ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο Ιντιάνα Τζόουνς στην τελευταία του περιπέτεια ψάχνει τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων
Έγινε η πρεμιέρα της ταινίας στο θέατρο Λουμιέρ των Καννών παρουσία του Χάρισον Φορντ
«Λένε ότι λίγο πριν πεθάνεις βλέπεις τη ζωή να περνάει σαν λάμψη μπροστά από τα μάτια σου. Κι εγώ μόλις είδα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στο βίντεο που δείξατε», παρατήρησε αυτοσαρκαστικά ο Χάρισον Φορντ, προκαλώντας το γέλιο των θεατών που κατέκλυσαν το θέατρο Λουμιέρ των Καννών για την πρεμιέρα του νέου «Ιντιάνα Τζόουνς». Ο αειθαλής Αμερικανός ηθοποιός, σύμφωνα με το kathimerini.gr, παρέλαβε βουρκωμένος τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα για το σύνολο της προσφοράς του στην Εβδομη Τέχνη και με φωνή ελαφρώς τρεμάμενη ευχαρίστησε την οικογένειά του αλλά και το κοινό που «έδωσε σκοπό και νόημα» στη ζωή του. «Τώρα όμως έχω και μια ταινία να σας δείξω», είπε τελικά, και τα φώτα έσβησαν.
Παρεμπιπτόντως, και μόνο το γεγονός ότι ο 80χρονος Χάρισον Φορντ είναι ακόμη ικανός να φέρει στις Κάννες του 2023 την πιο λαμπερή –πιθανότατα και πολυαναμενόμενη– ταινία του φεστιβάλ λέει κάτι για τον μύθο του. «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου» ολοκληρώνει το ταξίδι ενός αξέχαστου χαρακτήρα και μαζί μια πορεία 40 και πλέον ετών του ίδιου του εμπορικού κινηματογράφου. Από τους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού» των Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τζορτζ Λούκας μέχρι το σημερινό φιλμ του Τζέιμς Μάνγκολντ (οι άλλοι δύο βρίσκονται στην παραγωγή), πολλά έχουν αλλάξει· σίγουρα πάντως όχι το στραβό χαμόγελο του «Ιντι», που ο Φορντ μοστράρει ακόμη με επιτυχία.
Στα της ταινίας, η αρχή γίνεται πίσω στο 1944, οπότε και ο ήρωας προσπαθεί να διασώσει τον μηχανισμό των Αντικυθήρων(!), ένα τμήμα του τουλάχιστον, από τα χέρια ενός παλαβού ναζί επιστήμονα (Μαντς Μίκελσεν). Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο καθηγητής Τζόουνς ετοιμάζεται πλέον να συνταξιοδοτηθεί· απομεινάρι ενός άλλου κόσμου στην εποχή του Διαστήματος, αραιώνει τον καφέ του με… ουίσκι, καθώς κοιτάει τα χαρτιά του διαζυγίου. Μέχρι που στην πόρτα του εμφανίζεται η αποξενωμένη βαφτισιμιά του (Φίμπι Γουόλερ Μπριτζ) για να του ανακοινώσει πως βρίσκεται και εκείνη στο κυνήγι του μηχανισμού, ο οποίος, σύμφωνα με το σενάριο, είναι έργο του Αρχιμήδη. Τον Συρακούσιο αρχιτέκτονα θα τον συναντήσουν μάλιστα οι ήρωες σε μια απολαυστική σεκάνς όπου ακούγεται και η ατάκα στα ελληνικά: «Συγγνώμη, Αρχιμήδη, είμαι φαν!». Στο κυνήγι βέβαια βρίσκεται και ο παλιός εχθρός, ο οποίος θέλει να χρησιμοποιήσει τις μαγικές ιδιότητες της συσκευής –έχει την ιδιότητα να ελέγχει τη χρονική ροή– για τα σατανικά του σχέδια, οπότε ο Ιντι και οι φίλοι του ξεκινούν για να τα ανατρέψουν.
Η γλυκιά νοσταλγία και ο ρομαντισμός «παλαιάς κοπής», που ενσαρκώνονται στο χαραγμένο από τον χρόνο πρόσωπο του Χάρισον Φορντ (θαυμαστά ξανανιωμένο όμως, χάρη στην τεχνολογία, για τις σκηνές του 1944), παντρεύονται με τη σύγχρονου στυλ δράση που φέρνει μαζί του ο Τζέιμς Μάνγκολντ, καθώς οι ήρωες μετακινούνται από τη μια τοποθεσία στην επόμενη, περνώντας και από την Ελλάδα. Αν υπάρχει ένα θέμα, αυτό είναι το πέρασμα του χρόνου («ήθελα να δω το βάρος της ζωής πάνω του», είπε ο Φορντ στη συνέντευξη Τύπου)· το δε αποτέλεσμα είναι σίγουρα διασκεδαστικό, αν και του λείπει φανερά εκείνη η παιχνιδιάρικη, σχεδόν αλλόκοτη αίσθηση που αποπνέουν οι πρώτες ταινίες της σειράς και που έκαναν τους περισσότερους φαν να την ερωτευθούν εξαρχής.