφάνιζαν δυσανεξία στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, σήμερα τις αποδέχονται. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια νέα πολιτική συνειδητοποίηση.
Οι παλιές ιδέες θεωρούνται πια παρωχημένες. Δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Στην πραγματικότητα, καθίσταται απαραίτητο ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόταγμα, το οποίο θα συνδέει την βιώσιμη ανάπτυξη με τις τωρινές ανάγκες. Την περιβαλλοντική ευαισθησία με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Τον φιλελευθερισμό με τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης και διοίκησης των κοινωνιών. Ο αναπροσανατολισμός σε μια τέτοια κατεύθυνση, αν δεν καταλύει, υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό τις διαιρέσεις του παρελθόντος, προσδίδοντας διαφορετικό περιεχόμενο και υπόσταση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις δυσλειτουργίες, την πολιτική και διαχειριστική ατροφία και τις έντονες ασυμμετρίες της, δεν παύει να είναι κραταιός πυλώνας για το εγχείρημα της αειφορίας. Στους κόλπους της έχουν αναληφθεί κατά καιρούς αξιοσημείωτες πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις για τη θεμελίωση και υλοποίηση νέων στρατηγικών προτάσεων.
Η αποκαλούμενη «Πράσινη Συμφωνία» μπορεί να μη συνιστά μεγάλη επαναστατική τομή. Όμως δεν παύει να είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει σημαντικά στη σταδιακή υπέρβαση των προβλημάτων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Εξάλλου, η αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας συνδέεται άρρηκτα με την αναθεώρηση των πολιτικών που αναπαράγουν και συντηρούν την παραγωγική, αναπτυξιακή και ενεργειακή υστέρηση. Καθώς επίσης και με τη στροφή στις πράσινες τεχνολογίες.
Αντί, λοιπόν, να μεμψιμοιρούμε για το πόσο άτολμες και περιορισμένες είναι οι ενέργειες της Ένωσης, χρήσιμο θα ήταν να ξεπεράσουμε παγιωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες , που στέκονται εμπόδιο στην υλοποίησή τους. Πολύ περισσότερο να αναμετρηθούμε με ένα αντιπαραγωγικό και παρασιτικό μοντέλο, το οποίο συντηρεί τις μικροπολιτικές ανησυχίες και ψηφοθηρικές πρακτικές του υπάρχοντος κομματικού συστήματος.
Στην εγχώρια πολιτική σκηνή είναι εδραιωμένες οι απόψεις εκείνων που κάνουν τα πάντα για να αποτρέψουν την εναρμόνιση της Ελλάδας με τις πράσινες πολιτικές. Χαρακτηριστική είναι η αντίδρασή τους στην αυτονόητη αναγκαιότητα της απολιγνιτοποίησης.
Έτσι παρατηρούμε ότι η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης να διακόψει τη λειτουργία όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2028 δεν υποστηρίζεται ούτε από τα ίδια τα στελέχη της. Γαλάζιοι υπουργοί, βουλευτές και αξιωματούχοι της αυτοδιοίκησης συντάσσονται πλήρως με μειοψηφικές και περιθωριακές ομάδες που πολεμούν Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Οι καθαρές θέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προς το ζήτημα αυτό αμφισβητούνται και υπονομεύονται.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ) παρά τις βαρύγδουπες διακηρύξεις τους, αδιαφορούν αλλά και αντιτάσσονται στις πράσινες πολιτικές. Δέσμια συντηρητικών αντιλήψεων συμπορεύονται ακόμη και με εκείνους που αντιπαλεύουν με κάθε μέσο την αξιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας: την ηλιακή και αιολική ενέργεια.
Αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα, χρόνια τώρα, επιχειρείται ο αναπροσανατολισμός στη βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς να υφίστανται οι στοιχειώδεις πολιτικές υποδομές. Το κενό εκπροσώπησης είναι εμφανές. Οι αξιόλογες φωνές σε όλα τα σχήματα, συνθλίβονται από τις κυρίαρχες αναχρονιστικές δυνάμεις.
Πάντως, το παράδειγμα των Πρασίνων της Γερμανίας, καθώς και άλλων αντίστοιχων κινημάτων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες δεν βρίσκει ανταπόκριση στον τόπο μας. Μολονότι έχουμε όλες τις προϋποθέσεις να κάνουμε πράξη το εγχείρημα της πράσινης ανάπτυξης, εντούτοις μικρές μειοψηφικές ομάδες το αντιστρατεύονται. Η πλειονότητα της πολιτικής τάξης αποδεικνύεται ευάλωτη στον ανορθολογισμό και τον λαϊκισμό. Η ανοχή αλλά και η συμπόρευσή της με τους εκφραστές της υστέρησης απομειώνει τις δυνατότητές μας.
Και γι’ αυτό η γη, μάλλον δύσκολα, θα γίνει πράσινη!
*Προέδρου & Διευθύνοντος Συμβούλου της POLITY A.E.