ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Με ένα κλαδάκι αμπερόριζα το Σάββατο των Ψυχών κι ένα φυλλαράκι καρυδιάς την Πεντηκοστή!
Στις 4 του Ιούνη γιορτάζουμε φέτος την Πεντηκοστή και την επομένη στις 5 το Άγιο Πνεύμα
Της Ελένης Μπετεινάκη
Αν κι η βροχή, Ιούνιος μήνας δεν βοηθάει, πήρα το ποδήλατο και την φωτογραφική μου μηχανή κι άρχισα το σεργιάνι στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου. Στις εκκλησιές που ‘χα καιρό να επισκεφτώ, ήρθα το έθιμο εκείνο το παμπάλαιο να ξαναδώ, να ξαναζήσω…
Άγιος Ματθαίος και στον μικρό Άγιο Μήνα…
Κούτες πολλές και πιάτα γιομάτα κόλλυβα περίτεχνα στολισμένα από παλιές νοικοκύραδες που μου θυμίσανε ανθρώπους παλιούς κι αγαπημένους. Κι έπιασα πάλι να θυμάμαι τα περασμένα, τα εθιμικά μα και τους δικούς πολύτιμους που ΄ψαχνε δρόμο πάλι η ψυχή να κατεβεί στα δικά τους τα μέρη…
Μακρύς ο κατάλογος πια και των δικών μου νεκρών. Βαριά η καρδιά τούτες τις μέρες…
Κι ύστερα θυμήθηκα κι ένα κείμενό μου που ΄χα γράψει πέρυσι ή την πιο προηγούμενη χρονιά με αναφορές στη γιαγιά Ελένη που ποτέ δεν φεύγει από μέσα μου…
Σαν παραμύθι τα θυμήθηκα ξανά όλα κι άναψα ένα κεράκι για όλους τους μοναδικούς κι αξέχαστους που έχουν φωλιάσει στη δική μου ψυχή και δεν φεύγουν ούτε λεπτό!
Ήταν λοιπόν «Μια φορά και δυο καιροί στην μαγική αυλή της γιαγιάς Ελένης….
Εκτός από τις ορτανσίες και τα γεράνια της είχε φυτέψει και δυο μεγάλες πήλινες γλάστρες με αμπερόριζα. Έτριβε εκείνη συχνά τα φύλλα τους και είχε μια άλλη ματιά το βλέμμα της σαν τα μύριζε. Περάσανε χρόνια πολλά να καταλάβω πως όλα είχαν σχέση με εκείνα τα Ψυχοσάββατα που ετοίμαζε τα κόλλυβα για να συγχωρεθεί η ψυχή του παππού και της μάννας της…
Ήταν εκείνο το λουλούδι που έβραζε μαζί με το σιτάρι στο μεγάλο καζάνι της Απάνω Κουζίνας. Τα κόλλυβα ήταν για εκείνη μια τεράστια ιεροτελεστία. Στον ασημένιο τον μεγάλο δίσκο που ‘χε στρώσει ένα ειδικό κέντημα τα έβαζε και με περισσή τέχνη έστρωνε τη άχαρη άχνη. Έφτιαχνε ένα μεγάλο σταυρό με «μπίλιες» κι εκείνος στο χρώμα του ασημιού την ζάχαρη άχνη που τα σκέπαζε. Κι είχε και μονογράμματα κι άλλους μικρότερους σταυρούς και δάκρυα πολλά τούτη η πιατέλα. Κι ύστερα τα πήγαινε στην εκκλησιά, άλλα την Παρασκευή το απόγιομα κι άλλα την επομένη στο νεκροταφείο. Και έβαζε πάντα ένα φύλλο αμπερόριζας στο στόμα της, την ώρα που έσκυβε στην εκκλησιά για τις μετάνοιες της, μαζί με ένα κερί που άναβε κι έκλεινε και τα μάτια της. Τη θυμάμαι μια χρονιά που μαζί με το κερί πάνω στην ΄πιατέλα είχε κι ένα μάτσο κλαδάκια από τούτο το φυτό κι όταν τη ρώτησα γιατί δεν πήραμε και τις «σαρδέλες» μας τις κόκκινες, μου απάντησε πως δεν έπρεπε ποτέ να το ξανασκεφτώ αυτό…
- Εδά δα περάσει η ψυχή του παππού σου, κλείσε τα μάθια σου να μη σε δει…
Κλαίει και δεν θέλει να φύγει και σα ντα δει τα γαλανά σου, δα τον ακούσουνε όλοι μέσα στην εκκλησσά!»
Σκιάχτηκα, έσκυψα κι εγώ το κεφάλι κι έκανα μέρες να συνέλθω από τη φοβερή της φράση.
Το κατάλαβε και ένα απόγεμα που καθόμασταν στην αυλή μου ‘πε να δοκιμάσω την αμπερόριζα να νοιώσω την πίκρα του χαμού.
Κάηκε σχεδόν η γλώσσα μου, το έφτυσα γρήγορα κι εκείνη κουνώντας το κεφάλι της μου είπε:
-Εκατάλαβες θαρρώ εδάν γιάντα παίρνουμε μόνο τούτονα το λουλούδι στη γιορτή ντω Ψυχώ!»
