Ψυχικές διαταραχές όπως τα ψυχωσικά επεισόδια είναι δυνατό να αποδοθούν –τουλάχιστον εν μέρει– στην έλλειψη ύπνου, αποκαλύπτει νέα έρευνα στην έγκριτη επιθεώρηση Lancet Psychiatry.
Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, οι άνθρωποι που υποβάλλονται σε γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία (CBT) για να αντιμετωπίσουν τις αϋπνίες τους παρουσιάζουν όχι μόνο βελτίωση στον ύπνο τους αλλά και βελτίωση στα συμπτώματα παράνοιας και παραισθήσεων (ψυχωσικές εμπειρίες), κατάθλιψης και άγχους.
«Η επικρατούσα άποψη είναι ότι τα προβλήματα ύπνου αποτελούν είτε σύμπτωμα των ψυχικών διαταραχών είτε δευτερεύουσα συνέπεια αυτών» αναφέρει ο Ντάνιελ Φρίμαν από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ένας εκ των ερευνητών, σύμφωνα με τη βρετανική Guardian. «Στην πραγματικότητα, ο ύπνος αποτελεί μία από τις αιτίες που συμβάλλουν στις ψυχικές διαταραχές».
Για να καταλήξουν στο συμπέρασμα αυτό, οι ερευνητές πραγματοποίησαν διαδικτυακές δημοσκοπήσεις σε φοιτητές από 26 πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή στην έρευνα ήταν οι φοιτητές να εκδηλώνουν αϋπνίες.
Περισσότερα από 3.700 άτομα συμμετείχαν τελικά στη μελέτη, τα οποία στη συνέχεια χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: Η μία ομάδα ακολούθησε ένα πρόγραμμα γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας (έξι 20λεπτες συνεδρίες) με στόχο την αντιμετώπιση της αϋπνίας και η άλλη δεν έλαβε κανένα είδος θεραπείας (ομάδα ελέγχου). Και οι δύο ομάδες αξιολογήθηκαν από τους ερευνητές στο ξεκίνημα της μελέτης και ξανά μετά από 3, 10 και 22 εβδομάδες.
Στην ομάδα της γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας παρατηρήθηκαν αξιοσημείωτες βελτιώσεις ως προς τον ύπνο αλλά και την κατάσταση της ψυχικής τους υγείας.
Αφού οι ερευνητές συνυπολόγισαν επιδράσεις που δεν σχετίζονταν με τη θεραπεία (βάσει παρατήρησης της ομάδας ελέγχου), εκτίμησαν ότι στην ομάδα της θεραπείας η αϋπνία περιορίστηκε κατά σχεδόν 10% σε διάστημα 10 εβδομάδων, τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης μειώθηκαν κατά 20%, ενώ τα συμπτώματα παράνοιας και παραισθήσεων μειώθηκαν κατά 25% και 30% αντίστοιχα.