Κι ύστερα την ερώτησα γιατί άφηνε στη σκάλα της αυλής ένα ποτήρι νερό κάθε βράδυ, για τρεις νύχτες συνεχόμενες και στο σταμνί μας έβαζε ένα μαντήλι καθαρό που ΄χε το μονόγραμμα του παππού.
-Να δροσερέψει οντά δα περνά να κατεβεί κάτω, να σκουπίσει και ντα δάκρυγιά ντου!
Όλα τούτα τα φοβερά ήτανε στην παράδοση του χωριού μου κι ήταν για μένα φυλακτό πολύτιμο που τα έζησα, κι ας μην τα πολύ καταλάβαινα τότε. Κι ας είχα εφιάλτες αρκετά βράδια μετά, αφού κανείς δεν μου έδινε μια αληθοφανή εξήγηση…»
Στις 4 του Ιούνη γιορτάζουμε φέτος την Πεντηκοστή και την επομένη στις 5 το Άγιο Πνεύμα. Γιορτές με κινητή ημερομηνία που κρατούν τρεις μέρες, από το Ψυχοσάββατο που οι ψυχές κατεβαίνουν οριστικά στον Κάτω Κόσμο. Έθιμο παλιό στην Κρήτη όλες οι χαροκαμένες γυναίκες, οι μάνες να αφήνουν στην πόρτα τους ένα ποτήρι νερό να μην διψά η ψυχή στο μακρινό της ταξίδι στο κατευόδιο της. Λένε ακόμα πως στα Ρουσάλια την παλιά γιορτή της βυζαντινής περιόδου ανήκει το έθιμο που θέλει τους τάφους όλους στολισμένους με λουλούδια και τις ψυχές να ακολουθούν τον ήλιο, τούτη την μέρα και την επόμενη της Πεντηκοστής ή της Κυριακής της Γονυκλισιάς, όπως την γνωρίζουμε από το θρησκευτικό συναξάρι.
Το Ψυχοσάββατο λοιπόν το βράδυ, το πρώτο καυτό του Ιούνη για μας ήταν οι πιο μαγικές ώρες. Η γιαγιά δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε, γιατί στο ταξίδι τους οι ψυχές έλεγε, ίσως να έπαιρναν μαζί τους αν κοιμόμασταν και το δικό μας πνεύμα στον κάτω κόσμο. Έτσι ξεκινούσε νωρίς τα παραμύθια, κάτω από τον πιο ξάστερο ουρανό. Πάντα βέβαια το πρωί βρισκόμασταν όλοι αγκαλιασμένοι στο μεγάλο κρεββάτι, το σιδερένιο της γιαγιάς. Κανένας μας δεν ήξερε πως είχαμε φτάσει μέχρι εκεί και πάντα μάς καθησύχαζε πως ο ύπνος μας είχε πάρει το ξημέρωμα γι αυτό δεν είχε συμβεί τίποτα από εκείνα τα φοβερά που μας εξιστορούσε.
Κι ύστερα κινούσαμε για την Παναγία, τη γειτονοπούλα μας, την κάτασπρη εκκλησία μας. Η γιαγιά κρατούσε σφιχτά την καλή της τσάντα γιατί είχε μέσα της λίγα φύλλα από την καρυδιά μας, εκείνη στου Μαρού τον Πόρο κι ένα κάτασπρο μαντήλι. Την ώρα που γονατίζουν όλοι είναι η στιγμή που περνούν από μπροστά τους οι ψυχές και τούτη η στάση του σώματος συμβόλιζε το γεφύρι που ένωνε τον Απάνω με τον Κάτω Κόσμο. Και γονατίζουν όλοι για να παρακαλέσουν μην και πέσει τούτη η γέφυρα και ματώσουν οι ψυχές. Όσο για τα φύλλα της καρυδιάς, τάβανε πάνω στο μαντήλι για να δείχνει την πίκρα του αποχωρισμού.
Την επόμενη μέρα, του Αγίου Πνεύματος, ανεβαίναμε το χάραμα από το παλιό μονοπάτι στο Γιούχτα. Να ανάψουμε ένα κερί στον Αφέντη Χριστό να ολοκληρωθεί η Ανύψωση των Ψυχών…
Έτσι μας έλεγε, η γιαγιά, κάνεις μας δεν το έψαχνε, παραπέρα.
Εμείς το θυμάρι μυρίζαμε και την απίστευτη Ανατολή θαυμάζαμε. Θυμάμαι την μηχανή που κρατούσαμε, την Kodak, για να προλάβουμε να φωτογραφίσουμε τον ήλιο και το μοναδικό τοπίο.
Χρόνια μετά, έμαθα πως τούτη ημέρα είναι αφιερωμένη στους Φωτογράφους.
Τίποτα τελικά δεν είναι τυχαίο στη ζωή!
ΠΗΓΕΣ:
Δημ. Σ. Λουκάτος, Τα καλοκαιρινά, ,εκδ. Φιλιππότη
Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του Αέρα, Ιδ. Συλλογή Διηγημάτων υπό έκδοση
Νίκος Ψιλάκης ,Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, εκδ. Καρμάνωρ